του Μάνου Στεφανίδη
Αφρον, άφρον ταύτη τη νυκτί παραδώσεις το πνεύμα σου. Α δε ητοίμασας τίνος έσται;
Ενας ΛΑΖΑΡΟΣ
Ήταν αυτός. Ώριμος, επιτυχημένος και γι' αυτό αδίστακτος• έτοιμος να πατήσει επί πτωμάτων για να εξαπλώσει την αυτοκρατορία που ονόμαζε καριέρα και να ιππεύσει τον βουκεφάλα των πιο ανομολόγητων φιλοδοξιών στις λεωφόρους του οικονομικού Internet και στις παγκόσμιες χρηματαγορές. Ήταν αυτός αυτό που ήταν. Αλλά ήταν κι αυτή αυτή που ήταν. Ένα σάρκινο πακέτο από αρτηρίες, βαλβίδες, ιστούς, μικρές και μεγάλες κοιλίες, μικρές και μεγάλες αδυναμίες, κόλπους, μαρμαρυγές και με την ενστικτώδη, κυτταρική επιθυμία να μην αντιδρά στα κόλπα του, να τον συντρέχει. Αυτή, η καρδιά του, το πιο έξυπνό του ζωτικό όργανο. Χρόνια τώρα ν' ανοιγοκλείνει κανονικά, να γεμίζει και ν' αδειάζει, να φουσκοξεφουσκώνει σταθερά, πολύτιμη αντλία που ρευστοποιεί το υπάρχειν σταγόνα σταγόνα και κτύπο τον κτύπο, έστω κι αν δεν χαμπαριάζει από επενδύσεις ή τέτοια. Μια υπόκωφη μουσική κλειδωμένη στο στέρνο του που του τερέτιζε τον μόνο ρυθμό που αληθινά καταλάβαινε. Αυτός, ο ώριμος, ο επιτυχημένος κ.λ.π.
Μπορεί, λοιπόν, ΑΥΤΟΣ να ήταν, να νόμιζε πως ήταν, το αφεντικό, ο ιθύνων νους, η σκληρή φιγούρα που ήξερε μόνο να κερδίζει, ν' απολαμβάνει, να ξανακερδίζει, να κυριαρχεί, να ξαναπολαμβάνει και να τρυγάει τις ηδονές μέχρι σταγόνας, αδιαφορώντας για όλους τους υπόλοιπους κρετίνους που προσπαθούσαν να μην αποκτηνωθούν εντελώς... Αλλά κι αυτή, εκεί, στην αιμάτινή της θήκη σφηνωμένη του κρατούσε δυναμικό ισοζύγιο πληρωμών και δαπανών, εντάσεων και καταπτώσεων, απογοητεύσεων ή ενθουσιασμών, προσπαθώντας ν' ανταποκριθεί στις προσδοκίες του: να γίνει μια καρδιά όσο πιο άκαρδη γίνεται. Τουτέστιν να εκτελεί αυτή, η καρδιά του, τον πρωταγωνιστικό ρόλο που αυτός επιθυμούσε η καρδιά του να παίζει: να υπάρχει υποκρινόμενη πως δεν υπάρχει. Έβλεπε, βλέπετε, ένα γύρω κι άλλες καρδιές εξίσου επιτυχημένες και δακτυλοδεικτούμενες να επιτελούν με επιτυχία την ίδια αποστολή και να είναι τόσο υπερήφανοι για αυτές οι ιδιοκτήτες τους: τραπεζίτες, πολιτικοί, μεγαλοεργολάβοι, διευθυντές μουσείων και φυλακών, καναλάρχες, εκδότες, κλινικάρχες, εφοπλιστές, έμποροι όπλων, μητροπολίτες, συλλέκτες, δικαστές, μεγαλοχειρουργοί, αρχηγοί των σωμάτων ασφαλείας, εθνικοί ευεργέτες, σταρ της τηλεόρασης, ιεροεξεταστές κι ένας περαστικός μεγαλοεισοδηματίας που κυνηγάει το καπέλο του, αρπαγμένο από αιφνίδιο, αυγουστιάτικο μπουρίνι.
Έτσι ήταν ΑΥΤΟΣ: Άσπλαχνος, ανελέητος, ανοικτίρμων, πιστεύοντας μόνο στον θεό Μαμμωνά, τη θεά Αγορά, την αγία Κατανάλωση και το πανάγιο «και του πουλιού το γάλα». Τ' ανθρώπινα σώματα ήταν γι' αυτόν ευκαιρίες ή για εκμετάλλευση ή για ηδονή. Ήταν γραμμάτια εξοφλούμενα άμα τη εμφανίσει και ανάγκες ή περιπτώσεις ικανοποιούμενες «εδώ και τώρα» (hic et nunc). Το μόνο πολιτικό σύνθημα που αληθινά τον συγκλόνιζε. Γιατί βέβαια αυτός ήταν σοσιαλιστής. Η καρδιά του πάλι, apolitique (γαλλισμός δανεισμένος από τα ελληνικά). Τι έφταιγε αυτός; «Μα δεν έχεις καρδιά;» τον εκπλιπαρούσαν όλοι εκείνοι που αυτός ποδοπατούσε για να περάσει• που αδικούσε κατάφωρα για να προωθήσει τα προσωπικά, τα πολύτιμά του συμφέροντα (τα οποία συχνά αναγόρευε και σε συμφέροντα της πατρίδας). «Δεν έχεις, επιτέλους, καρδιά;» του φώναζαν απελπισμένα. Και τότε αυτός τούς έριχνε το πιο εύγλωττο, το πιο εκφραστικό του βλέμμα, που έλεγε ξεκάθαρα «Όχι! Δεν έχω». Και ήταν τότε και μόνο τότε που γινόταν απίστευτα πιστευτός. Πειστικός μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Αυτός. Και η καρδιά του. Που δεν είχε...
Ήταν ωραία βραδιά. Ο ίδιος, σίγουρος μέσα στο γυαλιστερό σμόκιν του, ο σωματοφύλακας δύο βήματα πιο πίσω, διακριτικός, ο οδηγός έπαιρνε ήδη στο πάρκινγκ την απαστράπτουσα λιμουζίνα κι εκείνη τον περίμενε μοναδικά λαμπερή στα σκαλιά της υπερφωτισμένης εισόδου. Κάμερες, προβολείς, ο υπουργός τάδε, ο βουλευτής δείνα, να και ο αρχηγός του κόμματος, δες και ο αόρατος εκδότης-μαικήνας με παπιγιόν και αντισυμβατικό ξεχειλωμένο τζιν. Δίπλα του ο Σταύρος, αρκετά βαρύς και δυσκίνητος αλλά πάντα ετοιμοπόλεμος. Κι έπειτα στρας, έξωμες τουαλέτες, λαχταριστά μπούστα, να γέρνουν από τον χρυσό και την επιθυμία, κορμιά που μόλις βγήκαν από το σπα και είναι έτοιμα να δοθούν. Ήταν όλοι εκεί. Εκείνοι και οι καρδιές τους. Η κρίση ήταν για όλους τους άλλους. Όχι για εκείνους. Κι αυτός, έτοιμος για ένα ακόμη υπέροχο βράδυ, έναν θρίαμβο, που θα πουλήσει, θα πατήσει, θ' αγοράσει, θ' απολαύσει, θα αισχροκερδήσει όπως ανέκαθεν επέβαλλαν οι κανόνες αυτού του παιχνιδιού. Αυτός. Ένα βήμα μόλις πριν ν' απλώσει το χέρι του σ' εκείνη... Κι όμως... κοιτάχτε... γονατίζει. Το χέρι του πιάνει την αριστερή πλευρά του σακακιού του• εκεί που βρίσκεται ασφαλές το χοντρό δερμάτινο πορτοφόλι και που θα 'πρεπε κανονικά να υπάρχει κι η καρδιά που δεν έχει. Αυτή, πάλι, η καρδιά του, αρκετά απορημένη, τον βλέπει έτσι πεσμένο πρώτη φορά καθώς τρέχει, ανεβαίνει ήδη προς τα επάνω, προς εκεί που της γνέφει ένα αστεράκι ξεκαρδισμένο...
* Ο Μάνος Στεφανίδης είναι επ. καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
http://www.protagon.gr