Πηγή: efsyn.gr
Του Κωνσταντίνου Τσουκαλά
Ο φιλελεύθερος θρίαμβος, η πτώση του Τείχους και η παγκοσμιοποίηση δεν συνεπέφεραν το τέλος της Ιστορίας όπως την ξέραμε, αλλά την αρχή μιας άλλης που κανείς δεν είχε φανταστεί.
Πού οδεύει οι κόσμος; Το ερώτημα είναι τόσο παλιό όσο και η Ιστορία. Αλλά είναι σήμερα πιο αναπάντητο από οποτεδήποτε άλλοτε. Μολονότι οι προφήτες, οι οιωνοσκόποι, οι Κασσάνδρες και οι Σίβυλλες έχουν δώσει τη θέση τους σε επιστήμονες μελλοντολόγους, η δυναμική των εξελίξεων είναι υπέρ ποτέ απρόβλεπτη. Τα ιστορικά μέτωπα, που κάποτε έμοιαζαν σαφή και οριοθετήσιμα, διαχέοντα τώρα στη θολούρα μιας αξεδιάλυτης πολυπλοκότητας. Να θυμηθούμε πως μέχρι πρόσφατα, την ίδια στιγμή που οι φιλελεύθεροι ήταν πεπεισμένοι πως η κατίσχυση του συγκροτημένου «ελεύθερου» αγοραίου κόσμου θα οδηγήσει νομοτελειακά στην πρόοδο, οι μαρξιστές μπορούσαν να διαβεβαιώνουν ότι η χειραφέτηση του ανθρώπου θα επέλθει με την αναπόφευκτη ιστορική ήττα του κεφαλαίου μπροστά στις ανερχόμενες δυνάμεις της εργασίας. Ετσι, για μισόν αιώνα η πορεία του κόσμου εμφανιζόταν ως συνάρτηση της έκβασης του «ψυχρού πολέμου». Στο πλαίσιο αυτά οι κοσμοθεωρητικές βεβαιότητες, οι πολιτικές βουλήσεις και οι ιδεολογικές στρατεύσεις εξελίσσονταν ομόλογα και ομόρροπα. Ολοι έμοιαζαν να ξέρουν πού βρίσκονται και τι πρέπει να κάνουν.
Ολα αυτά αποτελούν όμως παρελθόν. Ο φιλελεύθερος θρίαμβος, η πτώση του Τείχους και η παγκοσμιοποίηση δεν συνεπέφεραν το τέλος της Ιστορίας όπως την ξέραμε, αλλά την αρχή μιας άλλης που κανείς δεν είχε φανταστεί. Ακόμα και αν οι παλιές αντιθέσεις βρίσκονται πάντα μαζί μας, νέα μέτωπα κατακλύζουν το ιστορικό προσκήνιο. Και, ασθμαίνοντας όπως πάντα, ο πολιτικός λόγος ακολουθεί. Οι κατεστημένες βεβαιότητες εμφανίζονται αποσαθρωμένες, οι σημασιακές δομές και οι ιδέες φαντάζουν ανεπαρκείς, οι εξουσίες λειτουργούν υπό αίρεσιν και οι εκλογικεύσεις τους μοιάζουν αθεμελίωτες. Στη «μεταβατική» περίοδο που βρισκόμαστε, κανείς δεν γνωρίζει την υφέρπουσα «λογική» της ιστορικής μετάβασης.
Ολα αυτά συνδέονται με τη ραγδαία μετατόπιση των παγκόσμιων ισορροπιών εξουσίας και τη διαφαινόμενη αστάθεια όλων των «αυτονόητων» διαχωριστικών γραμμών και ταξινομήσεων. Από τη μια μεριά, το τέλος του «ψυχρού πολέμου» συνεπέφερε την απάλειψη της διάκρισης ανάμεσα στον καπιταλιστικό και στον σοσιαλιστικό κόσμο.
Από την άλλη μεριά, η έκρηξη του κινεζικού κρατικού καπιταλισμού (και όλων των παραγωγικών γιγάντων που ακολουθούν στα χνάρια του) σηματοδότησε το τέλος της πάγιας κατάτμησης του κόσμου στις ανεπτυγμένες «μητροπόλεις» και στις υπανάπτυκτες «περιφέρειες». Πράγματι, στον νέο πολυ-πολικό κόσμο, η λέσχη των ισχυρών εμφανίζεται ανοιχτή: οι G6 γίνονται G10, G20, ή και όσοι ήθελαν αύριο προκύψει.
Ταυτόχρονα με την έκλειψη του «δεύτερου» κόσμου, εξαφανίζεται λοιπόν και ο «τρίτος» κόσμος της μόνιμης εξάρτησης και υποτέλειας. Αντί -και στη θέση- της σαφούς πολιτικής και πολιτιστικής αντίθεσης της «Δύσης» και της «Ανατολής», ο νέος «Βορράς» και ο νέος «Νότος» θα οριοθετηθούν ανοιχτά, με αποκλειστικό γνώμονα τις εξελισσόμενες παραγωγικές «επιδόσεις» τους στους κόλπους μιας ενιαίας ανταγωνιστικής αγοράς χωρίς περιορισμούς και σύνορα. Και όλοι πια είναι αιχμάλωτοι της οικουμενικής αυτής «συστημικής» δομής. Κανείς δεν μπορεί να προστατευθεί από τις ετυμηγορίες της, κανείς δεν μπορεί να αποκοπεί ή να απομονωθεί, κανείς δεν μπορεί να επηρεάσει τους κανονισμούς της λειτουργίας της. Ακόμα και οι ισχυρότερες κατεστημένες εξουσίες δεν έχουν πια τη δυνατότητα να εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή της οικονομικής τους ισχύος με πολιτικά μέσα. Η διαιώνιση της οικονομικής δύναμης εξασφαλίζεται μόνο μέσα από τη συστηματική προώθηση μιας ανταγωνιστικής αποτελεσματικότητας δίχως τέλος και όρια. Για πρώτη φορά στην Ιστορία, η δυναμική του οικουμενικού καταμερισμού του πλούτου και της ευημερίας φαίνεται να ακολουθεί καθαρά αγοραία κριτήρια. Οι διαφορικοί όροι πρόσβασης των κατά τόπους ανθρώπων στα υλικά αγαθά συναρτώνται πλέον από τη συνεχιζόμενη ανταγωνιστικότητα της συγκεκριμένης κοινωνίας στο πλαίσιο ενός παγκόσμιου χομπεσιανού οικονομικού bellum omnium contra omnes (πολέμου όλων εναντίον όλων).
Υπό τους όρους αυτούς όμως μετατοπίζονται και οι κοινωνικοπολιτικές αντιθέσεις στους κόλπους των επί μέρους κοινωνιών. Οι σχέσεις κεφαλαίου και εργασίας δεν μπορεί να προσλαμβάνονται όπως πριν. Με δεδομένη την παγκοσμιοποίηση του ανταγωνισμού, η μείωση του κόστους παραγωγής και η αύξηση της παραγωγικότητας τείνουν πια να εμφανίζονται σαν αναγκαίες προϋποθέσεις για την προώθηση ή συντήρηση της «εθνικής παραγωγικής ανταγωνιστικότητας». Και στο μέτρο που η μεταφορά κεφαλαίου και τεχνολογίας παραμένει ελεύθερη και φτηνή, είναι αναμενόμενο οι κατά τόπους εξουσίες να επιχειρούν να συρρικνώνουν το κόστος εργασίας. Και αυτό ακριβώς είναι το ιστορικό περιεχόμενο των εκσυγχρονιστικών και εκλογικευτικών πολιτικών, όπως η «λιτότητα» και η «εσωτερική υποτίμηση».
Οι πολιτικές και ιδεολογικές συνέπειες της εξέλιξης αυτής είναι απροσμέτρητες. Παντού, στο όνομα του υπερεπικρατειακού ανταγωνιστικού παραγωγιστικού ορθολογισμού, οι ιστορικές επικρατειακές κατακτήσεις των εργαζομένων τείνουν να ανατραπούν και η επικρατειακή διαδικασία ανακατανομής του κοινωνικού πλούτου υπέρ των αδυνάτων αναστρέφεται. Και δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι η νεοφιλελεύθερη «προσαρμογή» στις τρέχουσες περιστάσεις εμφανίζεται με οξύτερες και παροξυστικότερες μορφές εκεί που το κόστος της εργασίας εμφανίζεται συγκριτικά υψηλό, όπως στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ όπου η πολιτική συναίνεση είχε οικοδομηθεί πάνω στη βάση μιας μαζικής κατανάλωσης που στηριζόταν στην αύξηση των μισθών. Η ειρωνεία είναι εξόφθαλμη. Ολα συμβαίνουν ως εάν την ίδια στιγμή που η τέως περιφέρεια «εκδικείται» τις μητροπόλεις που τη δυνάστευαν, το κεφάλαιο «εκδικείται» τις δυνάμεις της εργασίας ανακτώντας, με «ιστορικό τόκο», όλα όσα είχε κάποτε υποχρεωθεί να τους εκχωρήσει.
Τα νέα αναδυόμενα πολιτικοκοινωνικά μέτωπα δεν μπορεί λοιπόν να είναι ίδια με εκείνα με τα οποία είχαμε εξοικειωθεί. Στο πλαίσιο μιας συνεχώς ανακατανεμόμενης παγκόσμιας ισορροπίας παραγωγικών επιδόσεων, οι πολιτικές στρατηγικές καλούνται να προσαρμοστούν. Η επιδίωξη μεγιστοποίησης της υλικής ευμάρειας των μαζών βρίσκεται βέβαια πάντα στο επίκεντρο. Εφεξής όμως, το αίτημα της ανακατανομής των πόρων μέσα σε μια κοινωνία δεν εμφανίζεται πια ομόρροπο με το αίτημα της κοινωνίας αυτής να βελτιώσει τη συνολική της θέση στο παγκόσμιο σύστημα κατανομής πλούτου.
Στο μέτρο λοιπόν που οι ανισότητες και οι αδικίες τείνουν να βαθαίνουν, τόσο ανάμεσα στις χώρες όσο και στους κόλπους τους, τα «πεδία» όπου διαμορφώνονται οι πολιτικές στρατηγικές υπακούουν σε συχνά αποκλίνουσες στοχοθεσίες. Η ισχύς της απόφανσης ότι, αν οι εργαζόμενοι θέλουν να εξακολουθούν να ζουν σε μια ευημερούσα χώρα, πρέπει να αποδεχτούν να περιορίσουν δραστικά το επίπεδο της διαβίωσής τους, εμφανίζεται πλέον ως αυταπόδεικτη. Η αναγκαστική λιτότητα των πολλών εμφανίζεται ως προϋπόθεση της ευμάρειας όλων.
Απέναντι στις νέες αυτές προκλήσεις των καιρών, η απανταχού Αριστερά, τόσο η μεταρρυθμιστική όσο η επαναστατική, στέκεται αμήχανη. Ταλαντευόμενη ανάμεσα στην ιστορικά μη διαπραγματεύσιμη προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων και στην προώθηση της παραγωγικής αποτελεσματικότητας των εθνικών οικονομιών, δυσκολεύεται να ιεραρχήσει τις πολιτικές της προτεραιότητες. Και η αμηχανία επιτείνεται από το γεγονός ότι, μη μπορώντας να δρουν μόνες τους οι αριστερές δυνάμεις, αναζητούν συμμαχίες τόσο με «ταξικούς» όσο και με «εθνικούς» όρους. Τα εμφανιζόμενα «Συλλογικά υποκείμενα» της ιστορικής προόδου εμφανίζονται λοιπόν εξ υπαρχής ρευστά, αντιφατικά και «πολυσυλλεκτικά», άρα και δύσκολα οριοθετήσιμα. Και το ίδιο συμβαίνει και σε σχέση με την εγγενώς ασαφή σύνθεση ανάμεσα στις κομματικές και τις κινηματικές μορφές.
Εδώ ακριβώς εντοπίζεται η μεγάλη πρόκληση των καιρών. Για όσο καιρό οι δυνάμεις της συντήρησης θα εξακολουθούν να μπορούν να αντιπαραθέτουν τον τρόμο του ανεξέλεγκτου χάους σε μιαν εξαθλίωση που υποτίθεται πως βρίσκεται υπό έλεγχο οι δυνάμεις της ανατροπής θα μειονεκτούν.
Η Αριστερά οφείλει λοιπόν να κατορθώσει το ακατόρθωτο επινοώντας νέες πλήρεις απαντήσεις σε ό,τι αφορά τη συμβατότητα των επί μέρους προτάσεών της, εξηγώντας τους τρόπους με τους οποίους στοχεύει να προωθήσει τα συμφέροντα των εργαζομένων στο πλαίσιο της παγκόσμιας ανταγωνιστικής σκακιέρας και συνθέτοντας τις επικρατειακές με τις υπερεπικρατειακές συνιστώσες της χειραφετητικής διαδικασίας. Για να πείθει ως αναγκαία, η ουτοπία πρέπει να εμφανίζεται ιστορικά «πραγματοποιήσιμη». Το αδύνατο είναι εφικτό μόνο αν μπορούμε να το ορίσουμε εις πείσμα των αντιφάσεων που καλούμαστε να επιλύσουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου