Τι να μου κάμει η σταλαγματιά που λάμπει στο μέτωπο σου;
Το ξέρω πάνω στα χείλια σου έγραψε ο κεραυνός τ' όνομα του
Το ξέρω μέσα στα μάτια σου έχτισε ένας αητός τη φωλιά του
Μα εδώ στην όχτη την υγρή μόνο ένας δρόμος υπάρχει
Μόνο ένας δρόμος απατηλός και πρέπει να τον περάσεις
Πρέπει στο αίμα να βουτηχτείς πριν ο καιρός σε προφτάσει
Και να διαβείς αντίπερα να ξαναβρείς τους συντρόφους σου
Άνθη πουλιά ελάφια
Να βρείς μιαν άλλη θάλασσα μιαν άλλη απαλοσύνη
Να πιάσεις από τα λουριά του Αχιλλέα τ' άλογα
Αντί να κάθεσαι βουβή τον ποταμό να μαλώνεις
Τον ποταμό να λιθοβολείς όπως η μάνα του Κίτσου.
Γιατί κι εσύ θα' χεις χαθεί κι η ομορφιά σου θα' χει γεράσει.
Μέσα στους κλώνους μιας λυγαριάς βλέπω το παιδικό σου πουκάμισο να στεγνώνει
Πάρ' το σημαία της ζωής να σαβανώσεις τον θάνατο
Κι ας μη λυγίσει η καρδιά σου
Κι ας μην κυλήσει το δάκρυ σου πάνω στην αδυσώπητη τούτη γη
Όπως εκύλησε μια φορά στην παγωμένη ερημιά το δάκρυ του πιγκουΐνου
Δεν ωφελεί το παράπονο
Ίδια παντού θα' ναι η ζωή με το σουραύλι των φιδιών στη χώρα των φαντασμάτων
Με το τραγούδι των ληστών στα δάση των αρωμάτων
Με το μαχαίρι ενός καημού στα μάγουλα της ελπίδας
Με το μαράζι μιας άνοιξης στα φυλλοκάρδια του γκιώνη
Φτάνει ένα αλέτρι να βρεθεί κι ένα δρεπάνι κοφτερό σ' ένα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν' ανθίσει μόνο
Λίγο σιτάρι για τις γιορτές λίγο κρασί για τη θύμηση λίγο νερό για τη σκόνη...
...Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
Εγώ που κάποτε σ' άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ' αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους
καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό
τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου...
Αυτή ήταν η ζωή μας
Λίγα δένδρα λίγα σπίτια κι ένας άδειος ουρανός
ήταν όλος μας ο κόσμος ήταν όλο μας το βιός.
Το κανάτι στο πρεβάζι το πηγάδι στην αυλή
το κουράγιο της μητέρας του πατέρα η συμβουλή
Αυτή ήταν η ζωή μας κι όχι άλλη
μικρή και ταπεινή μα και μεγάλη
κι αν κάποτε μας πίκρανε - χαλάλι!
Με το κρύο με το χιόνι με το δάκρυ στην καρδιά
Το ψωμάκι μετρημένο το προσφάι λιγοστό
και στη γη την πρώτη μάνα το μεγάλο ευχαριστώ
Αυτή ήταν η ζωή μας κι όχι άλλη
μικρή και ταπεινή μα και μεγάλη
κι αν κάποτε μας πίκρανε - χαλάλι!
Άσε τον καιρό
Άσε τον καιρό
να γίνει χάδι δροσερό
πάνω στη πληγή σου.
Άσε να φανεί
στην άδεια θάλασσα πανί
κι ύστερα θυμήσου.
Θυμήσου κείνο το πρωί
που μες του κόσμου τη βοή
άνοιξες δρόμο στη ζωή
και χάθηκες
και χάθηκες.
Άσε τα παιδιά
που 'χουν σπίθα στην καρδιά
να 'ρθουνε κοντά σου.
Άσε τη φωτιά
να σου χαϊδεύει τη ματιά
κι ύστερα στοχάσου.
Στοχάσου κείνο το πρωί
που μες του κόσμου τη βοή
άνοιξες δρόμο στη ζωή
και χάθηκες
και χάθηκες.
Ο χορός των σκύλων
Από το έργο Αντικατοπτρισμοί (1993)
Πέντε σκύλοι πεινασμένοι
μια ζωή βασανισμένοι
μέσα σε βρισιές και γιούχα
βάλανε καινούρια ρούχα
και με γιορτινή φορεσιά
βγήκανε να πάνε βόλτα
στου παράδεισου την πόρτα
πίσω από την παλιά εκκλησιά
Μέσα στη ζωή
ποτέ
μη ζητάς να βρεις
ποιος είναι ο δικαστής
να περπατάς
και πάντα να κοιτάς
πού θα πας να κρυφτείς
Μες στην ερημιά τού κόσμου
ένα χέρι γράφει εντός μου:
«Κάπου υπάρχει θεός»
Πέντε πεινασμένοι σκύλοι
στου παράδεισου την πύλη
περίμεναν απ' τους πρώτους
για να στήσουν το χορό τους
μα προτού η αυγή χαράξει
στου ουρανού την άγια τάξη
χωροφύλακες αγγέλοι
τους κρέμασαν στο τσιγκέλι
Μέσα στη ζωή
ποτέ
μη ζητάς να βρεις
ποιος είναι ο δικαστής
να περπατάς
και πάντα να κοιτάς
πού θα πας να κρυφτείς
Φίλοι σκύλοι μην κλαίτε
μες στη συμφορά να λέτε:
Κάπου υπάρχει θεός
Κάπου υπάρχει θεός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου