ΘΟΥΡΙΟΣ (ήτοι ορμητικός Πατριωτικός Ύμνος πρώτος, εις τον ήχον Μία προσταγή μεγάλη)
Ως πότε, παλληκάρια, να ζούμεν στα στενά,
μονάχοι, σαν λιοντάρια, στες ράχες, στα βουνά;
σπηλιές να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά,
να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;
να χάνωμεν αδέλφια, Πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;
Καλλιό ΄ναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά και φυλακή!
Τι σ’ ωφελεί αν ζήσεις και είσαι στη σκλαβιά;
Στοχάσου πως σε ψένουν, καθ’ ώραν στη φωτιά.
Βεζύρης, Δραγουμάνος, Αφέντης κι αν σταθείς,
ο Τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθείς·
δουλεύεις όλ’ ημέρα, σε ό,τι κι αν σοι πη,
κι αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιη.
Ο Σούτζος κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής
Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης, είν’ να ιδής.
Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν, κι αγάδες, με άδικον σπαθί·
κι αμέτρητ’ άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμιά ΄φορμή.
Ελάτε μ’ έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον επάνω στον Σταυρόν·
συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν,
να βάλωμεν, εις όλα να δίδουν ορισμόν·
οι Νόμοι ναν’ ο πρώτος και μόνος οδηγός,
και της Πατρίδος ένας να γένη αρχηγός·
γιατί κ’ η αναρχία ομοιάζει την σκλαβιά·
να ζούμε σα θηρία, είν’ πλιο σκληρή φωτιά.
Και τότε, με τα χέρια ψηλά στον ουρανόν,
ας πούμ’ απ’ την καρδιά μας ετούτα στον Θεόν:
Εδώ σηκώνονται οι Πατριώται ορθοί, και υψώντες τας χείρας
προς τον ουρανόν, κάμνουν τον Όρκον:
«Ω βασιλεύ του Κόσμου, ορκίζομαι σε Σε,
στην γνώμην των Τυράννων να μην ελθώ ποτέ!
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ
εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.
Εν όσο ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
για να τους αφανίσω, θε να `ναι σταθερός.
Πιστός εις την Πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
αχώριστος για να `μαι, υπό τον στρατηγόν.
Κι αν παραβώ τον όρκον, ν’ αστράψ’ ο Ουρανός,
και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός!».
Σ’ Ανατολή και Δύσι και Νότον και Βοριά,
για την Πατρίδα όλοι να `χωμεν μια καρδιά·
στην πίστιν του καθένας ελεύθερος να ζη,
στην δόξαν του πολέμου να τρέξωμεν μαζί.
Βουλγάροι κι Αρβανίτες, Αρμένοι και Ρωμιοί,
αράπηδες και άσπροι, με μια κοινή ορμή,
για την Ελευθερίαν να ζώσωμεν σπαθί,
πως είμασθ’ αντρειωμένοι, παντού να ξακουσθή.
Όσ’ απ’ την Τυραννίαν, πήγαν στην ξενιτειά,
στον τόπον του καθένας ας έλθη τώρα πια·
και όσοι του πολέμου την τέχνην αγροικούν,
εδώ ας τρέξουν όλοι, Τυρράνους να νικούν·
η Ρούμελη τους κράζει μ’ αγκάλες ανοιχτές,
τους δίδει βιό και τόπον, αξίες και τιμές.
Ως ποτ’ οφφικιάλος(1), σε ξένους βασιλείς;
Έλα να γένης στύλος δικής σου της φυλής.
Κάλλιο για την Πατρίδα κανένας να χαθή,
ή να κρεμάσει φούντα για ξένον στο σπαθί.
Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πλιο εχθροί·
αδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κ’ εθνικοί.
Μα όσοι θα τολμήσουν αντίκρυ να σταθούν,
εκείνοι και δικοί μας αν είναι, ας χαθούν.
Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά
ως πότε στες σπηλιές σας κοιμάσθε σφαλιστά;
Μαυροβουνιού καπλάνια(2), Ολύμπου σταυραετοί
κι Αγράφων τα ξεφτέρια(3) γενήτε μια ψυχή.
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσετε για μια
και αίμα των Τυράννων ρουφήστε σα θεριά.
Του Σάβα και Δουνάβου αδέλφια χριστιανοί,
με τ’ άρματα στο χέρι καθένας ας φανή·
το αίμα σας ας βράση με δίκαιον θυμόν·
μικροί, μεγάλ’ ομώστε Τυράννου τον χαμόν.
Λεβέντες αντρειωμένοι Μαυροθαλασσινοί,
ο βάρβαρος ως πότε θε να σας τυραννή;
Μην καρτερήτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί,
χωθήτε στο μπογάζι μ’ εμάς και σεις μαζί.
Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των νησιών,
σαν αστραπή χυθήτε, κτυπάτε τον εχθρόν.
Της Κρήτης και της Νύδρας θαλασσινά πουλιά,
καιρός είν’ της Πατρίδος, ν’ ακούστε την λαλιά.
Κι όσ’ είστε στην αρμάδα, σαν άξια παιδιά,
οι Νόμοι σας προστάζουν να βάλετε φωτιά.
Μ’ εμάς κ’ εσείς, Μαλτέζοι, γενήτ’ ένα κορμί·
κατά της Τυραννίας, ριχθήτε με ορμή.
Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει, σας πονεί,
ζητά την συνδρομήν σας με μητρικήν φωνή.
Τι στέκεις, Πασβαντζόγλου, τόσον εκστατικός;
Τινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αϊτός·
τους μπούφους και κοράκους καθόλου μη ψηφάς·
με τον ραγιά ενώσου, αν θέλης να νικάς.
Σιλίστρα και Μπραΐλα, Σμαήλι και Κιλί,
Μπενδέρι και Χοτίνι εσένα προσκαλεί·
στρατεύματά σου στείλε κ’ εκείνα προσκυνούν,
γιατί στην Τυραννίαν να ζήσουν δεν μπορούν.
Γκιουρτζή, πλια μη κοιμάσαι, σηκώσου με ορμήν·
τον Μπρούσια να μοιάσης έχεις την αφορμήν.
Και συ, που στο Χαλέπι ελεύθερα φρονείς,
πασιά, καιρόν μη χάνης, στον κάμπον να φανείς·
με τα στρατεύματά σου ευθύς να σηκωθής,
στης Πόλης τα φερμάνια ποτέ να μη δοθής.
Του Μισιριού ασλάνια(4), για πρώτη σας δουλειά,
δικόν σας ένα μπέη, κάμετε βασιλιά·
χαράτζι της Αιγύπτου στην Πόλ’ ας μη φανή,
για να ψοφήσ’ ο λύκος, οπού σας τυραννεί.
Με μια καρδίαν όλοι, μια γνώμην, μια ψυχή,
κτυπάτε του Τυράννου την ρίζαν να χαθή!
Ν’ ανάψωμεν μια φλόγα σε όλην την Τουρκιά,
να τρέξ’ από την Μπόσνα και ως την Αραπιά!
Ψηλά στα μπαϊράκια σηκώστε τον Σταυρόν,
και σαν αστροπελέκια χτυπάτε τον εχθρόν!
Ποτέ μη στοχασθήτε πως είναι δυνατός·
καρδιοκτυπά και τρέμει σαν τον λαγό κι αυτός.
Τρακόσιοι Γκιρτζιαλήδες τον έκαμαν να διή
πως δεν μπορεί με τόπια(5), μπροστά τους να εβγή.
Λοιπόν, γιατί αργείτε; τι στέκεσθε νεκροί;
Ξυπνήσατε, μην είσθε ενάντιοι κ’ εχθροί.
Πώς οι προπάτορές μας ωρμούσαν σαν θεριά,
για την Ελευθερίαν πηδούσαν στη φωτιά,
έτζι κ’ ημείς, αδέλφια, ν’ αρπάξωμεν για μια
τ’ άρματα, και να βγούμεν απ’ την πικρή σκλαβιά!
Να σφάξωμεν τους λύκους, που τον ζυγόν βαστούν
και Χριστιανούς και Τούρκους σκληρά τους τυραννούν·
στεριάς και του πελάγου να λάμψη ο Σταυρός,
κ’ εις την δικαιοσύνην να σκύψη ο εχθρός·
ο κόσμος να γλιτώση απ’ αύτην την πληγή
κ’ ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια, εις την Γη!
- Αξιωματούχος.
- Τίγρεις.
- Γεράκια.
- Λιοντάρια.
- Οι μπάλες των κανονιών, τα κανόνια.
Από το βιβλίο: «Ρήγα Βελεστινλή, Τα Επαναστατικά», πέμπτη έκδοση Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης Φερών-Βελεστίνου-Ρήγα, Αθήνα 2005,
όπως μεταφέρθηκε στην έκδοση:
«Δημήτριος Καραμπερόπουλος, Ο Θούριος του Ρήγα – Εμψυχωτής των Ραγιάδων Επαναστατών», έκδοση Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης Φερών-Βελεστίνου-Ρήγα, Αθηνα 2009.
Πηγή: στηθάγχη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου