Ιδέες, παλιές και νέες Από τον Θανάση Γιαλκέτση
Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο των Ιταλών οικονομολόγων Τζόρτζιο Ρούφολο και Στέφανο Σίλος Λαμπίνι «Il film della crisi. La mutazione del capitalismo» (Einaudi, 2012).
Η κεντρική θέση αυτού του βιβλίου είναι ότι η κρίση στην οποία έχουν βυθιστεί οι δυτικές χώρες γεννιέται από τη ρήξη ενός ιστορικού συμβιβασμού μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας. Η φάση που ακολουθεί μετά από αυτήν τη ρήξη μπορεί να οριστεί ως η εποχή του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και αποτελεί την τρίτη μεταβολή που πέρασε ο καπιταλισμός από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Η πρώτη φάση είναι μια «εποχή των ταραχών» και αντιστοιχεί στο διάστημα μεταξύ των αρχών του αιώνα και της έκρηξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η δεύτερη φάση αποτελείται από τη λεγόμενη «χρυσή εποχή»: μια συνεννόηση μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας βασιζόμενη πάνω σε δύο θεμελιώδεις συμφωνίες. Η πρώτη συμφωνία περιελάμβανε την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, την οποία αντιστάθμιζε ο πολιτικός έλεγχος των κινήσεων των κεφαλαίων, ο οποίος εξασφάλιζε ένα ευρύ πεδίο στην αυτονομία της οικονομικής πολιτικής των κυβερνήσεων και στις διεκδικήσεις των εργαζομένων.
Η δεύτερη συμφωνία εμπνεόταν από μια νέα θεωρία για τη διεύθυνση των επιχειρήσεων, η οποία έβλεπε την επιχείρηση ως μια σύνθετη κοινωνική πραγματικότητα που επιδιώκει όχι μόνον το κέρδος αλλά και μια σειρά κοινωνικούς στόχους, καθιστώντας έτσι τη μεγάλη ιδιωτική επιχείρηση μια αληθινή κοινότητα. Η τρίτη φάση σηματοδοτεί ακριβώς μια ρήξη με τη χρυσή εποχή και υλοποιείται μέσα από την απελευθέρωση των κινήσεων του κεφαλαίου, η οποία επιτρέπει να εξαπολυθεί μια αληθινή καπιταλιστική αντεπίθεση. Αυτή η κίνηση, που πραγματοποιήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 από τους ηγέτες των Ηνωμένων Πολιτειών και της Μεγάλης Βρετανίας, προκαλεί μια θεμελιώδη μεταβολή στους συσχετισμούς δυνάμεων μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας και μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας και ανοίγει τον δρόμο στην εντυπωσιακή επέκταση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού στις δυτικές δημοκρατίες.
Η καπιταλιστική αντεπίθεση ωρίμασε μετά από μια σειρά γεγονότων που επηρέασαν την εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας στη δεκαετία του 1970. Πρώτα απ’ όλα, οι πετρελαϊκές κρίσεις οδήγησαν σε ένα «στασιμοπληθωρισμό», δηλαδή σε ένα συνδυασμό πληθωρισμού στις τιμές των καταναλωτικών προϊόντων και πτώσης της ζήτησης, ενώ τροφοδότησαν και μεγάλες επενδύσεις των πετροδολαρίων στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές. Πλάι στα δύο πετρελαϊκά σοκ, σημαντικό ρόλο έπαιξαν η πίεση που άσκησαν τα συνδικάτα των εργαζομένων, ο όλο και πιο έντονος ανταγωνισμός ανάμεσα στην παρακμάζουσα αμερικανική οικονομία και στις ανερχόμενες ευρωπαϊκές οικονομίες, καθώς και μια σειρά διανοητικά ρεύματα που άλλαξαν ουσιαστικά τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της οικονομικής σκέψης και που συγκεκριμενοποιήθηκαν πρώτα με την αναγέννηση ενός νέου οικονομικού φιλελευθερισμού και έπειτα με την αλλαγή της πολιτικής ιδεολογίας.
Το σύνολο αυτών των στοιχείων δημιούργησε τις προϋποθέσεις για να εξαπολυθεί μια αληθινή αντεπίθεση, η οποία ώθησε τον καπιταλισμό να σπάσει τον ιστορικό συμβιβασμό με τη δημοκρατία. Προκλήθηκε έτσι ο εκφυλισμός του οικονομικού συστήματος προς τις πιο βάναυσες μορφές, που εκφράζονται από το κυνήγι της μεγιστοποίησης του βραχυπρόθεσμου κέρδους, από τη δυνατότητα να εκβιάζουν τους εργαζόμενους με την απειλή της μετεγκατάστασης των επιχειρήσεων και από την ικανότητα να υπονομεύουν τις κυβερνήσεις που εφαρμόζουν ανεπιθύμητες οικονομικές πολιτικές. Ιδού, λοιπόν, ποια είναι η θεμελιώδης μεταβολή, ουσιαστικά χρηματοπιστωτικού χαρακτήρα, από την οποία προέκυψε η σημερινή κρίση. Αυτή η μεταβολή αποδίδει στη μεγάλη ιδιωτική επιχείρηση και στο κεφάλαιο μια δύναμη απολύτως δυσανάλογη σε σχέση με τους άλλους παράγοντες της παραγωγής και κυρίως με την εργασία. Από δω πηγάζει η γιγάντια ανισότητα ανάμεσα στην αμοιβή των κεφαλαίων και εκείνη των εργαζομένων.
Ανισότητα που θα προκαλούσε μοιραία πτώση της ζήτησης και επομένως μια μεγάλη οικονομική κρίση, αν δεν είχε μεσολαβήσει η νικηφόρα κίνηση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού: η μαζική και γενικευμένη προσφυγή στον δανεισμό που προωθούσαν οι ιδιωτικές τράπεζες και ευνοούσαν οι οικονομικές πολιτικές των νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων. Η δανειακή επιβάρυνση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων ανανεωνόταν συστηματικά, καθιστώντας έτσι τον νέο χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό ένα σύστημα στο οποίο τα χρέη ποτέ δεν εξοφλούνται. Επρόκειτο για μια απαράδεκτη διακινδύνευση, η οποία ωστόσο υποκινούνταν από τις κυβερνήσεις ενάντια σε κάθε λογική. Τα κύματα του χρέους που επισωρεύονταν το ένα πάνω στο άλλο θα ξεσπούσαν μοιραία, αργά ή γρήγορα, στην ακτή και η κρίση, που επί μακρόν αποφεύχθηκε, πλήττει το οικονομικό σύστημα τόσο πιο βίαια όσο πιο αργοπορημένη ήρθε.
Εκείνο που παρουσιαζόταν από τη νεοκαπιταλιστική ρητορική ως το θαύμα της νέας χρηματοπιστωτικής οικονομίας, που υποσχόταν μια ατέρμονη ανάπτυξη απαλλαγμένη από οικονομικές διακυμάνσεις, μετατρέπεται σε μια κρίση που χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό αβεβαιότητας και αδικίας. Το υψηλότατο επίπεδο στο οποίο έφτασε η ιδιωτική δανειακή επιβάρυνση, η επικυριαρχία του χρηματοπιστωτικού τομέα πάνω στην πραγματική οικονομία και η αδυναμία των δημοκρατιών και των κρατών απέναντι στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό επιδείνωσαν τα γεγονότα, μετατρέποντας μια δύσκολη κατάσταση στη χειρότερη ύφεση μετά τη μεγάλη κρίση του 1929. Στη συνέχεια, η δημόσια παρέμβαση δεν στάθηκε ικανή να προκαλέσει την αναστροφή του οικονομικού κύκλου και να αναζωογονήσει μια αυτοτροφοδοτούμενη ανάπτυξη. Η στρατηγική που καθοδήγησε την παρέμβαση του κράτους απέβλεπε απλώς στη μετατροπή του ιδιωτικού χρέους σε δημόσιο, με την ελπίδα ότι η οικονομία θα ανέκαμπτε, αποφεύγοντας να αγγίξει τους μηχανισμούς που επί τριάντα χρόνια τροφοδοτούσαν την επέκταση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και την αυξανόμενη απόκλιση στη διανομή του εισοδήματος.
Η προσφυγή στο κράτος, το οποίο θεωρήθηκε τώρα όχι πλέον σαν ένα εμπόδιο αλλά σαν ένας σωτήρας της αγοράς, κατέστησε δυνατή την αποφυγή της οικονομικής κατάρρευσης των τραπεζών και των μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων. Αλλά η αντικατάσταση του ιδιωτικού χρέους από το δημόσιο επιδείνωσε δραματικά τα δημόσια οικονομικά όλων των αναπτυγμένων χωρών και ιδιαίτερα των ασθενέστερων ευρωπαϊκών χωρών, φορτώνοντας τα κόστη της κρίσης στις «αθώες» κοινωνικές κατηγορίες: τους φορολογούμενους και τους εργαζόμενους. Στην Ευρώπη η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο, επειδή οι κυβερνήσεις, εν μέσω της κρίσης, αποφάσισαν να δώσουν προτεραιότητα στην εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών.
Αντίθετα, όλες οι προσπάθειες έπρεπε να κατευθυνθούν σε οικονομικές πολιτικές για την ενίσχυση της ζήτησης και της απασχόλησης. Με δυο λόγια, η φάση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, που σύμφωνα με την προπαγάνδα θα εξασφάλιζε μια εποχή απεριόριστης ανάπτυξης, δεν έφερε μεγαλύτερη οικονομική αποτελεσματικότητα, αλλά επιβράδυνση της ανάπτυξης, συνεχή αύξηση της απόστασης μεταξύ πλούσιων και φτωχών και έντονη οικονομική ευθραυστότητα, που έθεσε σε κίνδυνο την ίδια την επιβίωση του καπιταλιστικού συστήματος. Χρειάζεται επομένως αναστροφή της οικονομικής πολιτικής, προκειμένου να μειωθεί η δύναμη του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και να αποδοθούν στο κράτος και στη δημοκρατία οι μοχλοί της χρηματοδότησης της ανάπτυξης, ειδικά στη διάρκεια της κρίσης. Χρειάζεται ακριβώς η επιστροφή σε μια συνθήκη της «χρυσής εποχής», όταν είχε υλοποιηθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων αλλά όχι εκείνη των κεφαλαίων.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο των Ιταλών οικονομολόγων Τζόρτζιο Ρούφολο και Στέφανο Σίλος Λαμπίνι «Il film della crisi. La mutazione del capitalismo» (Einaudi, 2012).
Η κεντρική θέση αυτού του βιβλίου είναι ότι η κρίση στην οποία έχουν βυθιστεί οι δυτικές χώρες γεννιέται από τη ρήξη ενός ιστορικού συμβιβασμού μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας. Η φάση που ακολουθεί μετά από αυτήν τη ρήξη μπορεί να οριστεί ως η εποχή του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και αποτελεί την τρίτη μεταβολή που πέρασε ο καπιταλισμός από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Η πρώτη φάση είναι μια «εποχή των ταραχών» και αντιστοιχεί στο διάστημα μεταξύ των αρχών του αιώνα και της έκρηξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η δεύτερη φάση αποτελείται από τη λεγόμενη «χρυσή εποχή»: μια συνεννόηση μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας βασιζόμενη πάνω σε δύο θεμελιώδεις συμφωνίες. Η πρώτη συμφωνία περιελάμβανε την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, την οποία αντιστάθμιζε ο πολιτικός έλεγχος των κινήσεων των κεφαλαίων, ο οποίος εξασφάλιζε ένα ευρύ πεδίο στην αυτονομία της οικονομικής πολιτικής των κυβερνήσεων και στις διεκδικήσεις των εργαζομένων.
Η δεύτερη συμφωνία εμπνεόταν από μια νέα θεωρία για τη διεύθυνση των επιχειρήσεων, η οποία έβλεπε την επιχείρηση ως μια σύνθετη κοινωνική πραγματικότητα που επιδιώκει όχι μόνον το κέρδος αλλά και μια σειρά κοινωνικούς στόχους, καθιστώντας έτσι τη μεγάλη ιδιωτική επιχείρηση μια αληθινή κοινότητα. Η τρίτη φάση σηματοδοτεί ακριβώς μια ρήξη με τη χρυσή εποχή και υλοποιείται μέσα από την απελευθέρωση των κινήσεων του κεφαλαίου, η οποία επιτρέπει να εξαπολυθεί μια αληθινή καπιταλιστική αντεπίθεση. Αυτή η κίνηση, που πραγματοποιήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 από τους ηγέτες των Ηνωμένων Πολιτειών και της Μεγάλης Βρετανίας, προκαλεί μια θεμελιώδη μεταβολή στους συσχετισμούς δυνάμεων μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας και μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας και ανοίγει τον δρόμο στην εντυπωσιακή επέκταση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού στις δυτικές δημοκρατίες.
Η καπιταλιστική αντεπίθεση ωρίμασε μετά από μια σειρά γεγονότων που επηρέασαν την εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας στη δεκαετία του 1970. Πρώτα απ’ όλα, οι πετρελαϊκές κρίσεις οδήγησαν σε ένα «στασιμοπληθωρισμό», δηλαδή σε ένα συνδυασμό πληθωρισμού στις τιμές των καταναλωτικών προϊόντων και πτώσης της ζήτησης, ενώ τροφοδότησαν και μεγάλες επενδύσεις των πετροδολαρίων στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές. Πλάι στα δύο πετρελαϊκά σοκ, σημαντικό ρόλο έπαιξαν η πίεση που άσκησαν τα συνδικάτα των εργαζομένων, ο όλο και πιο έντονος ανταγωνισμός ανάμεσα στην παρακμάζουσα αμερικανική οικονομία και στις ανερχόμενες ευρωπαϊκές οικονομίες, καθώς και μια σειρά διανοητικά ρεύματα που άλλαξαν ουσιαστικά τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της οικονομικής σκέψης και που συγκεκριμενοποιήθηκαν πρώτα με την αναγέννηση ενός νέου οικονομικού φιλελευθερισμού και έπειτα με την αλλαγή της πολιτικής ιδεολογίας.
Το σύνολο αυτών των στοιχείων δημιούργησε τις προϋποθέσεις για να εξαπολυθεί μια αληθινή αντεπίθεση, η οποία ώθησε τον καπιταλισμό να σπάσει τον ιστορικό συμβιβασμό με τη δημοκρατία. Προκλήθηκε έτσι ο εκφυλισμός του οικονομικού συστήματος προς τις πιο βάναυσες μορφές, που εκφράζονται από το κυνήγι της μεγιστοποίησης του βραχυπρόθεσμου κέρδους, από τη δυνατότητα να εκβιάζουν τους εργαζόμενους με την απειλή της μετεγκατάστασης των επιχειρήσεων και από την ικανότητα να υπονομεύουν τις κυβερνήσεις που εφαρμόζουν ανεπιθύμητες οικονομικές πολιτικές. Ιδού, λοιπόν, ποια είναι η θεμελιώδης μεταβολή, ουσιαστικά χρηματοπιστωτικού χαρακτήρα, από την οποία προέκυψε η σημερινή κρίση. Αυτή η μεταβολή αποδίδει στη μεγάλη ιδιωτική επιχείρηση και στο κεφάλαιο μια δύναμη απολύτως δυσανάλογη σε σχέση με τους άλλους παράγοντες της παραγωγής και κυρίως με την εργασία. Από δω πηγάζει η γιγάντια ανισότητα ανάμεσα στην αμοιβή των κεφαλαίων και εκείνη των εργαζομένων.
Ανισότητα που θα προκαλούσε μοιραία πτώση της ζήτησης και επομένως μια μεγάλη οικονομική κρίση, αν δεν είχε μεσολαβήσει η νικηφόρα κίνηση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού: η μαζική και γενικευμένη προσφυγή στον δανεισμό που προωθούσαν οι ιδιωτικές τράπεζες και ευνοούσαν οι οικονομικές πολιτικές των νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων. Η δανειακή επιβάρυνση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων ανανεωνόταν συστηματικά, καθιστώντας έτσι τον νέο χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό ένα σύστημα στο οποίο τα χρέη ποτέ δεν εξοφλούνται. Επρόκειτο για μια απαράδεκτη διακινδύνευση, η οποία ωστόσο υποκινούνταν από τις κυβερνήσεις ενάντια σε κάθε λογική. Τα κύματα του χρέους που επισωρεύονταν το ένα πάνω στο άλλο θα ξεσπούσαν μοιραία, αργά ή γρήγορα, στην ακτή και η κρίση, που επί μακρόν αποφεύχθηκε, πλήττει το οικονομικό σύστημα τόσο πιο βίαια όσο πιο αργοπορημένη ήρθε.
Εκείνο που παρουσιαζόταν από τη νεοκαπιταλιστική ρητορική ως το θαύμα της νέας χρηματοπιστωτικής οικονομίας, που υποσχόταν μια ατέρμονη ανάπτυξη απαλλαγμένη από οικονομικές διακυμάνσεις, μετατρέπεται σε μια κρίση που χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό αβεβαιότητας και αδικίας. Το υψηλότατο επίπεδο στο οποίο έφτασε η ιδιωτική δανειακή επιβάρυνση, η επικυριαρχία του χρηματοπιστωτικού τομέα πάνω στην πραγματική οικονομία και η αδυναμία των δημοκρατιών και των κρατών απέναντι στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό επιδείνωσαν τα γεγονότα, μετατρέποντας μια δύσκολη κατάσταση στη χειρότερη ύφεση μετά τη μεγάλη κρίση του 1929. Στη συνέχεια, η δημόσια παρέμβαση δεν στάθηκε ικανή να προκαλέσει την αναστροφή του οικονομικού κύκλου και να αναζωογονήσει μια αυτοτροφοδοτούμενη ανάπτυξη. Η στρατηγική που καθοδήγησε την παρέμβαση του κράτους απέβλεπε απλώς στη μετατροπή του ιδιωτικού χρέους σε δημόσιο, με την ελπίδα ότι η οικονομία θα ανέκαμπτε, αποφεύγοντας να αγγίξει τους μηχανισμούς που επί τριάντα χρόνια τροφοδοτούσαν την επέκταση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και την αυξανόμενη απόκλιση στη διανομή του εισοδήματος.
Η προσφυγή στο κράτος, το οποίο θεωρήθηκε τώρα όχι πλέον σαν ένα εμπόδιο αλλά σαν ένας σωτήρας της αγοράς, κατέστησε δυνατή την αποφυγή της οικονομικής κατάρρευσης των τραπεζών και των μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων. Αλλά η αντικατάσταση του ιδιωτικού χρέους από το δημόσιο επιδείνωσε δραματικά τα δημόσια οικονομικά όλων των αναπτυγμένων χωρών και ιδιαίτερα των ασθενέστερων ευρωπαϊκών χωρών, φορτώνοντας τα κόστη της κρίσης στις «αθώες» κοινωνικές κατηγορίες: τους φορολογούμενους και τους εργαζόμενους. Στην Ευρώπη η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο, επειδή οι κυβερνήσεις, εν μέσω της κρίσης, αποφάσισαν να δώσουν προτεραιότητα στην εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών.
Αντίθετα, όλες οι προσπάθειες έπρεπε να κατευθυνθούν σε οικονομικές πολιτικές για την ενίσχυση της ζήτησης και της απασχόλησης. Με δυο λόγια, η φάση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, που σύμφωνα με την προπαγάνδα θα εξασφάλιζε μια εποχή απεριόριστης ανάπτυξης, δεν έφερε μεγαλύτερη οικονομική αποτελεσματικότητα, αλλά επιβράδυνση της ανάπτυξης, συνεχή αύξηση της απόστασης μεταξύ πλούσιων και φτωχών και έντονη οικονομική ευθραυστότητα, που έθεσε σε κίνδυνο την ίδια την επιβίωση του καπιταλιστικού συστήματος. Χρειάζεται επομένως αναστροφή της οικονομικής πολιτικής, προκειμένου να μειωθεί η δύναμη του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και να αποδοθούν στο κράτος και στη δημοκρατία οι μοχλοί της χρηματοδότησης της ανάπτυξης, ειδικά στη διάρκεια της κρίσης. Χρειάζεται ακριβώς η επιστροφή σε μια συνθήκη της «χρυσής εποχής», όταν είχε υλοποιηθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων αλλά όχι εκείνη των κεφαλαίων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου