Η τρόικα δεν δέχεται ότι οι Έλληνες έχουν «ματώσει» αρκετά και απαιτεί επιπλέον θυσίες. Σε αυτό το συμπέρασμα συγκλίνουν όλα τα ρεπορτάζ που δημοσιεύονται τις τελευταίες ημέρες. Ανάμεσα στα άλλα, οι εκπρόσωποι των δανειστών ζητούν από τους εργαζομένους περισσότερες ώρες δουλειάς με περαιτέρω μείωση των αποδοχών τους, καθώς και γενναίο «ψαλίδι» στον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων - με στόχο, όπως λένε, τη μείωση των δαπανών και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας.
Ας ρίξουμε, όμως, μια σύντομη ματιά στα όσα μας λένε τα στοιχεία.
Πρώτον: Όσον αφορά στον χρόνο εργασίας, η τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ αποδεικνύει ότι κάθε εργαζόμενος στην Ελλάδα αφιερώνει κατά μέσο όρο για τη δουλειά του 2.017 ώρες ετησίως. Ο αριθμός αυτός κατατάσσει αυτομάτως τη χώρα πρώτη ανάμεσα στους εταίρους της στην Ε.Ε. και δεύτερη ανάμεσα στις 34 χώρες-μέλη του διεθνούς οργανισμού. Άρα, δεν μπορεί να υφίσταται επιχείρημα ότι «ο Έλληνας δουλεύει λίγο».
Δεύτερον: Σε σχέση με τις αμοιβές, σύμφωνα με στοιχεία του ΕΒΕΑ που προέρχονται από πρόσφατη έρευνα του επιμελητηρίου στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα παίρνουν τα λιγότερα χρήματα, που ανέρχονται σε 10.110 ευρώ τον χρόνο κατά μέσο όρο. Χαμηλότερα, δηλαδή, ακόμη και από τα 10.882 ευρώ των Πορτογάλων ή, πολύ περισσότερο, τα 16.382 ευρώ των Ισπανών. Κατά συνέπεια, είναι έωλο και το επιχείρημα ότι «ο Έλληνας είναι ακριβός».
Τρίτον: Αναφορικά με τους δημόσιους υπάλληλους, η απογραφή του 2010 τους καταμέτρησε σε 768.000. Την Ανοιξη του 2011, οι εταιρείες Icap Group και Hay Group, σε έρευνα για τα υπουργεία Οικονομικών και Εσωτερικών, τόνιζαν πως «το μέγεθος της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα στην Ελλάδα συμβαδίζει με το αντίστοιχο μέγεθος των αναπτυγμένων οικονομικά χωρών, ειδικά της Ε.Ε.», ενώ διαπίστωναν ότι το 50% των δημοσίων υπαλλήλων είχε μεικτές αποδοχές κάτω των 1.639 ευρώ μηνιαίως. Και ένα χρόνο αργότερα, ο τότε αρμόδιος υπουργός Δημήτρης Ρέππας δήλωνε ότι οι μόνιμοι στο Δημόσιο ανέρχονται σε 636.000. Έτσι, μάλλον είναι μύθος ο ισχυρισμός ότι «το Δημόσιο έχει υπεράριθμους εργαζομένους». Και ακόμη: Τα δύο προηγούμενα χρόνια, διαρκώς αυξάνονται οι ώρες δουλειάς, πέφτουν οι μισθοί και μειώνεται ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων.
Ωστόσο, με βάση τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, η Ελλάδα βρίσκεται στην 96η θέση της παγκόσμιας κατάταξης στην ανταγωνιστικότητα ανάμεσα σε 144 χώρες, κατρακυλώντας έξι θέσεις από πέρυσι. Και την ίδια στιγμή, η μείωση του κόστους εργασίας δεν βοήθησε ώστε να πέσουν οι τιμές στα είδη πρώτης ανάγκης τα οποία, όπως σημειώνει η Eurostat, είναι στην πλειονότητά τους πολύ ακριβότερα σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ε.Ε.
Το συμπέρασμα είναι μάλλον αδιαμφισβήτητο: Τα επιχειρήματα των τροϊκανών καταρρίπτονται στην πράξη. Το δε ερώτημα είναι απολύτως φυσιολογικό: Με ποιο τρόπο καταφέρνουν και στριμώχνουν τους συνομιλητές τους;
Γιώργος Παυλόπουλος