Γράφει: Νικόλ Λειβαδαρη
Παράταση αγωνίας παίρνει το θρίλερ της νέας «ευρω-διάσωσης» της χώρας μας μετά την ακύρωση του Eurogroup της Δευτέρας - ακύρωση, που οφείλεται στη διπλή καθυστέρηση των διαπραγματεύσεων τόσο για το «κούρεμα» του χρέους όσο και για τα νέα μέτρα που αξιώνει η τρόικα. Οι διαφωνίες για τη συμμετοχή του δημόσιου επίσημου τομέα (OSI) στην αναδιάρθρωση του χρέους είναι, σύμφωνα με τις πληροφορίες από τις Βρυξέλλες, η κομβική αιτία στην εμπλοκή, γεγονός που οδήγησε χθες τον πρόεδρο του Eurogroup κ. Ζαν Κλοντ Γιούνκερ να ανακοινώσει ότι η συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης που σχεδιαζόταν για τη Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου δεν θα πραγματοποιηθεί.Οπως είπε, είναι πιθανό να γίνει κάποια άλλη στιγμή εντός της επόμενης εβδομάδας, ενώ πολλά αναμένεται να κριθούν και στη συνάντηση που θα έχουν εκτάκτως στο Παρίσι τη Δευτέρα η καγκελάριος της Γερμανίας κυρία Ανγκελα Μέρκελ και ο πρόεδρος της Γαλλίας κ. Νικολά Σαρκοζί.
Σύμφωνα με όλες τις πληροφορίες, στο επίκεντρο της εμπλοκής παραμένουν οι διαφωνίες για τη συμμετοχή του δημόσιου, επίσημου τομέα (OSI) στο ελληνικό «κούρεμα» - μία προοπτική, που εξακολουθεί να συναντά τις ισχυρές αντιστάσεις της ΕΚΤ αλλά και του Βερολίνου.
Το ΔΝΤ επιμένει ότι μόνον η συμμετοχή των ιδιωτών, το PSI, δεν αρκεί για να καταστήσει βιώσιμο το ελληνικό χρέος έως το 2020 και επιβάλλεται είτε η συμμετοχή και της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών στο «κούρεμα», είτε η επιπλέον χρηματοδότηση της χώρας μας μέσω του δεύτερου «πακέτου» διάσωσης.
Υπό τα δεδομένα αυτά στις πυρετώδεις διαπραγματεύσεις μπαίνουν και νέες εναλλακτικές και, όπως ανέφεραν χθες πηγές της ΕΕ, συζητείται ξανά η αύξηση του νέου δανείου προς την Ελλάδα στα 145 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 15 δισ. ευρώ σε σχέση με την αρχικά συμφωνηθείσα βοήθεια των 130 δισ., κυρίως για να αντιμετωπιστούν οι ανάγκες επανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών.
Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ
Εως αργά χθες, ωστόσο, τα μηνύματα από το Βερολίνο έδειχναν ότι η γερμανική πλευρά δεν συζητά περαιτέρω χρηματοδότηση της χώρας μας και οι οιωνοί της εμπλοκής πύκνωσαν. Είναι ενδεικτικό, άλλωστε, ότι πριν καν την ανακοίνωση Γιούνκερ ο εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών είχε προαναγγείλει την αναβολή της συνεδρίασης του Eurogroup για το ελληνικό ζήτημα.
«Μέχρι στιγμή δεν υπάρχει πρόσκληση, ούτε έχει ανακοινωθεί (έκτακτο Eurogroup), ούτε έχει υπάρξει ειδοποίηση ότι θα διεξαχθεί τέτοια συνάντηση», δήλωσε ο Γερμανός εκπρόσωπος, προσθέτοντας: «Μία τέτοια συνάντηση θα είχε νόημα - αν έχει να κάνει με την Ελλάδα - μόνο αν έχουν διευθετηθεί όλα τα στοιχεία... Αυτό δεν έχει γίνει, έτσι δεν μπορούμε να μιλάμε για μία τέτοια συνάντηση».
Η ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ
Από την πλευρά του και ο εκπρόσωπος του επιτρόπου Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων κ. Ολι Ρεν, ο κ. Αμαντέου Αλταφάζ κατέστησε σαφές αργότερα ότι το Eurogroup θα συνεδριάσει όταν θα υπάρξει συνολική συμφωνία στην Αθήνα.
Ο κ. Αλταφάζ είπε ότι οι διαπραγματεύσεις με τον ιδιωτικό τομέα είναι εξαιρετικά περίπλοκες, αλλά υπάρχει ξεκάθαρη βούληση από όλες τις πλευρές να βρεθεί συμφωνία, σε εθελοντική βάση. Ο εκπρόσωπος του κ. Ρεν απέφυγε να σχολιάσει τις διαπραγματεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης, λέγοντας ότι οι συνομιλίες βρίσκονται σε εξέλιξη στην Αθήνα.
Υπενθύμισε, ωστόσο, την ανάγκη να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά: «Ενα από τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας είναι η απώλεια της ανταγωνιστικότητάς της την τελευταία δεκαετία». Ο κ. Αλταφάζ τόνισε ακόμη ότι όλα είναι αντικείμενο συζήτησης και ότι η τρόικα και οι ελληνικές Αρχές εξετάζουν όλους τους τομείς που έχουν επίπτωση στην ανταγωνιστικότητα της χώρας, συμπεριλαμβανομένων των μισθών στην αγορά εργασίας.
Σε ό,τι αφορά τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, ο εκπρόσωπος της Επιτροπής υποστήριξε ότι δεν υπάρχει διάσταση απόψεων ανάμεσα στο ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και δήλωσε: «Οταν έχουμε όλα τα στοιχεία στο τραπέζι, θα είμαστε σε θέση να κάνουμε τις εκτιμήσεις μας για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και να δούμε αν και κατά πόσο θα χρειαστεί η συμμετοχή του δημόσιου τομέα», ανέφερε ο κ. Αλταφάζ, υπενθυμίζοντας ότι στόχος είναι το ελληνικό χρέος να διαμορφωθεί στο επίπεδο του 120% του ΑΕΠ έως το 2020.
ΟΔΥΝΗΡΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Ο ίδιος επισήμανε και τα κενά τα οποία υπάρχουν στην εφαρμογή του πρώτου προγράμματος και κυρίως σε ό,τι αφορά τα δημοσιονομικά στοιχεία του 2011, ενώ κληθείς να σχολιάσει τις δηλώσεις του αξιωματούχου του ΔΝΤ κ. Πόουλ Τόμσεν, σχετικά με την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής που ακολουθείται στην Ελλάδα, δήλωσε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνωρίζει την κοινωνική επίδραση που έχει το πρόγραμμα προσαρμογής στη χώρα.
Επανέλαβε, ωστόσο, ότι «η Ελλάδα ζούσε πάνω από τις δυνατότητές της για πολλά χρόνια, πριν από την κρίση» και πρόσθεσε πως η διόρθωση αυτής της κατάστασης είναι, χωρίς αμφιβολία, μία οδυνηρή διαδικασία για ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Επισήμανε δε ότι η Επιτροπή προσπαθεί, με διάφορους τρόπους, να ενισχύσει την ελληνική κοινωνία, μέσω των ευρωπαϊκών κονδυλίων και των προγραμμάτων της ομάδας δράσης.