Συνέντευξη του Γιάννη Δραγασάκη στην εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ|»
Κατά τη γνώμη σας η προγραμματική συμφωνία των τριών κομμάτων που στηρίζουν την κυβέρνηση αποτελεί το σχέδιο για την επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου;
Όχι, ακριβώς επειδή διατηρούνται τα δομικά στοιχεία της έως τώρα πολιτικής: δεν αντιμετωπίζεται το μη βιώσιμο χρέος, ούτε η άνιση κατανομή των βαρών της κρίσης. Η καταστροφική πορεία της οικονομίας και της κοινωνίας δεν σταματά.
Σε ποια σημεία συμφωνείτε και γιατί δεν στηρίζετε ώστε να είναι πιο ισχυρή η φωνή της Ελλάδας στις επερχόμενες κρίσιμες διαπραγματεύσεις; Ο κ. Βενιζέλος και ο κ. Κουβέλης σας καλούν να συμμετάσχετε στην εθνική διαπραγματευτική ομάδα, γιατί αρνείστε;
Μερικές λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους. Τι σημαίνει επαναδιαπραγμάτευση, τι σημαίνει «εθνική ομάδα», τη στιγμή που στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής, για παράδειγμα, η Ελλάδα ήταν απούσα, χωρίς άποψη, χωρίς διεκδικήσεις και χωρίς συμμαχίες; Το μόνο δείγμα που διαθέτουμε μέχρι στιγμής είναι η επιστολή Σαμαρά προς τους εταίρους μας, από όπου όμως απουσιάζει έστω και η λέξη επαναδιαπραγμάτευση. Η δική μας τοποθέτηση, που μας διαφοροποιεί πλήρως, αφορά την κεντρική επιλογή που πρέπει να κάνει η χώρα: είτε θα συνεχίσει η τακτική του «υπάκουου μαθητή», που συνεχίζει πρόθυμα τις πολιτικές που έχουν ισοπεδώσει την οικονομία και την κοινωνία ελπίζοντας σε μια μελλοντική διευθέτηση του χρέους, είτε θα γίνει μια σκληρή αλλά και ισότιμη διαπραγμάτευση με τους εταίρους και πιστωτές μας για την οριστική επίλυση του κομβικού προβλήματος του χρέους και την αλλαγή της πολιτικής συνολικά ως προϋπόθεση για τις βαθιές μεταρρυθμίσεις που πράγματι έχουμε ανάγκη.
Μπορούν να τεθούν «κόκκινες γραμμές» από την κυβέρνηση στη διαπραγμάτευση για το νέο μνημόνιο; Με δεδομένη την θέση των δανειστών τυχόν ρήξη δεν θα οδηγούσε σε διακοπή της χρηματοδότησης της χώρας και σε αναγκαστική έξοδο από το ευρώ;
Κόκκινες γραμμές έχουν τεθεί ήδη εκ των πραγμάτων: η πολιτική του μνημονίου απέτυχε, το χρέος δεν κατέστη βιώσιμο, η ύφεση είναι ανεξέλεγκτη. Κανένας νόμος και καμία διεθνής συμφωνία δεν μπορεί να υποχρεώνει έναν ολόκληρο λαό να αποδέχεται μια πολιτική που τον οδηγεί στην καταστροφή.
Συμφωνείτε ότι συστατικό στοιχείο της διαπραγμάτευσης είναι και η επιμήκυνση της δημοσιονομικής προσαρμογής;
Δεν συμφωνούμε, για τον απλό λόγο ότι εάν η επιμήκυνση της δημοσιονομικής προσαρμογής σημαίνει επιμήκυνση των πολιτικών που έχουν οδηγήσει στη σημερινή κατάσταση, τότε όχι μόνο δεν θα λύσει το πρόβλημα αλλά θα το διαιωνίσει. Η όποια επιμήκυνση δεν θα έχει καμία ωφέλεια εάν δεν πετύχουμε το μείζον: να αποτραπεί οριστικά η μνημονιακής έμπνευσης πολιτική της άνισης, άδικης και αναποτελεσματικής δημοσιονομικής προσαρμογής, και της λιτότητας.
Πλέον τίθεται εκ νέου το ζήτημα απολύσεων στο δημόσιο. Πιστεύετε ότι είναι ένα μέτρο που μπορεί να περιορίσεις τις δαπάνες του κράτους;
Η πάγια θέση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι το πρόβλημα του δημόσιου τομέα στην Ελλάδα δεν είναι το μέγεθός του αλλά η κοινωνική και οικονομική του αναποτελεσματικότητα. Με χαρά διαπιστώνουμε ότι η θέση μας αυτή πλέον υποστηρίζεται ευρύτατα, όπως πρόσφατα από τον νέο υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης. Εμείς λοιπόν λέμε όχι στις οριζόντιες, γενικευμένες, μη στοχευμένες και μη ατιολογημένες περικοπές. Και αντίθετα, επιδιώκουμε να μπει ένα τέλος στον κομματισμό και στη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος, να αξιοποιηθεί το πλούσιο ανθρώπινο δυναμικό του δημοσίου με προγραμματισμό και διαφάνεια.
Η κυβέρνηση επιταχύνει το θέμα των ιδιωτικοποιήσεων. Κατά την γνώμη σας σε ποιους τομείς και πως μπορεί να εισέλθει ο ιδιωτικός τομέας;
Αν ο ελληνικός ιδιωτικός τομέας περιμένει ότι θα επωφεληθεί από τις ιδωτικοποιήσεις που έρχονται, ας έχει υπόψη ότι αυτές θα προοριστούν κυρίως για κεφάλαια και ομίλους του εξωτερικού. Φοβάμαι ότι τα ελληνικά δημόσια μονοπώλια πρόκειται απλώς να αντικατασταθούν από ξένα ιδιωτικά. Αντιστρέφοντας το ερώτημα, εμείς καλούμε την κυβέρνηση, αν μπορεί, να αντικρούσει πειστικά τη δική μας εκτίμηση ότι μετά τις ιδιωτικοποιήσεις αυτές, η ελληνική οικονομία θα είναι περισσότερο ευάλωτη και θα βρεθεί ακόμη πιο κοντά στον κίνδυνο μιας ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας. Και αυτό διότι η εκποίηση του δημόσιου πλούτου με κριτήρια αμιγώς ταμειακά, για την κάλυψη αναγκών ρευστότητας, και μάλιστα σε τιμές σαφώς χαμηλότερες από τις πραγματικές αξίες, ενώ δεν μειώνει το χρέος, μειώνει τα περιουσιακά στοιχεία και συνεπώς τη λεγόμενη «καθαρή οικονομική θέση» του κράτους. Αντίθετα η αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων του κράτους με όρους δημοσίου συμφέροντος και με κριτήριο τη μεγιστοποίηση της αναπτυξιακής και κοινωνικής αποτελεσματικότητας θα έχει θετικές επιτπώσεις.
Πόσο δύσκολα είναι η κατάσταση της χώρας; Χρειάζεται να διαθέτει η κυβέρνηση Plan Β και αν «ναι» γιατί;
Καταρχάς, η ελληνική οικονομία είναι σήμερα ένα παγκόσμιο παράδειγμα καταστροφής και δεν είναι λίγοι εκείνοι που παρομοιάζουν την Ελλάδα με μια χώρα που βγαίνει ηττημένη από μια κατάσταση πολέμου. Ενδεικτικά σας αναφέρω ότι ενώ στο πρώτο μνημόνιο προβλεπόταν ανάκαμψη της οικονομίας από το 2012, η ύφεση τρέχει τώρα με ρυθμό 6,5% και με ανάλογες προβλέψεις για το 2013, η επίσημη ανεργία ξεπερνάει το 23% και η φτώχεια επεκτείνεται με κύματα νεόπτωχων νοικοκυριών. Προκαλεί λοιπόν εντύπωση ότι οι υποστηρικτές της πολιτικής των μνημονίων δείχνουν να αγνοούν ότι η κατάσταση αυτή είναι αποτέλεσμα ακριβώς της πολιτικής αυτής.
Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημά σας, η συζήτηση περί Plan B θα είχε νόημα μόνο εφόσον υπήρχε ένα σαφές και συνεκτικό Plan A και όχι απλώς μια λογική συνέχισης των βασικών πολιτικών επιλογών του μνημονίου.
Οι τελευταίες εξελίξεις στην Ευρωζώνη σε συνδυασμό με τις αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής όπου εξαιρείται η Ελλάδα επιβαρύνει τη θέση της χώρας μας;
Οι εξελίξεις στην Ευρώπη επιβεβαιώνουν πλήρως την αρχική μας εκτίμηση ότι η κρίση της Ελλάδας είναι μέρος της κρίσης της Ευρώπης, και ότι συνεπώς απαιτούνται κοινές λύσεις για τα κοινά προβλήματα. Επιπλέον, αποδεικνύεται ότι υπήρχαν πραγματικά περιθώρια διαπραγμάτευσης τα οποία δεν αξιοποιήθηκαν ποτέ, και ότι η ιδέα που προωθούσε ο ΣΥΡΙΖΑ για μια συμμαχία των χωρών του Νότου είχε νόημα και έπρεπε εξαρχής να αποτελέσει ελληνική πρωτοβουλία. Ωστόσο, δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες, καθώς οι αντιφάσεις εντός της Ευρώπης παραμένουν εκρηκτικές. Δυστυχώς όμως, ακόμη και σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση δεν δείχνει έτοιμη να εκμεταλλευθεί τα όποια θετικά βήματα προκύπτουν.