Ο διεθνής θρήνος που προκάλεσε ο θάνατος του μεγάλου Έλληνα σκηνοθέτη ήταν αναμενόμενος
O Θόδωρος Αγγελόπουλος με τον Χρυσό Φοίνικα για την ταινία «Μια αιωνιότητα και μια μέρα» στο Φεστιβάλ Καννών του 1998 φωτογραφια: reuters/jacques munch
«Τι ξέρουμε για την Ελλάδα του 20ού αιώνα;» αναρωτιέται ο Φράνκο Κορντέλι στο κείμενό του με τίτλο «Η "σκηνοθεσία" του Αγγελόπουλου» που δημοσιεύθηκε στη σπουδαία έκδοση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και των εκδόσεων Καστανιώτη για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο με αφορμή ένα μεγάλο αφιέρωμα στο έργο του. «Δεν έχουμε πολλά "στοιχεία": τρεις μεγάλους ποιητές (Καβάφης, Σεφέρης, Ρίτσος), δύο πεζογράφους (ο Durrell του "Tune" και του "Nunquam", ο Τσίρκας των "Ακυβέρνητων πολιτειών") και έναν σκηνοθέτη, τον Θόδωρο Αγγελόπουλο».
Αν και ο Κορντέλι είναι μάλλον ισοπεδωτικός αδιαφορώντας για πρόσωπα όπως ο Μιχάλης Κακογιάννης και η Μελίνα Μερκούρη, το γεγονός της παγκόσμιας αναγνώρισης του Αγγελόπουλου παραμένει αδιαμφισβήτητο. Η ανταπόκριση όλων των μεγάλων ΜΜΕ για τον θάνατό του εξηγείται από την απήχηση που δεν έπαψε ποτέ να έχει το έργο του πέρα από τα σύνορα της Ελλάδας. Πραγματικά πρωτοφανής, αφού για κανέναν άλλον έλληνα καλλιτέχνη των τελευταίων 40 χρόνων δεν έχουν γραφτεί τόσο πολλές λέξεις, δεν έχουν εκδοθεί τόσο πολλά βιβλία σε τόσες διαφορετικές χώρες του κόσμου. Ο θάνατός του σημαίνει ότι χάθηκε ο σημαντικότερος σύγχρονος πρεσβευτής του ελληνικού πολιτισμού στο εξωτερικό.
Οι ταινίες του Αγγελόπουλου έχουν αφήσει τα ίχνη τους από την Ευρώπη ως την Αμερική και από την Αυστραλία ως την Ιαπωνία, γιατί «στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου αλλά και στην ιστορία της Ελλάδας οι ταινίες του σήμαναν την εμφάνιση μιας άλλης ματιάς», όπως αναφέρει ο Μισέλ Γκροντάν στο κείμενό του «Αποσπάσματα για πολλαπλές αναγνώσεις του κινηματογράφου του Θόδωρου Αγγελόπουλου».
«Τα πολιτικά και συναισθηματικά στοιχήματα αυτών των ταινιών, ως μέσα ανάλυσης μιας εθνικής ιστορίας που ως τότε ήταν όχι μόνο απαγορευμένη αλλά και αδιανόητη, συμβαδίζουν με την αισθητική τους σπουδαιότητα, δείχνουν μια αλλαγή στις σχέσεις με την κοινωνία. Ο Αγγελόπουλος δεν ξεχνά ποτέ το μεγάλο βάρος της υπερδομής στην Ελλάδα και θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι το έργο του είναι κι αυτό μια εξερεύνηση της "ηπείρου της ηθικής", όπως την αποκαλούσε ο Νίτσε» γράφει ο Γκροντέντ. «Το ταλέντο του Αγγελόπουλου είναι ότι μέσα στις ταινίες του κατάφερε να δημιουργήσει ένα ενιαίο περιβάλλον που ανταποκρίνεται στο γενικό περιβάλλον του κοινωνικού συστήματος στο οποίο ζει. Κατάφερε να εξερευνήσει τα όρια του πολιτισμού του».
Ανασύροντας στη μνήμη εικόνες από την «Αναπαράσταση», τον «Θίασο», τις «Μέρες του '36», τους «Κυνηγούς», τον «Μεγαλέξανδρο», το «Ταξίδι στα Κύθηρα», το «Τοπίο στην ομίχλη», το «Μετέωρο βήμα του πελαργού» και αργότερα το «Βλέμμα του Οδυσσέα», την «Αιωνιότητα και μια μέρα», το «Λιβάδι που δακρύζει» και τη «Σκόνη του χρόνου», βλέπουμε ότι στη γνώμη του θεωρητικού του κινηματογράφου Τζέιμς Ρέντφιλντ συμπυκνώνεται το μεγαλείο του σινεμά του Αγγελόπουλου.
Τον ακολουθούσε πάντα ο Μπρεχτ
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γεννήθηκε το 1936, τη χρονιά που ο Ιωάννης Μεταξάς επέβαλε τη δικτατορία του. Το 1945 η Απελευθέρωση σηματοδοτεί για την Ελλάδα την απαρχή μιας νέας κατοχής, όταν τα βρετανικά και στη συνέχεια τα αμερικανικά στρατεύματα παίρνουν τη θέση των ηττημένων γερμανικών στρατιών. Ο εμφύλιος πόλεμος σπαράσσει την ελληνική κοινωνία και μερικά χρόνια αργότερα, το 1967, γίνεται το πραξικόπημα και οι συνταγματάρχες καταλαμβάνουν την εξουσία.
Στα 38 του τότε ο Αγγελόπουλος με τις πρώτες ταινίες του, την «Αναπαράσταση» (1970) και τις «Μέρες του '36» (1972), «προσπαθεί να σκηνοθετήσει τη σιωπή που επέβαλλαν στον ελληνικό λαό οι διαδοχικές δικτατορίες» γράφει η Σιλβί Ρολέ. «Με τον "Θίασο" όμως» συνεχίζει η Ρολέ μιλώντας για την ταινία που έκανε τον Αγγελόπουλο γνωστό τοις πάσι «ο Αγγελόπουλος θέλει να αποτίσει φόρο τιμής στη μνήμη».
Για τον ίδιο άλλωστε τα πρόσωπα του «Θιάσου» «δεν έχουν ενδιαφέρον ως χαρακτήρες αλλά ως φορείς. Ετσι όπως θα τους αντιμετώπιζε ένα επικό έργο, αν γινόταν μια αντιστοιχία με το επικό θέατρο του Μπρεχτ, όπου δεν υπάρχουν ψυχολογικές ερμηνείες» (απόσπασμα από συνέντευξή του στουςΜισέλ Δημόπουλο και Φρίντα Λιάππα). Ο Μπρεχτ τον ακολουθούσε πάντα, στον «Μεγαλέξανδρο» αλλά και στην τελευταία, ανολοκλήρωτη ταινία του, την «Αλλη θάλασσα».
Με έμπνευση από το θέατρο
Οι αρχαίοι μύθοι και το αρχαίο θέατρο, όπως άλλωστε το θέατρο γενικότερα, αποτελούσαν πηγές έμπνευσης του Αγγελόπουλου, ο οποίος υιοθετούσε τη θεατρική φόρμα για να εκφραστεί με το δικό του, εντελώς προσωπικό (και για πολλούς παρεξηγημένο) ύφος των αργών και μεγάλων πλάνων που έστηναν οι κάμερες του Γιώργου Αρβανίτη και αργότερα του Ανδρέα Σινάνου. «Για να προσεγγίσει την εικόνα-σύμβολο» γράφει ο Ανχέλ Κιντάνα στο κείμενό του «Εικόνα σύμβολο» «ο Αγγελόπουλος ξεκινά από την παρατήρηση των τρόπων αναπαράστασης των τυπικών τα οποία διέπουν την πραγματικότητα για να καταλήξει αποδομώντας από μια κριτική και αποστασιοποιημένη θέση την ίδια του την πραγματικότητα. Το να μιλάει με παραβολές προκειμένου να μπορέσει να εξηγήσει την ουσία του ανθρώπινου πόνου είναι η μέθοδος που καθορίζει την κινηματογραφική δημιουργία του Θόδωρου Αγγελόπουλου».
Στο κείμενό του «Η δύναμις και η δόξα» ο Μάικλ Γουίλμινγκτον αποκαλεί τον Θόδωρο Αγγελόπουλο «ένα από τα μεγάλα, άλυτα μυστήρια του κινηματογράφου, έναν από αυτούς τους κινηματογραφιστές όπως ο Ταρκόφσκι, ο Μιζογκούτσι ή ο Οζου που υφαίνουν ένα μεγάλο μέρος της σταδιοδρομίας τους μακριά από τον αμερικανικό κινηματογράφο ώσπου να ξεσπάσουν πάνω μας με όλη τους τη δύναμη».
Οι χαρακτηριστικές εικόνες του Αγγελόπουλου «περιγράφουν την ιστορία της Ελλάδας σαν μια σειρά από αλληλένδετους πίνακες εποχών που εναλλάσσονται αδιάκοπα· σαν χώρο όπου το παρελθόν αντηχεί ως μέλλον (ακόμα και του παρόντος)» αναφέρει ο Βόλφραμ Σούτε στο κείμενό του για τον Αγγελόπουλο με τίτλο «Ενας τοπογράφος χρονοταξιδευτής».
http://www.tovima.gr
O Θόδωρος Αγγελόπουλος με τον Χρυσό Φοίνικα για την ταινία «Μια αιωνιότητα και μια μέρα» στο Φεστιβάλ Καννών του 1998 φωτογραφια: reuters/jacques munch
«Τι ξέρουμε για την Ελλάδα του 20ού αιώνα;» αναρωτιέται ο Φράνκο Κορντέλι στο κείμενό του με τίτλο «Η "σκηνοθεσία" του Αγγελόπουλου» που δημοσιεύθηκε στη σπουδαία έκδοση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και των εκδόσεων Καστανιώτη για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο με αφορμή ένα μεγάλο αφιέρωμα στο έργο του. «Δεν έχουμε πολλά "στοιχεία": τρεις μεγάλους ποιητές (Καβάφης, Σεφέρης, Ρίτσος), δύο πεζογράφους (ο Durrell του "Tune" και του "Nunquam", ο Τσίρκας των "Ακυβέρνητων πολιτειών") και έναν σκηνοθέτη, τον Θόδωρο Αγγελόπουλο».
Αν και ο Κορντέλι είναι μάλλον ισοπεδωτικός αδιαφορώντας για πρόσωπα όπως ο Μιχάλης Κακογιάννης και η Μελίνα Μερκούρη, το γεγονός της παγκόσμιας αναγνώρισης του Αγγελόπουλου παραμένει αδιαμφισβήτητο. Η ανταπόκριση όλων των μεγάλων ΜΜΕ για τον θάνατό του εξηγείται από την απήχηση που δεν έπαψε ποτέ να έχει το έργο του πέρα από τα σύνορα της Ελλάδας. Πραγματικά πρωτοφανής, αφού για κανέναν άλλον έλληνα καλλιτέχνη των τελευταίων 40 χρόνων δεν έχουν γραφτεί τόσο πολλές λέξεις, δεν έχουν εκδοθεί τόσο πολλά βιβλία σε τόσες διαφορετικές χώρες του κόσμου. Ο θάνατός του σημαίνει ότι χάθηκε ο σημαντικότερος σύγχρονος πρεσβευτής του ελληνικού πολιτισμού στο εξωτερικό.
Οι ταινίες του Αγγελόπουλου έχουν αφήσει τα ίχνη τους από την Ευρώπη ως την Αμερική και από την Αυστραλία ως την Ιαπωνία, γιατί «στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου αλλά και στην ιστορία της Ελλάδας οι ταινίες του σήμαναν την εμφάνιση μιας άλλης ματιάς», όπως αναφέρει ο Μισέλ Γκροντάν στο κείμενό του «Αποσπάσματα για πολλαπλές αναγνώσεις του κινηματογράφου του Θόδωρου Αγγελόπουλου».
«Τα πολιτικά και συναισθηματικά στοιχήματα αυτών των ταινιών, ως μέσα ανάλυσης μιας εθνικής ιστορίας που ως τότε ήταν όχι μόνο απαγορευμένη αλλά και αδιανόητη, συμβαδίζουν με την αισθητική τους σπουδαιότητα, δείχνουν μια αλλαγή στις σχέσεις με την κοινωνία. Ο Αγγελόπουλος δεν ξεχνά ποτέ το μεγάλο βάρος της υπερδομής στην Ελλάδα και θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι το έργο του είναι κι αυτό μια εξερεύνηση της "ηπείρου της ηθικής", όπως την αποκαλούσε ο Νίτσε» γράφει ο Γκροντέντ. «Το ταλέντο του Αγγελόπουλου είναι ότι μέσα στις ταινίες του κατάφερε να δημιουργήσει ένα ενιαίο περιβάλλον που ανταποκρίνεται στο γενικό περιβάλλον του κοινωνικού συστήματος στο οποίο ζει. Κατάφερε να εξερευνήσει τα όρια του πολιτισμού του».
Ανασύροντας στη μνήμη εικόνες από την «Αναπαράσταση», τον «Θίασο», τις «Μέρες του '36», τους «Κυνηγούς», τον «Μεγαλέξανδρο», το «Ταξίδι στα Κύθηρα», το «Τοπίο στην ομίχλη», το «Μετέωρο βήμα του πελαργού» και αργότερα το «Βλέμμα του Οδυσσέα», την «Αιωνιότητα και μια μέρα», το «Λιβάδι που δακρύζει» και τη «Σκόνη του χρόνου», βλέπουμε ότι στη γνώμη του θεωρητικού του κινηματογράφου Τζέιμς Ρέντφιλντ συμπυκνώνεται το μεγαλείο του σινεμά του Αγγελόπουλου.
Τον ακολουθούσε πάντα ο Μπρεχτ
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γεννήθηκε το 1936, τη χρονιά που ο Ιωάννης Μεταξάς επέβαλε τη δικτατορία του. Το 1945 η Απελευθέρωση σηματοδοτεί για την Ελλάδα την απαρχή μιας νέας κατοχής, όταν τα βρετανικά και στη συνέχεια τα αμερικανικά στρατεύματα παίρνουν τη θέση των ηττημένων γερμανικών στρατιών. Ο εμφύλιος πόλεμος σπαράσσει την ελληνική κοινωνία και μερικά χρόνια αργότερα, το 1967, γίνεται το πραξικόπημα και οι συνταγματάρχες καταλαμβάνουν την εξουσία.
Στα 38 του τότε ο Αγγελόπουλος με τις πρώτες ταινίες του, την «Αναπαράσταση» (1970) και τις «Μέρες του '36» (1972), «προσπαθεί να σκηνοθετήσει τη σιωπή που επέβαλλαν στον ελληνικό λαό οι διαδοχικές δικτατορίες» γράφει η Σιλβί Ρολέ. «Με τον "Θίασο" όμως» συνεχίζει η Ρολέ μιλώντας για την ταινία που έκανε τον Αγγελόπουλο γνωστό τοις πάσι «ο Αγγελόπουλος θέλει να αποτίσει φόρο τιμής στη μνήμη».
Για τον ίδιο άλλωστε τα πρόσωπα του «Θιάσου» «δεν έχουν ενδιαφέρον ως χαρακτήρες αλλά ως φορείς. Ετσι όπως θα τους αντιμετώπιζε ένα επικό έργο, αν γινόταν μια αντιστοιχία με το επικό θέατρο του Μπρεχτ, όπου δεν υπάρχουν ψυχολογικές ερμηνείες» (απόσπασμα από συνέντευξή του στουςΜισέλ Δημόπουλο και Φρίντα Λιάππα). Ο Μπρεχτ τον ακολουθούσε πάντα, στον «Μεγαλέξανδρο» αλλά και στην τελευταία, ανολοκλήρωτη ταινία του, την «Αλλη θάλασσα».
Με έμπνευση από το θέατρο
Οι αρχαίοι μύθοι και το αρχαίο θέατρο, όπως άλλωστε το θέατρο γενικότερα, αποτελούσαν πηγές έμπνευσης του Αγγελόπουλου, ο οποίος υιοθετούσε τη θεατρική φόρμα για να εκφραστεί με το δικό του, εντελώς προσωπικό (και για πολλούς παρεξηγημένο) ύφος των αργών και μεγάλων πλάνων που έστηναν οι κάμερες του Γιώργου Αρβανίτη και αργότερα του Ανδρέα Σινάνου. «Για να προσεγγίσει την εικόνα-σύμβολο» γράφει ο Ανχέλ Κιντάνα στο κείμενό του «Εικόνα σύμβολο» «ο Αγγελόπουλος ξεκινά από την παρατήρηση των τρόπων αναπαράστασης των τυπικών τα οποία διέπουν την πραγματικότητα για να καταλήξει αποδομώντας από μια κριτική και αποστασιοποιημένη θέση την ίδια του την πραγματικότητα. Το να μιλάει με παραβολές προκειμένου να μπορέσει να εξηγήσει την ουσία του ανθρώπινου πόνου είναι η μέθοδος που καθορίζει την κινηματογραφική δημιουργία του Θόδωρου Αγγελόπουλου».
Στο κείμενό του «Η δύναμις και η δόξα» ο Μάικλ Γουίλμινγκτον αποκαλεί τον Θόδωρο Αγγελόπουλο «ένα από τα μεγάλα, άλυτα μυστήρια του κινηματογράφου, έναν από αυτούς τους κινηματογραφιστές όπως ο Ταρκόφσκι, ο Μιζογκούτσι ή ο Οζου που υφαίνουν ένα μεγάλο μέρος της σταδιοδρομίας τους μακριά από τον αμερικανικό κινηματογράφο ώσπου να ξεσπάσουν πάνω μας με όλη τους τη δύναμη».
Οι χαρακτηριστικές εικόνες του Αγγελόπουλου «περιγράφουν την ιστορία της Ελλάδας σαν μια σειρά από αλληλένδετους πίνακες εποχών που εναλλάσσονται αδιάκοπα· σαν χώρο όπου το παρελθόν αντηχεί ως μέλλον (ακόμα και του παρόντος)» αναφέρει ο Βόλφραμ Σούτε στο κείμενό του για τον Αγγελόπουλο με τίτλο «Ενας τοπογράφος χρονοταξιδευτής».
http://www.tovima.gr