Στις αρχές του 20ού αιώνα υπήρξε ένας ιδιαίτερος συγχρονισμός ανάμεσα στη θεωρητική και την πρακτική δράση του αριστερού κινήματος. Η Λούξεμπουργκ, ο Μπουχάριν, ο Λένιν, ο Κάουτσκι, ο Χίλφενρτιχ, και πολλοί άλλοι, συμμετείχαν ενεργά σε μια μακρά θεωρητική συζήτηση για τη στρατηγική του εργατικού και του αριστερού κινήματος. Αιτία για τις σχετικές αναζητήσεις ήταν αφ’ ενός νέα φαινόμενα του καπιταλισμού που απαιτούσαν κοινά αποδεκτές ερμηνείες, όπως τα καρτέλ, τα μονοπώλια, η αποικιοκρατία, ο ιμπεριαλισμός, και αφ’ ετέρου πολιτικά διλήμματα σε σχέση με τη στρατηγική και την τακτική των αριστερών δυνάμεων, όπως η στάση απέναντι στον πόλεμο, την αυτοδιάθεση των λαών και άλλα ζητήματα που ανέδειχνε η πρακτική δράση. Μια πτυχή της θεωρητικής παραγωγής της περιόδου ήσαν και οι λεγόμενες κλασικές θεωρίες για τον ιμπεριαλισμό.
Οι κλασικές θεωρίες
Έναν αιώνα μετά, στο έδαφος πολύ διαφορετικών συνθηκών, μπορούμε να πούμε πως η δράση της Αριστεράς συναντάται πάλι με μεγάλα θεωρητικά ερωτήματα και πολιτικά διλήμματα, που μόνο με ένα διπλό και συγχρονισμένο άλμα στο πεδίο της θεωρητικής έρευνας και σε εκείνο της πρακτικής δράσης μπορούν να αντιμετωπισθούν με επιτυχία.
Το βιβλίο των Γιάννη Μηλιού και Δημήτρη Σωτηρόπουλου πραγματεύεται θέματα που βρίσκονται στον πυρήνα αυτής της ανάγκης. Το βιβλίο αυτό δεν αποτελεί μια ακόμη μελέτη για κάποια ειδική πτυχή του ιμπεριαλισμού, αλλά φιλοδοξεί να θέσει σε νέα βάση συνολικά τη σχετική συζήτηση.
Είναι γεγονός ότι το έργο του Μαρξ, με βάση το διάγραμμα που ο ίδιος είχε εκθέσει στην «κριτική της πολιτικής οικονομίας», δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί. Το έργο του, λοιπόν, ειδικά στο ζήτημα του ιμπεριαλισμού και του κράτους, ήταν ανοιχτό σε περαιτέρω ανάπτυξη και συμπληρώσεις. Το κενό αυτό ήλθαν να καλύψουν οι κλασικές θεωρίες για τον ιμπεριαλισμό. Όμως οι θεωρίες αυτές διαμορφώθηκαν υπό την πίεση των γεγονότων, με δάνεια μερικές φορές από επικρατούσες απόψεις της εποχής, παρά με εμβάθυνση στο έργο του Μαρξ και στις μεθοδολογικές βάσεις που ο ίδιος έθεσε.
Έτσι οι θεωρίες αυτές, μαζί με τη θετική συνεισφορά τους, είχαν και αρνητικές παρενέργειες: απέδωσαν τον ιμπεριαλισμό στα «αδιέξοδα» του καπιταλισμού και όχι σε εγγενείς τάσεις του, τροφοδότησαν έτσι τάσεις καταστροφολογικές και, στη βάση αυτή, ανήγγειλαν πρόωρα το άμεσο τέλος του καπιταλισμού. Οι συγγραφείς λοιπόν θέλουν κατά κάποιον τρόπο να πιάσουν το νήμα της σχετικής συζήτησης από την αρχή.
Προς μια νέα θεώρηση
Κεντρική θέση των συγγραφέων είναι ότι ο ιμπεριαλισμός δεν είναι προϊόν ενός ορισμένου σταδίου του καπιταλισμού, αλλά αποτελεί μορφή εκδήλωσης επεκτατικών τάσεων που είναι ενδογενείς και χαρακτηρίζουν κάθε καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό. Το καπιταλιστικό κράτος δεν ενεργεί ως «εργαλείο» των μονοπωλίων για την υποστήριξη κάποιων ιδιαίτερων επεκτατικών σχεδίων των τελευταίων, αλλά λειτουργεί ως εκφραστής του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, ως εγγυητής του γενικού (καπιταλιστικού) συμφέροντος και ως φορέας της εν λόγω ενδογενούς επεκτατικής τάσης. Κρίσιμα στοιχεία επομένως στην προτεινόμενη ερμηνεία του ιμπεριαλισμού είναι η θεωρία του «συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου» και του κράτους.
Αυτό που αλλάζει βεβαίως ιστορικά είναι η ένταση, η πυκνότητα και οι μορφές που λαμβάνουν αυτές οι επεκτατικές τάσεις. Για παράδειγμα, ενώ αρχικά ο ιμπεριαλισμός προϋπέθετε την κατάλυση ή την άρνηση της εθνικής ανεξαρτησίας (αποικιακός ιμπεριαλισμός), στη συνέχεια η ύπαρξη ανεξάρτητων εθνικών κρατών όχι μόνο δεν εμποδίζει την ανάπτυξη του ιμπεριαλισμού αλλά και τη διευκολύνει. Επίσης σποραδικές εκδηλώσεις αρχικά αυτών των επεκτατικών τάσεων, με τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου και τη διαμόρφωση της παγκόσμιας αγοράς, συστηματοποιούνται, γίνονται τρόπος ύπαρξης και όρος αναπαραγωγής του καπιταλισμού. Αυτή η προσέγγιση οδηγεί σε ουσιώδεις αναθεωρήσεις των κλασικών θεωριών για τον ιμπεριαλισμό. Βρίσκεται σε αντιπαράθεση με θεωρίες που θέτουν σε δεύτερη μοίρα την ταξική πάλη στο εσωτερικό των κοινωνικών σχηματισμών, όπως οι θεωρίες «Μητρόπολη - Περιφέρεια». Διαφοροποιείται από απόψεις περί «νέου ιμπεριαλισμού», οι οποίες, κατά τους συγγραφείς, αναπαράγουν τις αντιφάσεις και τα λάθη των κλασικών θεωριών. Είναι προφανές πως εδώ ανοίγουν θέματα που απαιτούν περαιτέρω συζήτηση η οποία υπερβαίνει τους στόχους αυτής της παρουσίασης. Το βέβαιο όμως, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι η νέα προσέγγιση, που προτείνουν οι συγγραφείς, απελευθερώνει ακριβώς μια τέτοια συζήτηση από τις σχηματοποιήσεις του παρελθόντος, μας επιτρέπει να συνειδητοποιήσουμε το αυτονόητο, ότι δηλαδή οι μορφές του ιμπεριαλισμού και οι μέθοδοί του δεν έπαψαν να εξελίσσονται, και ότι μια σύγχρονη στρατηγική της Αριστεράς πρέπει να θεμελιωθεί ακριβώς στη βάση των νέων δεδομένων.
Οι συγγραφείς, χωρίς να επεκτείνονται στα επιμέρους στοιχεία, φωτίζουν αρκετά από τα προαπαιτούμενα μιας τέτοιας στρατηγικής. Σημαντική από την άποψη αυτή είναι και η θέση τους ως προς την έννοια και τον τρόπο συγκρότησης της «παγκόσμιας οικονομίας», όχι ως ενιαία δομή (με ενιαίες παγκόσμιες κοινωνικές τάξεις) αλλά ως μια σύνθετη συνάρθρωση άνισων και άνισα αναπτυσσόμενων κοινωνικών σχηματισμών, με εσωτερικές ιεραρχήσεις, με σχέσεις αντιπαλότητας αλλά και συνεργασίας, ως μια «αλυσίδα» με ισχυρούς και αδύναμους κρίκους, όπως εύστοχα και παραστατικά απεικόνισε ο Λένιν το διεθνές σύστημα. Διαφοροποιούνται έτσι οι συγγραφείς από απόψεις που υποστηρίζουν ότι μέσω της παγκοσμιοποίησης επέρχεται η «ομογενοποίηση», ή άλλες που αποδίδουν αυτοκρατορικές ιδιότητες και λειτουργίες όχι στο σύστημα συνολικά αλλά σε κάποιον από τους κρίκους του. Αυτές και άλλες θεωρητικές προσεγγίσεις και συμβολές των συγγραφέων βοηθούν στον προσανατολισμό της συζήτησης στα πραγματικά επίδικα.
Οι εθνικοί και οι διεθνείς όροι
Ένα τέτοιο κρίσιμο ζήτημα είναι ο συσχετισμός ανάμεσα στους εθνικούς και τους διεθνείς όρους μιας αριστερής στρατηγικής στην εποχή μας. Οι συγγραφείς ορθά υποστηρίζουν την πρωταρχικότητα των εσωτερικών συσχετισμών και την πάλη για την ανατροπή τους στο εσωτερικό του κάθε κοινωνικού σχηματισμού, θέση άλλωστε που υποστήριξαν οι Μαρξ και Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Όμως, συμπληρώνουν, οι εσωτερικοί όροι και συσχετισμοί δεν διαμορφώνονται ερήμην των διεθνών συνθηκών. Οι παγκόσμιοι συσχετισμοί δεν αποτελούν μόνο ένα «εξωτερικό όριο» στους εσωτερικούς συσχετισμούς, αλλά εσωτερικεύονται με διάφορους τρόπους, και τελικά τους επικαθορίζουν. Ειδικά στις μέρες μας, ο νεοφιλελευθερισμός συνιστά μια μορφή ηγεμονίας του κεφαλαίου, και στη βάση του έχει οικοδομηθεί ένα σύστημα ελέγχου, εποπτείας και πειθάρχησης των ατομικών κεφαλαίων και των εθνικών οικονομιών, που με διαφορετικές μορφές και μηχανισμούς λειτουργεί όχι μόνο εντός της Ε.Ε. αλλά και εκτός αυτής. Η διαπλοκή έτσι εθνικών και διεθνών, εσωτερικών και εξωτερικών όρων γίνεται πιο πυκνή και πιο ισχυρή.
Υπό τις συνθήκες αυτές δεν είναι καθόλου αυτονόητο -για να έλθουμε σε ένα ζήτημα της επικαιρότητας- ότι μια καπιταλιστική Ελλάδα θα έχει μεγαλύτερους βαθμούς ελευθερίας στην άσκηση πολιτικής εκτός ευρώ, ούτε είναι βέβαιο ότι οι εργαζόμενοι θα μπορέσουν σε μια τέτοια περίπτωση να αποφύγουν περαιτέρω επιδείνωση της θέσης τους. Και τούτο γιατί οι βαθμοί ελευθερίας στην άσκηση της πολιτικής δεν καθορίζονται μονομερώς, αλλά εξαρτώνται από αλλαγή των συσχετισμών, τόσο σε εθνικά όσο και ευρύτερα, διεθνή πλαίσια. Αν συμβεί το πρώτο χωρίς το δεύτερο, μια νίκη σε εθνικά πλαίσια μπορεί να επιτευχθεί, αλλά για να είναι βιώσιμη θα πρέπει να εντάσσεται σ’ ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό και διεθνές αριστερό σχέδιο ή να είναι σε θέση να πυροδοτήσει μια ευρύτερη δυναμική κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών.
Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι λοιπόν αν, πότε, ή πώς θα φύγουμε από το ευρώ και την Ε.Ε., αλλά πώς θα αλλάξουμε τους συσχετισμούς σε Ελλάδα και Ευρώπη, πώς η Αριστερά θα αποκτήσει ενότητα στη δράση της και ηγεμονία στην πάλη των ιδεών, πώς, παρουσιάζοντας ένα δικό της «αριστερό ευρωπαϊκό σχέδιο», θα δώσει τη δική της προοπτική στους λαούς της Ευρώπης, πώς στη βάση αυτή θα ηττηθεί ο νεοφιλελευθερισμός και θα ανοίξει ο δρόμος για τους ώριμους μετασχηματισμούς στη χώρα μας και γενικότερα στην Ευρώπη και τον κόσμο. Αν όμως η παραγνώριση των διεθνών συνθηκών και συσχετισμών είναι μια σημαντική πηγή στρατηγικών λαθών, η παραίτηση από την πάλη για την ανατροπή των συσχετισμών στο εσωτερικό του κάθε κοινωνικού σχηματισμού ή η παθητική αναμονή, μέχρι να αλλάξουν οι καταστάσεις διεθνώς, δεν συνιστά λύση αλλά οδηγεί αμαχητί στην πλήρη υποταγή.
Μέσα από το παράδειγμα αυτό, που δεν είναι το μοναδικό, φάνηκε, πιστεύω, πως οι διαμάχες γύρω από το ερώτημα «ευρώ ή δραχμή», στο χώρο της Αριστεράς, υποκρύπτουν ερωτήματα, διλήμματα ή απορίες που αφορούν στο περιεχόμενο της αριστερής στρατηγικής αλλά και του ίδιου του σοσιαλισμού στην εποχή μας. Αυτό δεν είναι παράδοξο. Παράδοξη θα ήταν η εμμονή στη συγκάλυψη των πραγματικών ερωτημάτων αντί της ανοιχτής συζήτησης, με στόχο τη βαθύτερη κατανόηση των προβλημάτων, την αναζήτηση των καλύτερων δυνατών λύσεων και την υπέρβαση των διαφορών. Το βιβλίο των Μηλιού και Σωτηρόπουλου αποτελεί μια ουσιαστική συμβολή σε μια τέτοια συζήτηση.
*Ο Γιάννης Δραγασάκης είναι οικονομολόγος και πρώην βουλευτής του ΣΥΝ.
Οι κλασικές θεωρίες
Έναν αιώνα μετά, στο έδαφος πολύ διαφορετικών συνθηκών, μπορούμε να πούμε πως η δράση της Αριστεράς συναντάται πάλι με μεγάλα θεωρητικά ερωτήματα και πολιτικά διλήμματα, που μόνο με ένα διπλό και συγχρονισμένο άλμα στο πεδίο της θεωρητικής έρευνας και σε εκείνο της πρακτικής δράσης μπορούν να αντιμετωπισθούν με επιτυχία.
Το βιβλίο των Γιάννη Μηλιού και Δημήτρη Σωτηρόπουλου πραγματεύεται θέματα που βρίσκονται στον πυρήνα αυτής της ανάγκης. Το βιβλίο αυτό δεν αποτελεί μια ακόμη μελέτη για κάποια ειδική πτυχή του ιμπεριαλισμού, αλλά φιλοδοξεί να θέσει σε νέα βάση συνολικά τη σχετική συζήτηση.
Είναι γεγονός ότι το έργο του Μαρξ, με βάση το διάγραμμα που ο ίδιος είχε εκθέσει στην «κριτική της πολιτικής οικονομίας», δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί. Το έργο του, λοιπόν, ειδικά στο ζήτημα του ιμπεριαλισμού και του κράτους, ήταν ανοιχτό σε περαιτέρω ανάπτυξη και συμπληρώσεις. Το κενό αυτό ήλθαν να καλύψουν οι κλασικές θεωρίες για τον ιμπεριαλισμό. Όμως οι θεωρίες αυτές διαμορφώθηκαν υπό την πίεση των γεγονότων, με δάνεια μερικές φορές από επικρατούσες απόψεις της εποχής, παρά με εμβάθυνση στο έργο του Μαρξ και στις μεθοδολογικές βάσεις που ο ίδιος έθεσε.
Έτσι οι θεωρίες αυτές, μαζί με τη θετική συνεισφορά τους, είχαν και αρνητικές παρενέργειες: απέδωσαν τον ιμπεριαλισμό στα «αδιέξοδα» του καπιταλισμού και όχι σε εγγενείς τάσεις του, τροφοδότησαν έτσι τάσεις καταστροφολογικές και, στη βάση αυτή, ανήγγειλαν πρόωρα το άμεσο τέλος του καπιταλισμού. Οι συγγραφείς λοιπόν θέλουν κατά κάποιον τρόπο να πιάσουν το νήμα της σχετικής συζήτησης από την αρχή.
Προς μια νέα θεώρηση
Κεντρική θέση των συγγραφέων είναι ότι ο ιμπεριαλισμός δεν είναι προϊόν ενός ορισμένου σταδίου του καπιταλισμού, αλλά αποτελεί μορφή εκδήλωσης επεκτατικών τάσεων που είναι ενδογενείς και χαρακτηρίζουν κάθε καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό. Το καπιταλιστικό κράτος δεν ενεργεί ως «εργαλείο» των μονοπωλίων για την υποστήριξη κάποιων ιδιαίτερων επεκτατικών σχεδίων των τελευταίων, αλλά λειτουργεί ως εκφραστής του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, ως εγγυητής του γενικού (καπιταλιστικού) συμφέροντος και ως φορέας της εν λόγω ενδογενούς επεκτατικής τάσης. Κρίσιμα στοιχεία επομένως στην προτεινόμενη ερμηνεία του ιμπεριαλισμού είναι η θεωρία του «συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου» και του κράτους.
