Συνέβη πριν από 20 λεπτά. Βγήκα από το μετρό Αμπελοκήπων. Μπήκα μηχανικά σε ένα τρόλεϊ που κατέβαινε την Αλεξάνδρας για να πάω σπίτι. Στριμώχτηκα στο τρόλει που έγραφε “Νέα Φιλαδέλφεια” με άλλους 100, μπροστά μπροστά πίσω από τον οδηγό, αποφασισμένη να ακούσω μουσική και να μην ασχοληθώ με τους γύρω μου, μετά από μια πολύ κουραστική μέρα. Στην στάση μπήκε και ένας μετανάστης σκούρου χρώματος κουβαλώντας ένα καρότσι.
“Κατέβα κάτω” του λέει ο οδηγός, τσιτωμένος.
“Ναι εσύ με το καρότσι”.
Στα κλάσματα δευτερολέπτου που επεξεργαζόμουν πως θα χειριστώ την κατάσταση, ακούγεται μια γυναικεία φωνή από το βάθος.
“Άς τον άνθρωπο ήσυχο”.
“Τι σου φταίει ο άνθρωπος, που να πάει δηλαδή; συνεχίζω εγώ.”
“Καλά δεν βλέπεις ότι ο άνθρωπος είναι κουρασμένος;” Συνεχίζει μια τρίτη γυναικεία φωνή. ”
Γυρνάω πίσω συναντιέται το βλέμμα μου με καμιά δεκαριά ανθρώπους. Ανήσυχοι χαμογελάμε ο ένας στον άλλο. Παίρνουμε θάρρος και συνεχίζουμε.
“Δεν απαγορεύεται να κουβαλάς καρότσι” συνεχίζω. Σταματημένο το λεωφορείο στη μέση της Αλεξάνδρας, με το ένα πόδι μέσα και με το άλλο έξω ο μετανάστης και ένα φοβισμένο ευχαριστώ στα μάτια του. Και παρ όλη την καθυστέρηση, δεν παραπονιέται κανείς. Ο μαλάκας ο οδηγός συνεχίζει θυμωμένος. Μας δείχνει χαρτιά που αποδεικνύουν ότι και καλά έχει δίκιο. Και κάνει τη μαλακία να μας πει ότι ο νόμος είναι νόμος. Τα παίρνουν δυο μεγάλες κυρίες.
“Τι νόμιμα και αηδίες μας λες. Νομιμότατα μας κλέβουν σε αυτή τη χώρα”.
Και με μια φωνή εγώ και άλλη μια κοπελίτσα
“Αν ήταν Έλληνας θα του λεγες να κατέβει;”
“Εγώ δίνω το εισιτήριο μου άμα κατεβαίνω από το λεωφορείο είμαι παράνομη”λέει μια κοπελίτσα με κόκκινα μαλλιά που καθόταν δίπλα μου και μου χαμογελάει τσαχπίνικα. Ο μετανάστης κατέβηκε, αλλά η συζήτηση συνεχίστηκε. Μόνο ένας τόλμησε να πει “γεμίσαμε μετανάστες” “Πες τα” του λέει ο οδηγός. “Ναι αλλά είστε μειοψηφία του λέω, εδώ μέσα είμαστε πιο πολλοί “. Γέλια από πίσω. Ακούστηκαν και άλλα πολλά, απλά , λαικά, καθημερινά, επιχειρήματα κοινής λογικής που αποδόμησαν, τσάντισαν, τσίτωσαν και εξαγρίωσαν τον οδηγό.
Ήρθε η ώρα να κατέβω. “Έτσι να μη φοβόμαστε να μιλάμε “λέω στις γυναίκες
“Και που σε του λέω “Κάνε και καμιά απεργία, γιατί δε σε βλέπω καλά με τόση νομιμότητα.”Αυτά έγιναν στο τρόλει που πήγαινε στη Νέα Φιλαδέλφεια. Και γω έχω μια χαρά και ας είμαι κουρασμένη γιατί ο κόσμος μιλάει και υπερασπίζεται το δίκιο, γιατί αγκάλιασε τον μετανάστη, γιατί μίλησαν κυρίως οι γυναίκες, γιατί εκπλάγηκα και ήταν και αυτό ωραίο, και κυρίως γιατί είμαστε πλειοψηφία γαμώτο. Αυτή είναι η ιστορία, χωρίς ωραιοποίηση, χωρίς υπερβολή και αυτός είναι ο κόσμος στον οποίο ελπίζουμε, ότι θα αλλάξει τα πράγματα.
Να μιλάμε λοιπόν…δεν πάει ποτέ χαμένο.
Και να έχουμε εμπιστοσύνη στις ιδέες μας, και στις ουτοπίες μας, και στο επιβατικό κοινό των τρόλει που είναι ικανό για τα χειρότερα αλλά κυρίως για τα καλύτερα.
της Σεργίδου Κατερίνας
“Κατέβα κάτω” του λέει ο οδηγός, τσιτωμένος.
“Ναι εσύ με το καρότσι”.
Στα κλάσματα δευτερολέπτου που επεξεργαζόμουν πως θα χειριστώ την κατάσταση, ακούγεται μια γυναικεία φωνή από το βάθος.
“Άς τον άνθρωπο ήσυχο”.
“Τι σου φταίει ο άνθρωπος, που να πάει δηλαδή; συνεχίζω εγώ.”
“Καλά δεν βλέπεις ότι ο άνθρωπος είναι κουρασμένος;” Συνεχίζει μια τρίτη γυναικεία φωνή. ”
Γυρνάω πίσω συναντιέται το βλέμμα μου με καμιά δεκαριά ανθρώπους. Ανήσυχοι χαμογελάμε ο ένας στον άλλο. Παίρνουμε θάρρος και συνεχίζουμε.
“Δεν απαγορεύεται να κουβαλάς καρότσι” συνεχίζω. Σταματημένο το λεωφορείο στη μέση της Αλεξάνδρας, με το ένα πόδι μέσα και με το άλλο έξω ο μετανάστης και ένα φοβισμένο ευχαριστώ στα μάτια του. Και παρ όλη την καθυστέρηση, δεν παραπονιέται κανείς. Ο μαλάκας ο οδηγός συνεχίζει θυμωμένος. Μας δείχνει χαρτιά που αποδεικνύουν ότι και καλά έχει δίκιο. Και κάνει τη μαλακία να μας πει ότι ο νόμος είναι νόμος. Τα παίρνουν δυο μεγάλες κυρίες.
“Τι νόμιμα και αηδίες μας λες. Νομιμότατα μας κλέβουν σε αυτή τη χώρα”.
Και με μια φωνή εγώ και άλλη μια κοπελίτσα
“Αν ήταν Έλληνας θα του λεγες να κατέβει;”
“Εγώ δίνω το εισιτήριο μου άμα κατεβαίνω από το λεωφορείο είμαι παράνομη”λέει μια κοπελίτσα με κόκκινα μαλλιά που καθόταν δίπλα μου και μου χαμογελάει τσαχπίνικα. Ο μετανάστης κατέβηκε, αλλά η συζήτηση συνεχίστηκε. Μόνο ένας τόλμησε να πει “γεμίσαμε μετανάστες” “Πες τα” του λέει ο οδηγός. “Ναι αλλά είστε μειοψηφία του λέω, εδώ μέσα είμαστε πιο πολλοί “. Γέλια από πίσω. Ακούστηκαν και άλλα πολλά, απλά , λαικά, καθημερινά, επιχειρήματα κοινής λογικής που αποδόμησαν, τσάντισαν, τσίτωσαν και εξαγρίωσαν τον οδηγό.
Ήρθε η ώρα να κατέβω. “Έτσι να μη φοβόμαστε να μιλάμε “λέω στις γυναίκες
“Και που σε του λέω “Κάνε και καμιά απεργία, γιατί δε σε βλέπω καλά με τόση νομιμότητα.”Αυτά έγιναν στο τρόλει που πήγαινε στη Νέα Φιλαδέλφεια. Και γω έχω μια χαρά και ας είμαι κουρασμένη γιατί ο κόσμος μιλάει και υπερασπίζεται το δίκιο, γιατί αγκάλιασε τον μετανάστη, γιατί μίλησαν κυρίως οι γυναίκες, γιατί εκπλάγηκα και ήταν και αυτό ωραίο, και κυρίως γιατί είμαστε πλειοψηφία γαμώτο. Αυτή είναι η ιστορία, χωρίς ωραιοποίηση, χωρίς υπερβολή και αυτός είναι ο κόσμος στον οποίο ελπίζουμε, ότι θα αλλάξει τα πράγματα.
Να μιλάμε λοιπόν…δεν πάει ποτέ χαμένο.
Και να έχουμε εμπιστοσύνη στις ιδέες μας, και στις ουτοπίες μας, και στο επιβατικό κοινό των τρόλει που είναι ικανό για τα χειρότερα αλλά κυρίως για τα καλύτερα.
της Σεργίδου Κατερίνας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου