της Αγγέλικας Ψαρρά
Λόβις Κόρινθ, «Η αρπαγή των γυναικών», 1904
Είναι αλήθεια ότι δεν απομένουν να ειπωθούν και πολλά για την αδιανόητη διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών που παρακολουθήσαμε να κλείνει πανηγυρικά –όσο και συμβολικά– την προεκλογική εκστρατεία βασικών στελεχών της κυβέρνησης Παπαδήμου.
Παραμένει, ωστόσο, ένα κρίσιμο ζήτημα στο οποίο θα ήθελα να σταθώ: φοβούμαι πως η καταγγελία του συγκεκριμένου γεγονότος δεν αρκεί, αν δεν συνοδεύεται από μια προσπάθεια αποκρυπτογράφησης των συμφραζομένων που το κατέστησαν δυνατό — και, το χειρότερο, πολιτικά αποδοτικό. Εξηγούμαι: παρά τον πράγματι εξωφρενικό χαρακτήρα της, η διαπόμπευση δεν πρέπει να προσληφθεί ως προϊόν στιγμιαίας έμπνευσης κάποιου άρρωστου υπουργικού εγκεφάλου.
Θα έλεγα ότι υπήρξε η συμπύκνωση πολιτικών για το κέντρο της Αθήνας που προηγήθηκαν, η οποία ήρθε να προστεθεί σε σειρά ομοειδών κινήσεων, εξίσου προεκλογικών. Προεκλογικό θέαμα που «απέδωσε»: οι υπουργοί που το σκηνοθέτησαν διασώθηκαν, παρά τη συντριβή του κόμματός τους στη Β΄ περιφέρεια της Αθήνας.
Δεν πρέπει έτσι να αποσυνδέσουμε τις ανατριχιαστικές εικόνες που παρακολουθήσαμε από τους λόγους που επιστρατεύονται για να τις νομιμοποιήσουν: ότι, δηλαδή, οι «αλλοδαπές ιερόδουλες φορείς του AIDS» συνιστούν απειλή για την ελληνική κοινωνία, καθώς το πρόβλημα «ξέφυγε από το γκέτο» και πλέον «μολύνει τις ελληνικές οικογένειες». Κι ας μην υποτιμήσουμε την εμβέλεια των ισχυρισμών αυτών του όποιου Α. Λοβέρδου. Της ιδέας, για παράδειγμα, ότι η δημόσια υγεία είναι μια έννοια που προϋποθέτει αποκλεισμούς, ότι αφορά αποκλειστικά τους εκτός «γκέτο» αυτόχθονες. Αλλιώς, πώς θα ήταν δυνατόν να μεταμφιεστεί ο βιασμός διαρκείας γυναικών θυμάτων του τράφικινγκ σε πρόβλημα του εγχώριου νοικοκυραίου που «είχε την απρονοησία» να μη χρησιμοποιήσει προφυλακτικό; Και είναι ασφαλώς υποκριτικά όσα ακούστηκαν περί ενδεχόμενης ποινικοποίησης των πελατών –και μάλιστα εκείνων ειδικά των πελατών που επιζητούν την «απροφύλακτη» επαφή– την ώρα που οι αρμόδιες αρχές συλλαμβάνουν άρρωστες γυναίκες και τις διαπομπεύουν δίχως τον παραμικρό λόγο, ενώ δεν ασχολούνται ούτε στιγμή με τους προαγωγούς τους. Εύγλωττη η χλιαρή αντίδραση της Γενικής Γραμματείας Ισότητας, προδίδει ότι οι θεσμικοί λόγοι της περί ισότητας συμπλέουν κάποτε με τις παράλληλες ρατσιστικές και σεξιστικές πολιτικές των κυβερνητικών της εταίρων.
Περιττό να σημειώσω ότι, παρά την απίστευτη φλυαρία αρμοδίων και μη για την παράνομη πορνεία ως «υγειονομική» –και συνάμα «ηθική»–βόμβα, έγινε σαφές ότι δεν υπάρχει κανένα απολύτως σχέδιο για την αντιμετώπιση των εγκληματικών κυκλωμάτων που διακινούν γυναίκες στο κέντρο της Αθήνας. Ας θυμηθούμε την υποτιθέμενη αντιδικία για το μερίδιο της ευθύνης μεταξύ υπουργών και δημάρχου Αθηναίων. Κι ας δούμε πώς σκηνοθετήθηκε η υπόθεση από τα μέσα ενημέρωσης, κυρίως τα τηλεοπτικά: το «περιτύλιγμα» –οι γνώριμες αναπαραστάσεις απρόσωπων ημίγυμνων γυναικών σε τραβήγματα που παραπέμπουν ευθέως σε πορνογραφικό υλικό– ερχόταν για μια ακόμη φορά να «σχολιάσει» τα περιεχόμενα των συνοδευτικών συζητήσεων, υποβιβάζοντάς τες εντέλει σε νομιμοποιητικό καρύκευμα της εικόνας. Με τη διαφορά ότι τώρα, το ζητούμενο δεν ήταν απλώς η μετατροπή των θεατών σε ηδονοβλεψίες. Ήταν και η πρόσληψη του σώματος της πόρνης ως εστίας κοινωνικής μόλυνσης. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το AIDS ως όχημα ηθικού πανικού στη θέση που κάποτε διεκδίκησε η σύφιλη; Πιστεύω πως σήμερα η έμφαση δεν βρίσκεται τόσο στο φόβητρο της αρρώστιας όσο στην «αποκάλυψη» της ταυτότητας του υποτιθέμενου φορέα της: στην «αποκάλυψη» ότι ο κίνδυνος ελλοχεύει στο σώμα των μεταναστριών χωρίς χαρτιά, κοινώς των μεταναστριών.
Έχει πλέον διαφανεί ότι το λιντσάρισμα των οροθετικών γυναικών υπήρξε προσχηματικό. Εξίσου προσχηματική αποδεικνύεται η έμμονη επίκληση της ελληνικής οικογένειας και της ασφάλειάς της. Σε μια συγκυρία όπου η μετανάστευση φορτώνεται όλα σχεδόν τα δεινά της κρίσης, οι συγκεκριμένες γυναίκες δάνεισαν προς στιγμήν το πρόσωπό τους στον απαραίτητο ενόψει των εκλογών εσωτερικό εχθρό. Κι αν δεν προέκυψαν όλες «λαθραίες», μικρό το κακό. Οροθετικές και εξαρτημένες, το ίδιο κάνει. Οι ευάλωτες κατηγορίες ομογενοποιούνται εύκολα, καθώς τοποθετούνται εξ ορισμού στις παρυφές της κοινωνίας, υφίστανται δηλαδή μια διαδικασία απο-υποκειμενοποίησης, χάνουν την ανθρώπινη ιδιότητά τους, μετατρέπονται σε αναλώσιμα σώματα.
Με άλλα λόγια: την εποχή αυτή παρακολουθούμε και βιώνουμε –γιατί οι πολιτικοί λόγοι έχουν και τις απτές συνέπειές τους– την άνθηση σεξιστικών και ρατσιστικών λόγων, οι οποίοι σπανίως προσλαμβάνονται ως τέτοιοι. Κι αν κάποτε γίνεται αντιληπτή η ρατσιστική χροιά τους, οι σεξιστικές πτυχές τους παραμένουν αόρατες. Ας πάρουμε το παράδειγμα της Χρυσής Αυγής. Κι ας δεχθούμε ότι, κατά κάποιον τρόπο, η σχέση της εγκληματικής οργάνωσης με τον αντισημιτισμό και το ρατσισμό θεωρείται δεδομένη. Τι γίνεται με την αηδιαστική λατρεία του εμπόλεμου ανδρισμού με το στρατιωτικό βήμα και το ματσούκι στο χέρι; Μήπως τη σχετικοποιεί η εκλογή της Ελένης Ζαρούλια-Μιχαλολιάκου στο κοινοβούλιο;
Ασφαλώς και δεν αναφέρομαι στην ανάγκη αντίκρουσης ή «αποκάλυψης» –όπως είδα να συμβαίνει προεκλογικά– των αντιφεμινιστικών θέσεων της νεοναζιστικής οργάνωσης. Μου είναι σαφές ότι κουβέντα με ναζιστές και ναζίστριες δεν είναι νοητή. Εκείνο που σκέφτομαι είναι πως στους λόγους για τους οποίους ψηφίστηκε η Χρυσή Αυγή πρέπει να αναζητήσουμε και το γεγονός ότι κάποιες από τις ρατσιστικές και σεξιστικές θέσεις της δεν ξενίζουν πια. Κυκλοφόρησαν στα μέσα ενημέρωσης, ακούστηκαν από υπουργικά χείλη, μετατράπηκαν σε κοινούς τόπους. Ξεπλύθηκαν, όπως ξεπλύθηκαν και οι ακροδεξιοί υπουργοί της κυβέρνησης Παπαδήμου.
Σημείο των καιρών, η σιωπηρή σύζευξη ρατσιστικών και σεξιστικών προκαταλήψεων βρίσκεται πίσω από τη σημερινή διαπραγμάτευση και ανασημασιοδότηση εκδοχών του ανδρισμού και της θηλυκότητας. Θα τολμούσα να υποθέσω ότι προϋπάρχοντες έμφυλοι αποκλεισμοί διευκολύνουν σύγχρονους αποκλεισμούς που βασίζονται (και) στη διάκριση ξένος/ντόπιος. Προϊόν μιας καινοφανούς γεωγραφίας του φόβου, τα άβατα που δημιουργούνται στις γειτονιές της Αθήνας έχουν να μαρτυρήσουν πολλά για τρέχουσες διευθετήσεις του δημόσιου χώρου της πόλης που σχετίζονται με το φύλο ή/και την «καταγωγή» των κατοίκων της.
Όπως και να έχει, η διχοτομία ξένος/ντόπιος συνιστά πλέον κεντρικό ταξινομικό κριτήριο. Δείτε τις ανακοινώσεις της αστυνομίας: ο κόσμος της αποτελείται από άνδρες «ημεδαπούς» και «αλλοδαπούς»: παρά την «πολιτικά ορθή» διατύπωση, η εντοπιότητα ή η έλλειψή της θεωρείται το κύριο στοιχείο της ταυτότητας ενός δράστη. Όχι η ηλικία, το επάγγελμα ή κάποιο άλλο χαρακτηριστικό. «Σε κύκλο κινδύνου πέντε χιλιάδες Έλληνες», όπως τιτλοφόρησαν και τα κανάλια την είδηση για τη σύλληψη των οροθετικών γυναικών. Πέντε χιλιάδες Έλληνες. Όχι άνδρες, ή πελάτες οίκων ανοχής ή κι εγώ δεν ξέρω τι. Έλληνες οικογενειάρχες. Και έχει ενδιαφέρον να δούμε τις συστάσεις προς τις –«ημεδαπές», προφανώς– γυναίκες που περιλαμβάνονται στον Οδηγό του Πολίτη της ΕΛ.ΑΣ: από την αντιμετώπιση των γυναικών ως δυνάμει θυμάτων μιας εμπόλεμης κατάστασης στην οποία ο εχθρός (=οι μετανάστες) δεν κατονομάζεται αλλά υπονοείται, οι συμβουλάτορες της αστυνομίας γλιστρούν ανεπαίσθητα στο παλιό γλωσσάρι της γυναίκας-θύματος της ίδιας της της σεξουαλικής ελευθεριότητας.
Στο διάχυτο αυτό κλίμα έγινε δυνατή η αδιανόητη διαπόμπευση. Γιατί οι γυναίκες αυτές, ως γυναίκες, μετανάστριες, εκδιδόμενες, τοξικοεξαρτημένες και οροθετικές συγκροτούν το πιο ευάλωτο μέρος της πιο ευάλωτης κατηγορίας. Τα σώματά τους δεν έχουν αξία, παρά μόνο εφόσον παραμένουν στο εσωτερικό του «γκέτο» του κυρίου Λοβέρδου για χρήσεις καθορισμένες από τις επιθυμίες και προορισμένες για τις ανάγκες εκείνων που κατέχουν την υψηλότερη θέση στην κοινωνική κατηγοριοποίηση — που είναι άνδρες και «ημεδαποί», για να δανειστώ την ορολογία της ΕΛ.ΑΣ. Εφόσον δηλαδή πειθαρχούν. Σε κάθε άλλη περίπτωση, τις περιμένει παραδειγματική τιμωρία. Στο όνομα, ασφαλώς, του κινδύνου που αντιπροσωπεύουν για την ελληνική οικογένεια.
Είναι προφανές ότι η αλληλεγγύη στις γυναίκες αυτές συνιστά απαραίτητη χειρονομία αντίστασης στον εκφασισμό της κοινωνίας στην οποία μας έλαχε να ζούμε. Θα έλεγα, ωστόσο, ότι η απάντηση θα παραμένει μετέωρη όσο δεν φροντίζει να συνδέσει τη συγκεκριμένη υπόθεση με τη διάχυση και κοινωνική νομιμοποίηση των ακραία ρατσιστικών και σεξιστικών λόγων που της επέτρεψαν να συμβεί. Και όσο οι λόγοι αυτοί δεν αντιμετωπίζονται ως μείζον πολιτικό διακύβευμα. Τόσο προεκλογικά όσο και, κυρίως, μετεκλογικά.
…………………………………………………………………………..
Το άρθρο αποτελεί σύμπτυξη εκτενέστερου κειμένου που διαβάστηκε κατά τη διάρκεια ανοιχτής συζήτησης με θέμα «Υγειονομική βόμβα είναι το Μνημόνιο και ο ρατσισμός», την οποία οργάνωσε στις 28 Μαΐου το Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, με ομιλήτριες την Όλγα Κοσμοπούλου, τη Γιάννα Κούρτοβικ, την Τασία Χριστοδουλοπούλου και την Αγγέλικα Ψαρρά.
Λόβις Κόρινθ, «Η αρπαγή των γυναικών», 1904
https://enthemata.wordpress.com
Λόβις Κόρινθ, «Η αρπαγή των γυναικών», 1904
Είναι αλήθεια ότι δεν απομένουν να ειπωθούν και πολλά για την αδιανόητη διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών που παρακολουθήσαμε να κλείνει πανηγυρικά –όσο και συμβολικά– την προεκλογική εκστρατεία βασικών στελεχών της κυβέρνησης Παπαδήμου.
Παραμένει, ωστόσο, ένα κρίσιμο ζήτημα στο οποίο θα ήθελα να σταθώ: φοβούμαι πως η καταγγελία του συγκεκριμένου γεγονότος δεν αρκεί, αν δεν συνοδεύεται από μια προσπάθεια αποκρυπτογράφησης των συμφραζομένων που το κατέστησαν δυνατό — και, το χειρότερο, πολιτικά αποδοτικό. Εξηγούμαι: παρά τον πράγματι εξωφρενικό χαρακτήρα της, η διαπόμπευση δεν πρέπει να προσληφθεί ως προϊόν στιγμιαίας έμπνευσης κάποιου άρρωστου υπουργικού εγκεφάλου.
Θα έλεγα ότι υπήρξε η συμπύκνωση πολιτικών για το κέντρο της Αθήνας που προηγήθηκαν, η οποία ήρθε να προστεθεί σε σειρά ομοειδών κινήσεων, εξίσου προεκλογικών. Προεκλογικό θέαμα που «απέδωσε»: οι υπουργοί που το σκηνοθέτησαν διασώθηκαν, παρά τη συντριβή του κόμματός τους στη Β΄ περιφέρεια της Αθήνας.
Δεν πρέπει έτσι να αποσυνδέσουμε τις ανατριχιαστικές εικόνες που παρακολουθήσαμε από τους λόγους που επιστρατεύονται για να τις νομιμοποιήσουν: ότι, δηλαδή, οι «αλλοδαπές ιερόδουλες φορείς του AIDS» συνιστούν απειλή για την ελληνική κοινωνία, καθώς το πρόβλημα «ξέφυγε από το γκέτο» και πλέον «μολύνει τις ελληνικές οικογένειες». Κι ας μην υποτιμήσουμε την εμβέλεια των ισχυρισμών αυτών του όποιου Α. Λοβέρδου. Της ιδέας, για παράδειγμα, ότι η δημόσια υγεία είναι μια έννοια που προϋποθέτει αποκλεισμούς, ότι αφορά αποκλειστικά τους εκτός «γκέτο» αυτόχθονες. Αλλιώς, πώς θα ήταν δυνατόν να μεταμφιεστεί ο βιασμός διαρκείας γυναικών θυμάτων του τράφικινγκ σε πρόβλημα του εγχώριου νοικοκυραίου που «είχε την απρονοησία» να μη χρησιμοποιήσει προφυλακτικό; Και είναι ασφαλώς υποκριτικά όσα ακούστηκαν περί ενδεχόμενης ποινικοποίησης των πελατών –και μάλιστα εκείνων ειδικά των πελατών που επιζητούν την «απροφύλακτη» επαφή– την ώρα που οι αρμόδιες αρχές συλλαμβάνουν άρρωστες γυναίκες και τις διαπομπεύουν δίχως τον παραμικρό λόγο, ενώ δεν ασχολούνται ούτε στιγμή με τους προαγωγούς τους. Εύγλωττη η χλιαρή αντίδραση της Γενικής Γραμματείας Ισότητας, προδίδει ότι οι θεσμικοί λόγοι της περί ισότητας συμπλέουν κάποτε με τις παράλληλες ρατσιστικές και σεξιστικές πολιτικές των κυβερνητικών της εταίρων.
Περιττό να σημειώσω ότι, παρά την απίστευτη φλυαρία αρμοδίων και μη για την παράνομη πορνεία ως «υγειονομική» –και συνάμα «ηθική»–βόμβα, έγινε σαφές ότι δεν υπάρχει κανένα απολύτως σχέδιο για την αντιμετώπιση των εγκληματικών κυκλωμάτων που διακινούν γυναίκες στο κέντρο της Αθήνας. Ας θυμηθούμε την υποτιθέμενη αντιδικία για το μερίδιο της ευθύνης μεταξύ υπουργών και δημάρχου Αθηναίων. Κι ας δούμε πώς σκηνοθετήθηκε η υπόθεση από τα μέσα ενημέρωσης, κυρίως τα τηλεοπτικά: το «περιτύλιγμα» –οι γνώριμες αναπαραστάσεις απρόσωπων ημίγυμνων γυναικών σε τραβήγματα που παραπέμπουν ευθέως σε πορνογραφικό υλικό– ερχόταν για μια ακόμη φορά να «σχολιάσει» τα περιεχόμενα των συνοδευτικών συζητήσεων, υποβιβάζοντάς τες εντέλει σε νομιμοποιητικό καρύκευμα της εικόνας. Με τη διαφορά ότι τώρα, το ζητούμενο δεν ήταν απλώς η μετατροπή των θεατών σε ηδονοβλεψίες. Ήταν και η πρόσληψη του σώματος της πόρνης ως εστίας κοινωνικής μόλυνσης. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το AIDS ως όχημα ηθικού πανικού στη θέση που κάποτε διεκδίκησε η σύφιλη; Πιστεύω πως σήμερα η έμφαση δεν βρίσκεται τόσο στο φόβητρο της αρρώστιας όσο στην «αποκάλυψη» της ταυτότητας του υποτιθέμενου φορέα της: στην «αποκάλυψη» ότι ο κίνδυνος ελλοχεύει στο σώμα των μεταναστριών χωρίς χαρτιά, κοινώς των μεταναστριών.
Έχει πλέον διαφανεί ότι το λιντσάρισμα των οροθετικών γυναικών υπήρξε προσχηματικό. Εξίσου προσχηματική αποδεικνύεται η έμμονη επίκληση της ελληνικής οικογένειας και της ασφάλειάς της. Σε μια συγκυρία όπου η μετανάστευση φορτώνεται όλα σχεδόν τα δεινά της κρίσης, οι συγκεκριμένες γυναίκες δάνεισαν προς στιγμήν το πρόσωπό τους στον απαραίτητο ενόψει των εκλογών εσωτερικό εχθρό. Κι αν δεν προέκυψαν όλες «λαθραίες», μικρό το κακό. Οροθετικές και εξαρτημένες, το ίδιο κάνει. Οι ευάλωτες κατηγορίες ομογενοποιούνται εύκολα, καθώς τοποθετούνται εξ ορισμού στις παρυφές της κοινωνίας, υφίστανται δηλαδή μια διαδικασία απο-υποκειμενοποίησης, χάνουν την ανθρώπινη ιδιότητά τους, μετατρέπονται σε αναλώσιμα σώματα.
Με άλλα λόγια: την εποχή αυτή παρακολουθούμε και βιώνουμε –γιατί οι πολιτικοί λόγοι έχουν και τις απτές συνέπειές τους– την άνθηση σεξιστικών και ρατσιστικών λόγων, οι οποίοι σπανίως προσλαμβάνονται ως τέτοιοι. Κι αν κάποτε γίνεται αντιληπτή η ρατσιστική χροιά τους, οι σεξιστικές πτυχές τους παραμένουν αόρατες. Ας πάρουμε το παράδειγμα της Χρυσής Αυγής. Κι ας δεχθούμε ότι, κατά κάποιον τρόπο, η σχέση της εγκληματικής οργάνωσης με τον αντισημιτισμό και το ρατσισμό θεωρείται δεδομένη. Τι γίνεται με την αηδιαστική λατρεία του εμπόλεμου ανδρισμού με το στρατιωτικό βήμα και το ματσούκι στο χέρι; Μήπως τη σχετικοποιεί η εκλογή της Ελένης Ζαρούλια-Μιχαλολιάκου στο κοινοβούλιο;
Ασφαλώς και δεν αναφέρομαι στην ανάγκη αντίκρουσης ή «αποκάλυψης» –όπως είδα να συμβαίνει προεκλογικά– των αντιφεμινιστικών θέσεων της νεοναζιστικής οργάνωσης. Μου είναι σαφές ότι κουβέντα με ναζιστές και ναζίστριες δεν είναι νοητή. Εκείνο που σκέφτομαι είναι πως στους λόγους για τους οποίους ψηφίστηκε η Χρυσή Αυγή πρέπει να αναζητήσουμε και το γεγονός ότι κάποιες από τις ρατσιστικές και σεξιστικές θέσεις της δεν ξενίζουν πια. Κυκλοφόρησαν στα μέσα ενημέρωσης, ακούστηκαν από υπουργικά χείλη, μετατράπηκαν σε κοινούς τόπους. Ξεπλύθηκαν, όπως ξεπλύθηκαν και οι ακροδεξιοί υπουργοί της κυβέρνησης Παπαδήμου.
Σημείο των καιρών, η σιωπηρή σύζευξη ρατσιστικών και σεξιστικών προκαταλήψεων βρίσκεται πίσω από τη σημερινή διαπραγμάτευση και ανασημασιοδότηση εκδοχών του ανδρισμού και της θηλυκότητας. Θα τολμούσα να υποθέσω ότι προϋπάρχοντες έμφυλοι αποκλεισμοί διευκολύνουν σύγχρονους αποκλεισμούς που βασίζονται (και) στη διάκριση ξένος/ντόπιος. Προϊόν μιας καινοφανούς γεωγραφίας του φόβου, τα άβατα που δημιουργούνται στις γειτονιές της Αθήνας έχουν να μαρτυρήσουν πολλά για τρέχουσες διευθετήσεις του δημόσιου χώρου της πόλης που σχετίζονται με το φύλο ή/και την «καταγωγή» των κατοίκων της.
Όπως και να έχει, η διχοτομία ξένος/ντόπιος συνιστά πλέον κεντρικό ταξινομικό κριτήριο. Δείτε τις ανακοινώσεις της αστυνομίας: ο κόσμος της αποτελείται από άνδρες «ημεδαπούς» και «αλλοδαπούς»: παρά την «πολιτικά ορθή» διατύπωση, η εντοπιότητα ή η έλλειψή της θεωρείται το κύριο στοιχείο της ταυτότητας ενός δράστη. Όχι η ηλικία, το επάγγελμα ή κάποιο άλλο χαρακτηριστικό. «Σε κύκλο κινδύνου πέντε χιλιάδες Έλληνες», όπως τιτλοφόρησαν και τα κανάλια την είδηση για τη σύλληψη των οροθετικών γυναικών. Πέντε χιλιάδες Έλληνες. Όχι άνδρες, ή πελάτες οίκων ανοχής ή κι εγώ δεν ξέρω τι. Έλληνες οικογενειάρχες. Και έχει ενδιαφέρον να δούμε τις συστάσεις προς τις –«ημεδαπές», προφανώς– γυναίκες που περιλαμβάνονται στον Οδηγό του Πολίτη της ΕΛ.ΑΣ: από την αντιμετώπιση των γυναικών ως δυνάμει θυμάτων μιας εμπόλεμης κατάστασης στην οποία ο εχθρός (=οι μετανάστες) δεν κατονομάζεται αλλά υπονοείται, οι συμβουλάτορες της αστυνομίας γλιστρούν ανεπαίσθητα στο παλιό γλωσσάρι της γυναίκας-θύματος της ίδιας της της σεξουαλικής ελευθεριότητας.
Στο διάχυτο αυτό κλίμα έγινε δυνατή η αδιανόητη διαπόμπευση. Γιατί οι γυναίκες αυτές, ως γυναίκες, μετανάστριες, εκδιδόμενες, τοξικοεξαρτημένες και οροθετικές συγκροτούν το πιο ευάλωτο μέρος της πιο ευάλωτης κατηγορίας. Τα σώματά τους δεν έχουν αξία, παρά μόνο εφόσον παραμένουν στο εσωτερικό του «γκέτο» του κυρίου Λοβέρδου για χρήσεις καθορισμένες από τις επιθυμίες και προορισμένες για τις ανάγκες εκείνων που κατέχουν την υψηλότερη θέση στην κοινωνική κατηγοριοποίηση — που είναι άνδρες και «ημεδαποί», για να δανειστώ την ορολογία της ΕΛ.ΑΣ. Εφόσον δηλαδή πειθαρχούν. Σε κάθε άλλη περίπτωση, τις περιμένει παραδειγματική τιμωρία. Στο όνομα, ασφαλώς, του κινδύνου που αντιπροσωπεύουν για την ελληνική οικογένεια.
Είναι προφανές ότι η αλληλεγγύη στις γυναίκες αυτές συνιστά απαραίτητη χειρονομία αντίστασης στον εκφασισμό της κοινωνίας στην οποία μας έλαχε να ζούμε. Θα έλεγα, ωστόσο, ότι η απάντηση θα παραμένει μετέωρη όσο δεν φροντίζει να συνδέσει τη συγκεκριμένη υπόθεση με τη διάχυση και κοινωνική νομιμοποίηση των ακραία ρατσιστικών και σεξιστικών λόγων που της επέτρεψαν να συμβεί. Και όσο οι λόγοι αυτοί δεν αντιμετωπίζονται ως μείζον πολιτικό διακύβευμα. Τόσο προεκλογικά όσο και, κυρίως, μετεκλογικά.
…………………………………………………………………………..
Το άρθρο αποτελεί σύμπτυξη εκτενέστερου κειμένου που διαβάστηκε κατά τη διάρκεια ανοιχτής συζήτησης με θέμα «Υγειονομική βόμβα είναι το Μνημόνιο και ο ρατσισμός», την οποία οργάνωσε στις 28 Μαΐου το Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, με ομιλήτριες την Όλγα Κοσμοπούλου, τη Γιάννα Κούρτοβικ, την Τασία Χριστοδουλοπούλου και την Αγγέλικα Ψαρρά.
Λόβις Κόρινθ, «Η αρπαγή των γυναικών», 1904
https://enthemata.wordpress.com