Αυτό που αλλάζει βεβαίως ιστορικά είναι η ένταση, η πυκνότητα και οι μορφές που λαμβάνουν αυτές οι επεκτατικές τάσεις. Για παράδειγμα, ενώ αρχικά ο ιμπεριαλισμός προϋπέθετε την κατάλυση ή την άρνηση της εθνικής ανεξαρτησίας (αποικιακός ιμπεριαλισμός), στη συνέχεια η ύπαρξη ανεξάρτητων εθνικών κρατών όχι μόνο δεν εμποδίζει την ανάπτυξη του ιμπεριαλισμού αλλά και τη διευκολύνει. Επίσης σποραδικές εκδηλώσεις αρχικά αυτών των επεκτατικών τάσεων, με τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου και τη διαμόρφωση της παγκόσμιας αγοράς, συστηματοποιούνται, γίνονται τρόπος ύπαρξης και όρος αναπαραγωγής του καπιταλισμού. Αυτή η προσέγγιση οδηγεί σε ουσιώδεις αναθεωρήσεις των κλασικών θεωριών για τον ιμπεριαλισμό. Βρίσκεται σε αντιπαράθεση με θεωρίες που θέτουν σε δεύτερη μοίρα την ταξική πάλη στο εσωτερικό των κοινωνικών σχηματισμών, όπως οι θεωρίες «Μητρόπολη - Περιφέρεια». Διαφοροποιείται από απόψεις περί «νέου ιμπεριαλισμού», οι οποίες, κατά τους συγγραφείς, αναπαράγουν τις αντιφάσεις και τα λάθη των κλασικών θεωριών. Είναι προφανές πως εδώ ανοίγουν θέματα που απαιτούν περαιτέρω συζήτηση η οποία υπερβαίνει τους στόχους αυτής της παρουσίασης. Το βέβαιο όμως, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι η νέα προσέγγιση, που προτείνουν οι συγγραφείς, απελευθερώνει ακριβώς μια τέτοια συζήτηση από τις σχηματοποιήσεις του παρελθόντος, μας επιτρέπει να συνειδητοποιήσουμε το αυτονόητο, ότι δηλαδή οι μορφές του ιμπεριαλισμού και οι μέθοδοί του δεν έπαψαν να εξελίσσονται, και ότι μια σύγχρονη στρατηγική της Αριστεράς πρέπει να θεμελιωθεί ακριβώς στη βάση των νέων δεδομένων.
Οι συγγραφείς, χωρίς να επεκτείνονται στα επιμέρους στοιχεία, φωτίζουν αρκετά από τα προαπαιτούμενα μιας τέτοιας στρατηγικής. Σημαντική από την άποψη αυτή είναι και η θέση τους ως προς την έννοια και τον τρόπο συγκρότησης της «παγκόσμιας οικονομίας», όχι ως ενιαία δομή (με ενιαίες παγκόσμιες κοινωνικές τάξεις) αλλά ως μια σύνθετη συνάρθρωση άνισων και άνισα αναπτυσσόμενων κοινωνικών σχηματισμών, με εσωτερικές ιεραρχήσεις, με σχέσεις αντιπαλότητας αλλά και συνεργασίας, ως μια «αλυσίδα» με ισχυρούς και αδύναμους κρίκους, όπως εύστοχα και παραστατικά απεικόνισε ο Λένιν το διεθνές σύστημα. Διαφοροποιούνται έτσι οι συγγραφείς από απόψεις που υποστηρίζουν ότι μέσω της παγκοσμιοποίησης επέρχεται η «ομογενοποίηση», ή άλλες που αποδίδουν αυτοκρατορικές ιδιότητες και λειτουργίες όχι στο σύστημα συνολικά αλλά σε κάποιον από τους κρίκους του. Αυτές και άλλες θεωρητικές προσεγγίσεις και συμβολές των συγγραφέων βοηθούν στον προσανατολισμό της συζήτησης στα πραγματικά επίδικα.
Οι εθνικοί και οι διεθνείς όροι
Ένα τέτοιο κρίσιμο ζήτημα είναι ο συσχετισμός ανάμεσα στους εθνικούς και τους διεθνείς όρους μιας αριστερής στρατηγικής στην εποχή μας. Οι συγγραφείς ορθά υποστηρίζουν την πρωταρχικότητα των εσωτερικών συσχετισμών και την πάλη για την ανατροπή τους στο εσωτερικό του κάθε κοινωνικού σχηματισμού, θέση άλλωστε που υποστήριξαν οι Μαρξ και Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Όμως, συμπληρώνουν, οι εσωτερικοί όροι και συσχετισμοί δεν διαμορφώνονται ερήμην των διεθνών συνθηκών. Οι παγκόσμιοι συσχετισμοί δεν αποτελούν μόνο ένα «εξωτερικό όριο» στους εσωτερικούς συσχετισμούς, αλλά εσωτερικεύονται με διάφορους τρόπους, και τελικά τους επικαθορίζουν. Ειδικά στις μέρες μας, ο νεοφιλελευθερισμός συνιστά μια μορφή ηγεμονίας του κεφαλαίου, και στη βάση του έχει οικοδομηθεί ένα σύστημα ελέγχου, εποπτείας και πειθάρχησης των ατομικών κεφαλαίων και των εθνικών οικονομιών, που με διαφορετικές μορφές και μηχανισμούς λειτουργεί όχι μόνο εντός της Ε.Ε. αλλά και εκτός αυτής. Η διαπλοκή έτσι εθνικών και διεθνών, εσωτερικών και εξωτερικών όρων γίνεται πιο πυκνή και πιο ισχυρή.
Υπό τις συνθήκες αυτές δεν είναι καθόλου αυτονόητο -για να έλθουμε σε ένα ζήτημα της επικαιρότητας- ότι μια καπιταλιστική Ελλάδα θα έχει μεγαλύτερους βαθμούς ελευθερίας στην άσκηση πολιτικής εκτός ευρώ, ούτε είναι βέβαιο ότι οι εργαζόμενοι θα μπορέσουν σε μια τέτοια περίπτωση να αποφύγουν περαιτέρω επιδείνωση της θέσης τους. Και τούτο γιατί οι βαθμοί ελευθερίας στην άσκηση της πολιτικής δεν καθορίζονται μονομερώς, αλλά εξαρτώνται από αλλαγή των συσχετισμών, τόσο σε εθνικά όσο και ευρύτερα, διεθνή πλαίσια. Αν συμβεί το πρώτο χωρίς το δεύτερο, μια νίκη σε εθνικά πλαίσια μπορεί να επιτευχθεί, αλλά για να είναι βιώσιμη θα πρέπει να εντάσσεται σ’ ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό και διεθνές αριστερό σχέδιο ή να είναι σε θέση να πυροδοτήσει μια ευρύτερη δυναμική κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών.
Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι λοιπόν αν, πότε, ή πώς θα φύγουμε από το ευρώ και την Ε.Ε., αλλά πώς θα αλλάξουμε τους συσχετισμούς σε Ελλάδα και Ευρώπη, πώς η Αριστερά θα αποκτήσει ενότητα στη δράση της και ηγεμονία στην πάλη των ιδεών, πώς, παρουσιάζοντας ένα δικό της «αριστερό ευρωπαϊκό σχέδιο», θα δώσει τη δική της προοπτική στους λαούς της Ευρώπης, πώς στη βάση αυτή θα ηττηθεί ο νεοφιλελευθερισμός και θα ανοίξει ο δρόμος για τους ώριμους μετασχηματισμούς στη χώρα μας και γενικότερα στην Ευρώπη και τον κόσμο. Αν όμως η παραγνώριση των διεθνών συνθηκών και συσχετισμών είναι μια σημαντική πηγή στρατηγικών λαθών, η παραίτηση από την πάλη για την ανατροπή των συσχετισμών στο εσωτερικό του κάθε κοινωνικού σχηματισμού ή η παθητική αναμονή, μέχρι να αλλάξουν οι καταστάσεις διεθνώς, δεν συνιστά λύση αλλά οδηγεί αμαχητί στην πλήρη υποταγή.
Μέσα από το παράδειγμα αυτό, που δεν είναι το μοναδικό, φάνηκε, πιστεύω, πως οι διαμάχες γύρω από το ερώτημα «ευρώ ή δραχμή», στο χώρο της Αριστεράς, υποκρύπτουν ερωτήματα, διλήμματα ή απορίες που αφορούν στο περιεχόμενο της αριστερής στρατηγικής αλλά και του ίδιου του σοσιαλισμού στην εποχή μας. Αυτό δεν είναι παράδοξο. Παράδοξη θα ήταν η εμμονή στη συγκάλυψη των πραγματικών ερωτημάτων αντί της ανοιχτής συζήτησης, με στόχο τη βαθύτερη κατανόηση των προβλημάτων, την αναζήτηση των καλύτερων δυνατών λύσεων και την υπέρβαση των διαφορών. Το βιβλίο των Μηλιού και Σωτηρόπουλου αποτελεί μια ουσιαστική συμβολή σε μια τέτοια συζήτηση.
*Ο Γιάννης Δραγασάκης είναι οικονομολόγος και πρώην βουλευτής του ΣΥΝ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου