Ο Μπέρνι Σάντερς, αντίπαλος της κραταιάς Χίλαρι Κλίντον για το χρίσμα των Δημοκρατικών στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου 2016, παρουσίασε μετεωρική άνοδο –για Αμερικανό πολιτικό που δηλώνει ανοιχτά σοσιαλιστής. Παρά τις έντονες αντιδράσεις των ΜΜΕ και του κατεστημένου της Ουάσιγκτον, οι ιδέες του αποτέλεσαν τον καταλύτη ώστε να εκφραστεί ανοιχτά ένα μέρος της υποβόσκουσας λαϊκής δυσαρέσκειας.
Για τους αριστερής αντίληψης ψηφοφόρους των ΗΠΑ, η διαδρομή του Μπέρνι Σάντερς είναι εξαιρετικά οικεία. Ο γερουσιαστής του Βερμόντ και υποψήφιος στις προκριματικές του Δημοκρατικού Κόμματος (του οποίου δεν είναι μέλος) για τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου 2016, εκσφενδονίστηκε στη δημόσια σφαίρα με τον τρόπο που συνηθίζεται για τους περισσότερους προοδευτικούς στη χώρα του: με τη μεσολάβηση ετοιμοθάνατων οργανώσεων, που φυτοζωούν στο περιθώριο της αμερικανικής πολιτικής ζωής.
Τι-σερτ ενίσχυσης της καμπάνιας του Μπέρνι Σάντερς, στο γραφιστικό ύφος του αμερικανικού πανκ-ροκ (από το www.bernthewhitehouse.com).
Γεννημένος στο Μπρούκλιν, το 1941, από Εβραίους γονείς που μετανάστευσαν από την Πολωνία, ο Σάντερς φοιτά στο πανεπιστήμιο όταν εντάσσεται στην Ένωση Νέων Σοσιαλιστών (ΕΝΣ: Young People’s Socialist League, YPSL), τη φοιτητική οργάνωση του Σοσιαλιστικού Κόμματος Αμερικής. Κατά τη διάρκεια των χρόνων που ακολούθησαν, ενόσω η ΕΝΣ καταρρέει υπό το βάρος των εντός της αντιπαραθέσεων, εκείνος ρίχνεται ακάθεκτος στις μάχες της εποχής του: αγώνες για τα πολιτικά δικαιώματα, εναντίον του πολέμου του Βιετνάμ κ.ο.κ. Στη συνέχεια, αναλαμβάνει δράση με το Ενωτικό Κόμμα Ελευθερίας (Liberty Union Party), έναν μικρό πολιτικό σχηματισμό με έδρα την ορεινή Πολιτεία του Βερμόντ, όπου θέτει επανειλημμένα υποψηφιότητα, χωρίς επιτυχία, για τις θέσεις του Γερουσιαστή και του Κυβερνήτη.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, απέχει από την πολιτική και ασχολείται με προγράμματα λαϊκής εκπαίδευσης. Κατόπιν, το 1979, ηχογραφεί για λογαριασμό της εταιρείας Folkway Records τους λόγους εκείνου που υπήρξε πεντάκις υποψήφιος του Σοσιαλιστικού Κόμματος Αμερικής για τις προεδρικές εκλογές, του Γιουτζίν Β. Ντεμπς. Προσφέρει έτσι μια δεύτερη νεότητα σε διακηρύξεις όπως: «Δεν είμαι στρατιώτης του καπιταλισμού, είμαι προλετάριος επαναστάτης» ή «Είμαι αντίθετος με όλους τους πολέμους, εκτός από έναν». Ομολογίες πίστης ενάντια στο ρεύμα, σε μια χώρα που προετοιμάζεται να εναγκαλιστεί τη ρηγκανική αντεπανάσταση.
Δύο χρόνια αργότερα ωστόσο, προς γενική έκπληξη, ο Σάντερς καταφέρνει να εκλεγεί δήμαρχος του Μπέρλιγκτον, της μεγαλύτερης πόλης του Βερμόντ. Το εντυπωσιακό κατόρθωμα χαιρετίζει η «Vermont Vanguard Press», η τοπική εβδομαδιαία εφημερίδα, η οποία, σε μια ειδική έκδοσή της, ανακηρύσσει τη «λαϊκή δημοκρατία του Μπέρλιγκτον». Ο νέος δήμαρχος κρεμάει στον τοίχο του γραφείου του ένα πορτρέτο του Ντεμπς. Αφού επανεκλέγεται τρεις φορές στο αξίωμα του επικεφαλής της κοινότητας, το 1990 τολμά και καταφέρνει να επικρατήσει στις εκλογές, αν και ανεξάρτητος υποψήφιος, κερδίζοντας μια θέση στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Θα διατηρήσει την έδρα του έως το 2006, τη χρονιά της εκλογής του ως γερουσιαστής του Βερμόντ. Το πορτρέτο του Ντεμπς πλέον διακοσμεί το γραφείο του στο Καπιτώλιο της Ουάσιγκτον.
Συνενώνοντας διάσπαρτες δυνάμεις
Ως ανεξάρτητος, ο Σάντερς δεν δίστασε να κατέλθει υποψήφιος απέναντι στο Δημοκρατικό κόμμα. Ωστόσο, το όραμά του για τον σοσιαλισμό θυμίζει περισσότερο τον Σουηδό πρωθυπουργό Ούλοφ Πάλμε (θητεία: 1969-1976 και κατόπιν 1982-1986) παρά τον μέντορά του Ντεμπς, υπέρμαχο των μπολσεβίκων. Του αρέσει να αντιπαραθέτει τις επιτυχίες του κράτους πρόνοιας με τις ανισότητες που διαχωρίζουν την αμερικανική κοινωνία, εμμένοντας πάντοτε στην παιδική φτώχεια και την απουσία προσιτής και αποτελεσματικής υγειονομικής κάλυψης.
Στους λόγους του, ο όρος «σοσιαλισμός» επιτρέπει κατά κύριο λόγο τη μετάδοση της πλούσιας και μακράς ιστορίας της προοδευτικής παράταξης στις ΗΠΑ, αγνοημένης σε μεγάλο βαθμό από τις επίσημες αφηγήσεις. Στην πράξη, η πολιτική γραμμή του ως γερουσιαστή του Βερμόντ ακολουθεί από κοντά εκείνη της αριστερής πτέρυγας του Δημοκρατικού κόμματος. Όπως το δήλωνε μετ’ επιτάσεως, στις 22 Μαΐου του 2005, ο Χάουαρντ Ντιν, τότε πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής του Δημοκρατικού Κόμματος, στην εκπομπή «Meet The Press», «είναι απλώς ένας προοδευτικός δημοκράτης. Η αλήθεια είναι ότι ο Μπέρνι Σάντερς κατά 98% ψηφίζει ό,τι και οι Δημοκρατικοί».
Το μόνο ανεξάρτητο μέλος του Κογκρέσου δεν είναι λοιπόν θιασώτης της επανάστασης, ούτε καν ριζοσπάστης της ίδιας ιδιοσυγκρασίας με τον Τζέρεμι Κόρμπιν στο Ηνωμένο Βασίλειο (1). Ο αγώνας του επικεντρώνεται στην αναδιανομή του πλούτου, όχι στην ιδιοκτησία ή στον έλεγχό του. Έτσι, σε μια πρόσφατη ομιλία του, υπενθύμισε ότι δεν πιστεύει «στη δημόσια ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής» (2). Τόσο ξεκάθαρο όσο και το γεγονός ότι η προοδευτική δέσμευσή του διαφοροποιείται εμφανώς από την υπέρ των εργοδοτών θέση της αντιπάλου του Χίλαρι Κλίντον.
Η επικρατέστερη υποψήφια των Δημοκρατικών και ο σοσιαλιστής αντίπαλός της διαφοροποιούνται στα πάντα. Δεν είναι μόνο υπόθεση στυλ, έστω και αν η προσεκτική γλώσσα της πρώτης, κάθε λέξη της οποίας μοιάζει να έχει προηγουμένως ζυγιστεί με ακρίβεια από τους συμβούλους επικοινωνίας της, έρχεται σε αντίθεση με τα δίχως φιοριτούρες λόγια του δεύτερου. Δεν είναι ούτε και ζήτημα διαδρομής, έστω και αν, την εποχή που ο Σάντερς μαχόταν για τα πολιτικά δικαιώματα (ήταν το 1964), η Κλίντον υποστήριζε τον υπερσυντηρητικό Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο Μπάρι Γκολντγουώτερ. Η θεμελιώδης διαφορά έγκειται στην ίδια την ουσία των πολιτικών οραμάτων τους. Η Κλίντον, που το 2003 είχε ψηφίσει «ναι» στον πόλεμο στο Ιράκ, επισημαίνει κάποιες φορές στο κοινό της ότι «εκπροσωπούσε τη Γουόλ Στριτ» όταν ήταν γερουσιαστής της Νέας Υόρκης. Ο ανταγωνιστής της, επίμονος ακτιβιστής του πασιφισμού, καλεί σε μια «πολιτική επανάσταση» –με την οποία δεν εννοεί την οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, αλλά τη συμμετοχή του λαού στη δημοκρατική ζωή της χώρας, κάπως σαν την «επανάσταση των πολιτών» που επικαλείται στη Γαλλία ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν (3).
Το γεγονός ότι ένας σοσιαλιστής μπορεί να είναι τόσο δημοφιλής στην Αμερική του 21ου αιώνα καταπλήσσει τους παρατηρητές. Η ύπαρξη πολιτικών προσωπικοτήτων με ρίζες στην Αριστερά δεν αποτελεί κάποιου είδους παραξενιά στην Ευρώπη, αλλά σίγουρα είναι στις ΗΠΑ, όπου ποτέ δεν ευδοκίμησε κάποιο μαζικό λαϊκό κόμμα ικανό να φτάσει στην εξουσία και να εγκαθιδρύσει ένα αναδιανεμητικό καθεστώς ευρείας κλίμακας. Εν τούτοις, στο μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, αρκετοί μαχητικοί δημοκράτες συνέχισαν να χτίζουν τα θεμέλια ενός τέτοιου συστήματος. Εργατικά συνδικάτα, οργανώσεις υπεράσπισης των πολιτικών δικαιωμάτων, σύλλογοι: οι κοινωνικές δυνάμεις που επενδύθηκαν σε αυτό το σχέδιο δεν εξαφανίστηκαν. Ωστόσο, καθώς δεν ασκούν κανέναν έλεγχο σε ένα κόμμα κατά βάση αφοσιωμένο στην υπεράσπιση των συμφερόντων του κεφαλαίου, βρίσκονται παραγκωνισμένες από τον δημόσιο διάλογο, αρκετά συχνά μάλιστα χωρίς να προβάλλουν αντίσταση. Αφού το χάσμα που τους χωρίζει από τους μεγαλοπαράγοντες του κόμματος κάθε μέρα μεγαλώνει και περισσότερο, δεν προκαλεί και τόσο μεγάλη έκπληξη το γεγονός ότι η φωνή ενός Μπέρνι Σάντερς εγείρει ένα ολοένα αυξανόμενο ενδιαφέρον.
Οι ιδεολογικές θέσεις της Κλίντον σε μεγάλο βαθμό βασίζονται στην παράδοση του «τρίτου δρόμου» που όρισαν οι Νέοι Δημοκρατικοί. Δημιουργήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 υπό την αιγίδα του καταργημένου πλέον Συμβουλίου Ηγεσίας των Δημοκρατικών (Democratic Leadership Council, DLC). Η πλατφόρμα τους, σχεδιασμένη ως ανταπάντηση στον θριαμβεύοντα συντηρητισμό της ρηγκανικής εποχής, ισχυριζόταν πως η παρακμή των κοινωνικών κινημάτων αποτελούσε την αναγγελία θανάτου για την πολιτική της δημοσιονομικής δικαιοσύνης και πως εκείνο που άρμοζε πλέον ήταν να συνταχθούν επί της αρχής με ένα απομειωμένο κράτος, επικεντρωμένο περισσότερο στην επιβοήθηση των επιχειρήσεων παρά στην προστασία των πολιτών, οι οποίοι θα αρκούνταν πλέον συμβολικά σε μερικά ψίχουλα.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, το δίδυμο που σχημάτισαν ο πρόεδρος Μπιλ Κλίντον και η σύζυγός του συνέβαλε ιδιαίτερα στην υλοποίηση αυτής της ιδεολογικής μετάλλαξης. Ο Κλίντον ήταν, και όχι ο Ρήγκαν, που διακήρυξε το «τέλος του κράτους πρόνοιας όπως το γνωρίζουμε». Εκείνη που τότε ήταν πρώτη κυρία –και δικηγόρος– δεν φειδωλεύτηκε την υποστήριξή της στις εμπνευσμένες από τους Νέους Δημοκρατικούς μεταρρυθμίσεις, όπως ο νόμος του 1996 που ακρωτηρίασε τα κοινωνικά βοηθήματα για τους φτωχότερους (4). Όσο κι αν ο Μπαράκ Ομπάμα υποσχόταν την αλλαγή όταν βρισκόταν αντιμέτωπος μαζί της κατά τις προκριματικές εκλογές του κόμματος, το 2008, η πολιτική του στον Λευκό Οίκο πολύ λίγο απέκλινε από το πρόγραμμα του καταργημένου πλέον DLC –με την εξαίρεση της (ημιτελούς) μεταρρύθμισης του συστήματος ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Η μόνιμη εκ μέρους του διάθεση συμβιβασμού με την επιχειρηματική κοινότητα απογοήτευσε ένα μέρος της βάσης των Δημοκρατικών.
Διάφορα κινήματα της Αριστεράς επιχείρησαν τα τελευταία χρόνια να ανατρέψουν την προεδρική γραμμή, ιδίως την επαύριο της κρίσης του 2008. Ανάδειξη του κινήματος Occupy Wall Street, απεργία των εκπαιδευτικών του Σικάγο, κινητοποίηση των εργαζομένων του τομέα της γρήγορης εστίασης, διαδηλώσεις διαμαρτυρίας κατά των αστυνομικών βιαιοτήτων, δημόσιες συζητήσεις για την εισοδηματική ανισότητα: παρά το γεγονός ότι στα ΜΜΕ τούς δόθηκε πολύ λιγότερη προσοχή απ’ όση στους κομπασμούς του Tea Party ή στα παραληρήματα του Ντόναλντ Τραμπ, τα κοινωνικά ξεσπάσματα υποδεικνύουν πως η αμερικανική Αριστερά, που θεωρούνταν κλινικά νεκρή, ίσως να βρίσκεται σε τροχιά αναγέννησης.
Ο ίδιος ο Σάντερς περιγράφει την υποψηφιότητά του ως μια απόπειρα εδραίωσης και οργάνωσης μιας διεσπαρμένης Αριστεράς, που δυσκολεύεται να ακουστεί: «Αν κατεβαίνω στις εκλογές, είναι για να βοηθήσω στον σχηματισμό μιας συμμαχίας που να μπορεί να νικήσει –που να μπορεί να μετασχηματίσει την πολιτική» (5). Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της προεκλογικής εκστρατείας του. Οκτώ, όμως, μήνες μετά την είσοδό του στην πολιτική κονίστρα, δείχνει να έχει αγγίξει μια ευαίσθητη χορδή στη χώρα. Μερικές από τις συγκεντρώσεις του προσελκύουν δεκάδες χιλιάδες άτομα. Στις προκριματικές της Αϊόβα έχασε από την Χίλαρι Κλίντον μόνο για μερικές ψήφους (0,25% διαφορά μεταξύ τους), ενώ στις ανάλογες του Νιου Χαμσάιρ κέρδισε θριαμβευτικά, συγκεντρώνοντας το 60,4% των ψήφων έναντι 38% της αντιπάλου του (διαφορά: 22,4%). Όσο για τα αποτελέσματα της κρίσιμης «Σούπερ Τρίτης» 1ης Μαρτίου, όπου διεξήχθησαν προκριματικές των Δημοκρατικών σε 11 Πολιτείες, παρά την αναμενόμενη επικράτηση της κ. Κλίντον και την εκ μέρους της διασφάλιση αποφασιστικού αριθμού εκλεκτόρων, ο Μπέρνι Σάντερς κέρδισε με διαφορά τέσσερις από αυτές, ενώ σε όλες διατήρησε τη δυναμική στο κατεξοχήν κοινό του: τους νέους και τους ανεξάρτητους ψηφοφόρους.
Ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι ο σοσιαλιστής υποψήφιος κατάφερε να συγκεντρώσει τους απαιτούμενους πόρους –μια αναγκαία προϋπόθεση για την επιβίωση στην αμερικανική πολιτική σκηνή: μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου του 2015, είχε συγκεντρώσει 41,5 εκατ. δολάρια από σχεδόν 681.000 δωρητές. Μια δυναμική που εντείνεται: μέσα στις 24 ώρες που ακολούθησαν τη νίκη του στις προκριματικές του Νιου Χαμσάιρ, και μετά από την πρόσκληση για οικονομική ενίσχυση που απηύθυνε στους απλούς πολίτες σε μια αποστροφή τού τηλεοπτικά μεταδιδόμενου λόγου του, συγκέντρωσε 6,4 εκατ. δολάρια, με τη μέση συνεισφορά να ανέρχεται σε μόλις 34 δολάρια. Η άνοδός του ώθησε την Κλίντον να αναθεωρήσει ορισμένες από τις θέσεις της: τον περασμένο Οκτώβριο, λόγου χάρη, ανακοίνωσε την αντίθεσή της στα σχέδια για τη μεγάλη διατλαντική αγορά (συμφωνία TTIP), την οποία προηγουμένως υποστήριζε.
Τα εμπόδια που ορθώνονται απέναντι στον Σάντερς παραμένουν εξίσου σημαντικά, για να μην πούμε ανυπέρβλητα. Στην πλειοψηφία των παραδοσιακά ευνοϊκών προς τους Δημοκρατικούς Πολιτειών, οι ψηφοφόροι θεωρούν πως οι πιθανότητες να τα καταφέρει δεν είναι ίδιες με εκείνες της Κλίντον –ακόμη και αν ορισμένες δημοσκοπήσεις τον δείχνουν να κερδίζει απέναντι σε έναν Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο. Επιπλέον, δεν μπορεί να υπολογίζει στην υποστήριξη κανενός από τους «σούπερ εκλέκτορες», αυτούς τους παράγοντες και τα μέλη ή πρώην μέλη του Κογκρέσου και της Γερουσίας, που από μόνοι τους αντιπροσωπεύουν το ένα πέμπτο του Συνεδρίου των Δημοκρατικών. Ακόμη και οι πιο προοδευτικές προσωπικότητες του κόμματος, όπως η Ελίζαμπεθ Γουόρεν, ο Τζέσι Τζάκσον ή ο Μπιλ ντε Μπλάζιο, απέφυγαν να δηλώσουν δημοσίως την υποστήριξή τους.
Για να γίνει ακόμη πιο περίπλοκη η εικόνα, και προκειμένου να δώσουμε έναν δείκτη της τρέχουσας κατάστασης του συνδικαλιστικού κινήματος στις ΗΠΑ, ούτε και οι οργανώσεις των εργαζομένων σπεύδουν να υποστηρίξουν τον Σάντερς. Τον περασμένο Νοέμβριο, το ισχυρό Διεθνές Σωματείο Απασχολουμένων στις Υπηρεσίες (SEIU), το οποίο εκπροσωπεί δύο εκατομμύρια μισθωτούς, δήλωσε ανοιχτά τη στήριξή του στην Κλίντον, παρά τις έντονες εσωτερικές αντιπαραθέσεις. Δύο μήνες νωρίτερα, η Αμερικανική Ομοσπονδία Εκπαιδευτικών (AFT) είχε κάνει το ίδιο. Η Κλίντον μπορεί στο εξής να επωφεληθεί από τη στήριξη οργανώσεων που αριθμούν 9,5 εκατομμύρια συνδικαλισμένους εργαζόμενους, ήτοι τα δύο τρίτα του συνολικού αριθμού τους (5).
Το φόβητρο που λέγεται Ντόναλντ Τραμπ
Βεβαίως, υπάρχουν και αξιοσημείωτες εξαιρέσεις: οι National Nurses United, το βασικό σωματείο νοσοκόμων και τραυματιοφορέων, με 180.000 μέλη, το Αμερικανικό Σωματείο Ταχυδρομικών Υπαλλήλων (APWU), με 200.000 μέλη, ή εκείνο των Εργαζομένων στις Επικοινωνίες (CWA, 700.000 μέλη), όλα τους συστοιχήθηκαν πίσω από τον Σάντερς. Όμως οι μεγάλες ομοσπονδίες θεωρούν πιο συνετό να στοιχηματίσουν στο φαβορί Κλίντον. Το ίδιο ισχύει και για ένα μεγάλο μέρος των συλλογικών και κοινοτικών δικτύων –ιδιαίτερα για τους μαύρους πάστορες, που έχουν μεγάλη επιρροή στις ενορίες τους, αλλά είναι ελάχιστα επιρρεπείς στην ανάληψη ρίσκων.
Η Κλίντον δεν έχει λοιπόν να αντιμετωπίσει πολλές έγνοιες. Εκτός από τη διαβόητη φήμη που την συνοδεύει, επωφελείται από την εκκωφαντική επιτυχία του Τραμπ, που παρακινεί πολλούς Αμερικανούς να στρέφονται προς την προφανώς σοβαρότερη και πιο καθησυχαστική υποψήφια. Οι Νέοι Δημοκρατικοί πάντοτε γνώριζαν πώς να διατηρούν την κυριαρχία τους παρουσιαζόμενοι ως το μικρότερο κακό…
Η εκστρατεία του Σάντερς δεν σκοπεύει ούτε στην εκ των έσω αναμόρφωση του Δημοκρατικού Κόμματος, όπως έλπιζαν να κάνουν ο Γιουτζίν ΜακΚάρθυ το 1968 ή ο Τζορτζ ΜακΓκόβερν το 1972, ούτε στην οικοδόμηση μιας αριστερής δύναμης ανάλογης με τον «συνασπισμό του ουράνιου τόξου», που αναδύθηκε κατά τη δεκαετία του 1980 γύρω από την υποψηφιότητα του Τζέσι Τζάκσον. Προσφέρει όμως σε εκατομμύρια αποκλεισμένους μια ευκαιρία να υψώσουν τη φωνή και να απαιτήσουν κάτι διαφορετικό από μια πολιτική συμπαιγνίας με τη Γουόλ Στριτ. Να λοιπόν γιατί ο σοσιαλιστής υποψήφιος γαργαλίζει τα αυτιά των εκλογέων: αποκαθιστά την ισχύ της αντίληψης σύμφωνα με την οποία το κράτος μπορεί να προστρέξει τους κοινωνικά μειονεκτούντες, ενώ ταυτόχρονα στηρίζεται σε κοινωνικά κινήματα ικανά να αποκαταστήσουν τον συσχετισμό δυνάμεων απέναντι στην εξουσία του χρήματος.
Μολονότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών δεν έχει σταματήσει διαρκώς να διογκώνεται, ο αριθμός των εθελοντών που στρατεύονται ενεργά στην εκστρατεία του σοσιαλιστή υποψηφίου δεν ξεπερνά τις μερικές χιλιάδες. Είναι λίγοι για έναν πληθυσμό 325 εκατομμυρίων ανθρώπων. Ίσως όμως να μην απαιτούνται περισσότεροι προκειμένου να εμπλουτίσουν με ιδέες της Αριστεράς τον δημόσιο διάλογο και να προσφέρουν επιχειρήματα σε εκείνους που νιώθουν, με κάπως συγκεχυμένο τρόπο, ότι η «τάξη των δισεκατομμυριούχων», όπως την αποκαλεί ο Σάντερς, δεν είναι άσχετη με τα βάσανά τους.
Δεδομένης της φύσης και της ιστορίας του Δημοκρατικού Κόμματος, η συμμετοχή του στις προκριματικές εκλογές είναι μια αναμφίβολα παράτολμη στρατηγική κίνηση. Όμως, ο ανεξάρτητος γερουσιαστής του Βερμόντ δεν έχει και πολλά να χάσει, αλλά έχει πολλά να κερδίσει: και πρώτα απ’ όλα, από τη γέννηση ενός νέου ακροατηρίου, που δεν φοβάται πλέον την τρομακτική λέξη «σοσιαλισμός».
1) Βλ. Alex Nunns, «Τζέρεμι Κόρμπιν, ο επικηρυγμένος», http://monde-diplomatique.gr/?p=911
(2) Ομιλία στο πανεπιστήμιο Τζορτζτάουν της Ουάσιγκτον, 19 Νοεμβρίου 2015.
(3) (Σ.τ.Μ.) Ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν (Jean-Luc Mélenchon) είναι μία από τις προσωπικότητες της κατακερματισμένης Αριστεράς στη Γαλλία, που ευαγγελίζεται τη δημιουργία μιας ευρύτερης συμμαχίας του χώρου. Έχει δηλώσει ότι θα θέσει υποψηφιότητα στις προεδρικές εκλογές του 2017.
(4) Βλ. Loïc Wacquant, «Quand le président Clinton “réforme” la pauvreté», «Le Monde diplomatique», Σεπτέμβριος 1996.
(5) «Bernie Sanders is thinking about running for president», «The Nation», Νέα Υόρκη, 18 Μαρτίου 2014.
(6) Brian Mahoney και Marianne Levine, «SEIU endorses Clinton», Politico.com, 17 Νοεμβρίου 2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου