Σάββατο 28 Ιουλίου 2012

Οι Ολυμπιακοί αγώνες, ο τράγος του Σικελιανού και η ανάσταση του πεθαμένου...


Τον 6ο π.Χ. αιώνα, ο Σόλων αντιδρούσε στους Ολυμπιακούς αγώνες, διότι όπως έλεγε, «η πολιτεία ξόδευε γι’ αυτούς πολλά ενώ είχε αλλού να δώσει». Την ίδια εποχή οι μικρασιάτες Ίωνες σταμάτησαν να μετέχουν, διότι όπως έλεγαν, «οι αγώνες έδιναν αξία στις σωματικές και αγνοούσαν τις πνευματικές δυνάμεις». Τι συμβαίνει; Στις παραμονές της κλασικής εποχής, υπάρχουν Έλληνες, και δη σημαντικοί, που αντιδρούν στους Ολυμπιακούς αγώνες;
Για κάποιους που έχουν εισδύσει στα βαθύτερα της ιστορίας, ξέρουν πως η λεγόμενη «κλασική εποχή» είναι το μαυσωλείο μιας...προγενέστερης «χρυσής εποχής» δυο χιλιάδων χρόνων. Στην ουσία οι Ολυμπιακοί αγώνες που θεσπίστηκαν το 776 από τους Δωριείς, αποτελούν ταφικά μνημόσυνα της εποχής των Ομηρικών προγόνων τους, Μυκηναΐων (που σχετίζονται με των Κρητών και αυτών μάλλον με τους Αιγαιοπελαγίτες). Οι Ολυμπιακοί αγώνες ξεκίνησαν ως αγώνες μνημοσύνης και εκτίμησης.
Δικαίως λοιπόν η «μάνα της Δημοκρατίας», ο Σόλων, διαμαρτυρόταν σε εποχές νέας αρχής ότι η πολιτεία ξόδευε για αυτούς πολλά, όπως και οι Ίωνες που έψαχναν την ίδια περίοδο την ουσία της ζωής πέραν από τις έννοιες των κοσμοειδώλων. Κατά τους προσωκρατικούς στοχαστές, οι Ολυμπιακοί αγώνες αποτελούσαν ένα δείκτη σεβασμού των αξιών μιας ζωής που χάθηκε. Χωρίς υπερβολή, η κλασική εποχή προκύπτει το κύκνειο άσμα μιας παλαιότερης, πραγματικά μεγαλύτερης σε αξίες, αλλά χωρίς ανάλογα ευρήματα - κτερίσματα.
Όταν η Ευρώπη με πρωτεργάτη τη ρομαντική Γαλλία έφτασε σε μια δύσκολη καμπή που χρειαζόταν πρότυπα ηρώων του Ομήρου μετά την ήττα της από τους Πρώσους, προσπάθησε να τα συστήσει μέσα από την επαναφορά των Ολυμπιακών αγώνων, ως εκπρόσωπο του μεγάλου, του ωραίου και του αληθινού. Στην ουσία όμως έκανε ένα μνημόσυνο στον αρχαιοελληνικό κόσμο, μη ανασταίνοντας όμως αυτές καθ’ εαυτές τις Ομηρικές αξίες, μοιάζοντας με τον τράγο του Σικελιανού που κοιτάζει προς τη θάλασσα μηρυκάζοντας τα χείλη, μη πιστεύοντας πως ο Διόνυσος και Πάνας πέθαναν.
Οι ρομαντικο-λυρικοί της εποχής, όπως εδώ ο Κάλβος και ο Παλαμάς (ως οι σπουδαιότεροι), και οι σουρεαλιστές κατόπιν, ως ερωτο-ψυχικοί, θα πιστέψουν στην ανάσταση ενός άταφου νεκρού, όπως ο Σικελιανός που θα προσπαθήσει να αναστήσει ένα πεθαμένο με δελφικές τελετές και ορφικούς ύμνους, παίρνοντάς τον από το νεκροτομείο των Αθηνών στο σπίτι του στην Κηφισιά. Ανασταίνεται όμως ο πεθαμένος; Ο Καβάφης κρυφοειρωνικά και πεσιμιστικά, λέει προς όλους, ότι ενώ έπρεπε να πουν το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι, είπαν το λαθεμένο «Ίσως». Ο Έλληνας κατά τον Καβάφη και τους νεκρικούς (Καρυωτάκη, κ.λπ.), δεν μπορεί να ανακτήσει τα παλιά πρότυπα και τις αξίες.
Επομένως, πρέπει να προσδιορίσουμε ότι οι Ολυμπιακοί αγώνες είναι μια ταφική γιορτή, ένα μνημόσυνο σαν αυτά της Κρήτης όπου χορεύουν οι ζωντανοί με θεούς και πεθαμένους απά στον Ψηλορείτη. Εάν, όμως, πράγματι θέλουμε να κρατήσουμε ζωντανή και διαχρονική την ανάμνηση κάποιων αξιών, θα πρέπει να μετακυλήσουμε από την προγονολατρεία στην προγονοεκτίμηση και κριτική, ως και τη δική μας, και να επανασυνθέσουμε κατόπιν την βαθύτερη αλήθεια, ενώ για να τιμήσουμε τους όντως σημαντικούς προγόνους μας, πρέπει να βγουν τα άχρηστα αγωνίσματα, κατεβάζοντας το κόστος των αγώνων, βάζοντας στη θέση τους σύγχρονα αλλά και πνευματικά (όπως τα τελευταία εντάχθηκαν στα Νόμπελ). Και όλα αυτά, είναι απαραίτητο να τα συνθέσουμε με την προοπτική μιας πρακτικής ζωή ως νεοέλληνες και όχι σαν «Ελληνοέλληνες».
Αλλιώς, θα είμαστε σαν τον τράγο του Σικελιανού ή σαν τον ίδιο τον Σικελιανό που προσπαθούσε με ξόρκια, επικλήσεις και φιλιά στο στόμα, τη νυχτιά, να αναστήσει ένα πεθαμένο.
Είναι τραγικό. Ο θάνατος και η αποκαθήλωση ενός τεράστιου σε μέγεθος γονιού να αποτελεί συχνά για το παιδί την αυγή της λύτρωσής του…