Παγιδευμένοι στην Αθήνα στο «L’ Escale»: Μια κατάδυση στον κόσμο των Ιρανών μεταναστών που ζουν δίχως επίσημα χαρτιά στην Αθήνα, περιμένοντας να φύγουν προς δυσμάς, που σε βάζει στη θέση τους και που σε βοηθά να αντιληφθείς την δική τους πλευρά, δίχως διδακτισμό ή ευκολίες.

Ο Ιρανικής καταγωγής σκηνοθέτης του φιλμ Καβέ Μπαχτιαρί, πολίτης της Ελβετίας, αφού στα οχτώ του χρόνια η οικογένειά του μετακόμισε εκεί, ανακαλύπτει το πόσο μεγάλη τύχη και δύναμη, είναι να κατέχει ένα ευρωπαϊκό διαβατήριο, όταν αποφασίζει να επισκεφτεί την Αθήνα όπου ο ξάδελφος του, βρίσκεται, εδώ και μερικούς μήνες, κολλημένος στην προσπάθειά του να φύγει από τη χώρα.

Μαζί με μερικούς ακόμη συμπατριώτες του, ζουν σε ένα υπόγειο διαμέρισμα που νοικιάζει ο Αμίρ, ένας Ιρανός που βρίσκεται στην Αθήνα τρία χρόνια και που περιμένοντας να φύγει, βοηθά άλλους να σταθούν στα πόδια τους. Ο σκηνοθέτης θα μείνει μαζί τους, στο ίδιο σπίτι και θα καταγράψει την καθημερινότητά τους, την αγωνία τους, τις χαρούμενες στιγμές τους, την μόνιμη σκιά που τους διαλύει: το να είσαι εκτός νόμου, μόνο και μόνο επειδή είχες την ατυχία να γεννηθείς κάπου αλλού.

Στην διάρκεια του ενός χρόνου που θα ακολουθήσει τις διαφορετικές ιστορίες τους που θα διασταυρωθούν για λίγο ή περισσότερο στο υπόγειο διαμέρισμα, κάποιοι από αυτούς θα κατορθώσουν να φύγουν κάποιοι θα αποφασίσουν να γυρίσουν πίσω στο Ιράν ακόμη κι αν τα πράγματα εκεί θα είναι χειρότερα γι αυτούς, όπως λένε κάποιοι θα μπουν φυλακή, κάποιοι θα φτάσουν στα άκρα από απόγνωση.

Και μαζί τους, μέσα από την απλή παρατήρηση, μέσα από τις μεταξύ τους κουβέντες, μέσα από τα όσα εξομολογούνται στην κάμερα του Μπαχτιαρί, μπορείς να αντιληφθείς πολύ πιο βαθιά όχι μόνο τις συνθήκες της ζωής τους, ή την ψυχολογική τους κατάσταση, αλλά μαζί, την «αγορά» που έχει χτιστεί πάνω στο δίκτυο της παράνομης διακίνησης μεταναστών, αλλά και το πως ένα πρόβλημα τόσο σημαντικό, μοιάζει συχνά να κρύβεται κάτω από το χαλί, αφού δεν μοιάζει ελκυστικό για τα media και οι κυβερνήσεις της δύσης δεν μοιάζουν αποφασισμένες να προσπαθήσουν σοβαρά να βρουν μια λογική λύση.

Το αποτέλεσμα είναι σχεδόν ασφυκτικό, σκληρό αλλά όχι δίχως ελπίδα. Λίγο πριν τους τίτλους του τέλους το φιλμ μας ενημερώνει για την τύχη των ηρώων του, για άλλους, απόλυτα προβλέψιμη, για άλλους τραγική, για μερικούς τυχερούς με ευτυχή κατάληξη. Ένας από αυτούς βρέθηκε μετά την προβολή της ταινίας στην σκηνή μαζί με τον σκηνοθέτη. Κατόρθωσε να φύγει λαθραία στην Νορβηγία κι όπως είπε η ζωή του έχει πλέον αλλάξει δραστικά.



Βλέποντάς τον στις Κάννες, όπου υποθέτουμε δεν ήρθε κρυμμένος στο σασί ενός φορτηγού, ή με διαβατήριο κάποιου άλλου, είναι προφανές ότι τα λόγια του είναι αληθινά. Όπως και η φράση που κάποια στιγμή λέει ένας από τους μετανάστες στο φιλμ και που ακούγεται σκληρή όταν είσαι Έλληνας: «Θέλω να φύγω από αυτή τη χώρα για την Ισπανία, όπου τουλάχιστον θα μπορώ να υπερασπιστώ να βασικά μου δικαιώματα. Η Ελλάδα δεν δίνει δεκάρα για τα ανθρώπινα δικαιώματα».