Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο συγγραφέας του παρόντος άρθρου ήταν ένας από τους πρώτους που διέβλεψε την κυριαρχία του αναδυόμενου νεοφιλελευθερισμού στη Δύση. Σήμερα, υποστηρίζει ότι αυτό το δόγμα πλέον κλονίζεται. Τι θα συμβεί, όμως, στη συνέχεια;
Του Martin Jacques
Η δυτική οικονομική κρίση του 2007-2008 ήταν η χειρότερη από το 1931, ωστόσο οι άμεσες συνέπειές της ήταν παραδόξως ήπιες. Η κρίση αμφισβητούσε τους θεμέλιους λίθους της επί μακρόν κυρίαρχης νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, αλλά εκείνη έμοιαζε να βγαίνει τελικά αλώβητη. Οι τράπεζες διασώθηκαν, σχεδόν κανένας τραπεζίτης και από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού δεν διώχθηκε για τα αδικήματά του και το τίμημα των πράξεων τους κόστισε αδρά στους φορολογούμενους.
Η οικονομική πολιτική που υιοθετήθηκε στη συνέχεια, ειδικά στον αγγλοσαξονικό κόσμο, βασίστηκε στη νομισματική πολιτική και κυρίως στην ποσοτική χαλάρωση. Και απέτυχε. Η οικονομία της Δύσης έφτασε σε τέλμα και κοντεύει να ολοκληρώσει μια χαμένη δεκαετία, χωρίς να υπάρχει φως στο τούνελ.
Μετά από εννέα χρόνια, θερίζουμε τελικά τις θύελλες του πολιτικού ανέμου που έσπειρε η οικονομική κρίση. Κι όμως, πώς κατόρθωσε ο νεοφιλελευθερισμός να επιβιώσει φαινομενικά ανέγγιχτος, για τόσο μεγάλο διάστημα; Παρότι απέτυχε στις δοκιμασίες του πραγματικού κόσμου, δημιουργώντας την χειρότερη οικονομική καταστροφή εδώ και επτά δεκαετίες, σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο παρέμεινε ο κυρίαρχος του παιχνιδιού.
Κόμματα της Δεξιάς, του Κέντρου και της Αριστεράς επένδυσαν στη φιλοσοφία του, με κλασικό παράδειγμα τους Νέους Εργατικούς. Δεν γνώριζαν άλλο τρόπο σκέψης και δράσης: ο νεοφιλελευθερισμός είχε μετατραπεί σε ένα είδος κοινής λογικής. Με τους όρους του Αντόνιο Γκράμσι, είχε γίνει ηγεμονικός. Όμως, αυτού του είδους η ηγεμονία δεν μπορεί και δεν θα επιβιώσει στις δοκιμασίες της πραγματικής ζωής.
Η πρώτη υπόνοια για τις ευρύτερες πολιτικές συνέπειες αφορούσε τη μεταστροφή της κοινής γνώμης εναντίον των τραπεζών, των τραπεζιτών και των επιχειρηματικών παραγόντων. Για δεκαετίες, αυτές οι κατηγορίες βρίσκονταν στο απυρόβλητο: αντιπροσώπευαν τα πρότυπα της εποχής μας, αυτούς που μπορούσαν να παράσχουν όλες τις λύσεις για τα προβλήματα στην εκπαίδευση, την υγεία και σε οποιοδήποτε άλλο τομέα.
Πλέον, το άστρο τους βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, μαζί με αυτό της πολιτικής τάξης. Το αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης ήταν η υπονόμευση της πίστης και της εμπιστοσύνης στις ικανότητες των ελίτ που κυβερνούν. Και το γεγονός αυτό σηματοδότησε την απαρχή μιας ευρύτερης πολιτικής κρίσης.
Ωστόσο, οι αιτίες αυτής της πολιτικής κρίσης –που είναι ολοφάνερη και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού– είναι πολύ βαθύτερες από την οικονομική κρίση και την ουσιαστικά θνησιγενή ανάκαμψη της τελευταίας δεκαετίας. Οι αιτίες βρίσκονται στον πυρήνα του νεοφιλελεύθερου σχεδίου που γεννιέται κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και κατά την πολιτική άνοδο του Ρήγκαν και της Θάτσερ, και το οποίο προσδιορίζεται από την ιδέα μιας παγκόσμια απελευθερωμένης αγοράς των αγαθών, των υπηρεσιών και του κεφαλαίου.
Το ρυθμιστικό πλαίσιο του τραπεζικού συστήματος, που ίσχυε από την περίοδο της ύφεσης, ξηλώθηκε στις ΗΠΑ το 1990 και στη Βρετανία το 1986, δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις για την κρίση του 2008. Η ισότητα περιφρονήθηκε, η ιδέα μιας οικονομίας διάχυσης του πλούτου εξυμνήθηκε, το κράτος καταδικάστηκε ως περιοριστικός παράγοντας της αγοράς και κατά συνέπεια συρρικνώθηκε, η μετανάστευση ενθαρρύνθηκε, η ρύθμιση της αγοράς περιορίστηκε στο ελάχιστο, οι φόροι μειώθηκαν και απέναντι στην εταιρική φοροδιαφυγή όλοι έκαναν τα στραβά μάτια.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι από τη σκοπιά των ιστορικών κριτηρίων, η νεοφιλελεύθερη εποχή δεν διέθετε ιδιαίτερα θετικά πειστήρια. Η πιο δυναμική περίοδος στη δυτική μεταπολεμική ανάπτυξη ήταν ανάμεσα στο τέλος του πολέμου και τις αρχές της δεκαετίας του 1970, δηλαδή την εποχή του προνοιακού καπιταλισμού και του κεϋνσιανισμού, όπου ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν διπλάσιος από αυτόν της νεοφιλελεύθερης περιόδου από το 1980 έως σήμερα.
Αλλά μακράν το καταστροφικότερο χαρακτηριστικό της νεοφιλελεύθερης περιόδου ήταν η τεράστια αύξηση της ανισότητας. Μέχρι πολύ πρόσφατα, το γεγονός αυτό ουσιαστικά αγνοήθηκε. Πλέον έχει μετατραπεί, με ιλιγγιώδη ταχύτητα, σε ένα από τα πιο σημαντικά –αν όχι το σημαντικότερο– πολιτικά ζητήματα και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, με δραματικότερες διαστάσεις στις ΗΠΑ.
Είναι το κυριότερο ζήτημα που καθοδηγεί την πολιτική δυσαρέσκεια η οποία σαρώνει τη Δύση. Κοιτώντας τα στατιστικά δεδομένα, είναι αξιοπερίεργο και σοκαριστικό το γεγονός ότι αγνοήθηκε για τόσο μεγάλο διάστημα. Η εξήγηση μπορεί να αναζητηθεί αποκλειστικά στην απόλυτη ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού και των αξιών του
Ρόναλντ Ρήγκαν και Μάργκαρετ Θάτσερ σε συνάντησή τους το 1984
Ωστόσο, πλέον η ίδια η πραγματικότητα ανατρέπει την κυριαρχία αυτού του δόγματος. Την περίοδο 1948-1972, όλα τα κομμάτια του αμερικανικού πληθυσμού βίωναν παρόμοιες και σημαντικές βελτιώσεις στο επίπεδο διαβίωσής τους. Όμως, την περίοδο 1972-2013, το 10% των χαμηλότερων οικονομικών στρωμάτων είδε τη μείωση του πραγματικού του εισοδήματος, ενώ το 10% των πλουσίων είχε τις καλύτερες απολαβές.
Στις ΗΠΑ, το μέσο πραγματικό εισόδημα πλήρους απασχόλησης για τους άνδρες εργαζόμενους είναι σήμερα χαμηλότερο από ό,τι σαράντα χρόνια πριν: το εισόδημα του 90% του πληθυσμού έχει μείνει στάσιμο τα τελευταία 30 χρόνια. Στη Μεγάλη Βρετανία υπάρχει μια διαφορετική εικόνα. Το πρόβλημα έχει επιδεινωθεί από την έναρξη της οικονομικής κρίσης. Κατά μέσο όρο, το 65-70% των νοικοκυριών στις 25 χώρες με τις ισχυρότερες οικονομίες βλέπουν το εισόδημά τους να μένει σταθερό ή να μειώνεται, την περίοδο 2005-2014.
Δεν είναι δύσκολο να εντοπίσουμε την εξήγηση. Η εποχή της υπερ-παγκοσμιοποίησης χαρακτηρίστηκε από τη συστηματική πριμοδότηση του κεφαλαίου εις βάρος της εργασίας: διεθνείς συμφωνίες εμπορίου που συνάπτονται με απόλυτη μυστικότητα, παρουσία των επιχειρηματικών ιθυνόντων, ενώ τα σωματεία και οι πολίτες αποκλείονται. Πιο πρόσφατα παραδείγματα είναι, άλλωστε, η Διατλαντική Συμφωνία (ΤPP) και η Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP). Επίσης, η πολιτικο-νομική επίθεση στα σωματεία, η ενθάρρυνση της μετανάστευσης σε μεγάλη κλίμακα τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην Ευρώπη η οποία συνέβαλε στη μείωση της διαπραγματευτικής ισχύος του εγχώριου εργατικού δυναμικού. Κι ακόμα, η αποτυχία ενσωμάτωσης των μετατοπισμένων εργαζόμενων με οποιοδήποτε αξιόλογο τρόπο.
Όπως έχει δείξει ο Τομά Πικετί, εν τη απουσία αντίρροπων δυνάμεων, ο καπιταλισμός έχει την τάση να αναπτύσσεται προς την κατεύθυνση της αυξανόμενης ανισότητας. Την περίοδο ανάμεσα στο 1945 και στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο ψυχροπολεμικός ανταγωνισμός ήταν αναμφισβήτητα ο μεγαλύτερος παράγοντας αναχαίτισης αυτής της τάσης. Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, δεν υπήρξε κανένας άλλος τέτοιος παράγοντας. Και καθώς η λαϊκή αντίδραση αναπόδραστα μεγαλώνει, ένα τέτοιου τύπου συγκεντρωτικό καθεστώς ανταγωνισμού γίνεται πολιτικά μη βιώσιμο.
Μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στη Μεγάλη Βρετανία είναι εξεγερμένα ενάντια στις παρατάξεις τους, όπως δείχνει τόσο παραστατικά η υποστήριξη στον Τραμπ και τον Σάντερς στις ΗΠΑ και η ψήφος στο Brexit στη Μ. Βρετανία. Αυτή η λαϊκή αντίδραση περιγράφεται συχνά με αρνητικούς και απαξιωτικούς όρους ως λαϊκισμός.
Όπως γράφει ο Φράνσις Φουκουγιάμα σε ένα πρόσφατο εξαιρετικό άρθρο του στο Foreign Affairs: «”Λαϊκισμός” είναι η ταμπέλα που βάζουν οι πολιτικές ελίτ σε πολιτικές που υποστηρίζουν οι καθημερινοί άνθρωποι και που δεν τους αρέσουν». Ο λαϊκισμός είναι ένα κίνημα ενάντια στην κρατούσα τάξη πραγμάτων. Αντιπροσωπεύει το ξεκίνημα για κάτι καινούργιο, μολονότι είναι γενικά πολύ πιο ξεκάθαρο αυτό στο οποίο εναντιώνεται από αυτό το οποίο υποστηρίζει. Μπορεί να είναι προοδευτικός ή αντιδραστικός, αν και συχνότερα είναι και τα δυο.
Το Brexit είναι ένα κλασικό παράδειγμα αυτού του είδους λαϊκισμού. Ανέτρεψε έναν θεμελιώδη πυλώνα της βρετανικής πολιτικής που ίσχυε από τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Αν και φαινομενικά αφορούσε το ζήτημα της Ευρώπης, στην πραγματικότητα ήταν κάτι πολύ περισσότερο: μια κραυγή από αυτούς που αισθάνονται ότι έχουν χάσει, ότι εγκαταλείφθηκαν, από αυτούς που είδαν το επίπεδο διαβίωσής τους να παγώνει –ή και χειρότερα– από το 1980 και μετά, από αυτούς που νιώθουν εκτοπισμένοι από την μετανάστευση μεγάλης κλίμακας, μια συνθήκη απέναντι στην οποία δεν έχουν κανέναν έλεγχο, και που αντιμετωπίζουν μια ολοένα και περισσότερο επισφαλή και απορυθμισμένη αγορά εργασίας. Η εξέγερσή τους έχει οδηγήσει σε παράλυση τις κυβερνώσες ελίτ, όπως ισχυρίστηκε ένας πρωθυπουργός, που απέμεινε να ψάχνει στα σκοτεινά για θεϊκή έμπνευση.
Αφίσα της εκστρατείας υπέρ της εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ
To Brexit σηματοδοτεί την εξέγερση των εργαζομένων
To κύμα του λαϊκισμού σηματοδοτεί την επιστροφή της τάξης ως κεντρικού δρώντος της πολιτικής τόσο στη Μεγάλη Βρετανία, όσο και στις ΗΠΑ. Στις ΗΠΑ ειδικά πρόκειται για ένα γεγονός ιδιαίτερα αξιοσημείωτο. Για πολλές δεκαετίες, η ιδέα της «εργατικής τάξης» ήταν περιθωριακή στον αμερικανικό πολιτικό λόγο. Οι περισσότεροι Αμερικανοί περιέγραφαν τον εαυτό τους ως μεσαία τάξη, μια στάση που αποτύπωνε τον σφυγμό της προσδοκίας στην καρδιά της αμερικανικής κοινωνίας. Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση, το 2000 μόνο 33% των Αμερικανών χαρακτήριζαν τον εαυτό τους εργατική τάξη. Το 2015, το ποσοστό έφτασε στο 48%, δηλαδή σχεδόν ο μισός πληθυσμός.
Το Brexit, επίσης, ήταν πρωτίστως μια εξέγερση της εργατικής τάξης. Μέχρι πρόσφατα, η ισχύς της τάξης ήταν σε αποδρομή μπροστά στην ανάδυση ενός νέου φάσματος ταυτοτήτων και ζητημάτων, από το φύλο και τη φυλή μέχρι τον σεξουαλικό προσανατολισμό και το περιβάλλον. Η επιστροφή της τάξης, λόγω της μεγάλης απεύθυνσής της, έχει τη δυνατότητα να επαναπροσδιορίσει το πολιτικό τοπίο, όπως κανένα άλλο ζήτημα.
Η εκ νέου ανάδυση της τάξης δεν θα πρέπει να συγχέεται με το εργατικό κίνημα. Δεν είναι συνώνυμα πράγματα. Αυτό είναι εμφανές στις ΗΠΑ και ολοένα και περισσότερο στην περίπτωση της Μεγάλης Βρετανίας. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων πενήντα χρόνων υπάρχει μια αυξανόμενη διαφοροποίηση των δύο. Η εκ νέου ανάδυση της εργατικής τάξης ως πολιτικής φωνής στη Βρετανία, ιδιαίτερα όσον αφορά το Brexit, μπορεί να περιγραφεί μάλλον ως μη προσδιορισμένη έκφραση θυμού και διαμαρτυρίας με περιορισμένο αίσθημα αναφοράς στο εργατικό κίνημα.
Πράγματι, το Κόμμα Ανεξαρτησίας της Μ. Βρετανίας (UKIP) υπήρξε εξίσου σημαντικός παράγοντας –ειδικά όσον αφορά τη μετανάστευση και την Ευρώπη– στη διαμόρφωση των κυρίαρχων στάσεων. Στις ΗΠΑ ο Τραμπ και ο Σάντερς έδωσαν διέξοδο έκφρασης στην εξέγερση της εργατικής τάξης – και οι δύο εξίσου. Η εργατική τάξη δεν ανήκει σε κανέναν: ο προσανατολισμός της απέχει πολύ από το να είναι προκαθορισμένος και αποτελεί λειτουργία της πολιτικής.
Η νεοφιλελεύθερη περίοδος υπονομεύεται από δύο κατευθύνσεις. Πρώτον, αν τα διαπιστευτήρια οικονομικής προόδου του νεοφιλελευθερισμού δεν υπήρξαν ποτέ ιδιαίτερα ισχυρά, σήμερα είναι πενιχρά. Η οικονομία της Ευρώπης είναι ελάχιστα μεγαλύτερη από ό,τι ήταν στις αρχές της οικονομικής κρίσης του 2007. Οι ΗΠΑ μπορεί να τα πήγαν λίγο καλύτερα αλλά η ανάπτυξή τους είναι αναιμική. Οικονομολόγοι όπως ο Λάρι Σάμερς εκτιμούν ότι πιθανότερη προοπτική για το μέλλον είναι η μακροπρόθεσμη οικονομική στασιμότητα.
Και επιπλέον, επειδή η ανάκαμψη υπήρξε τόσο αδύναμη και εύθραυστη, υπάρχει μια διαδεδομένη πεποίθηση ότι μπορεί να έρθει μια ακόμα οικονομική κρίση. Με άλλα λόγια, η νεοφιλελεύθερη περίοδος έχει οδηγήσει τη Δύση πίσω στον καιρό των κρίσεων, της δεκαετίας του 1930. Σε αυτό το τοπίο, δεν είναι παράξενο που η πλειοψηφία των ανθρώπων της Δύσης πιστεύει ότι τα παιδιά τους θα ζήσουν χειρότερα από ό,τι οι ίδιοι.
Δεύτερον, αυτοί που έχασαν στην νεοφιλελεύθερη περίοδο δεν είναι πρόθυμοι να αποδεχτούν παθητικά τη μοίρα τους: εκφράζουν ολοένα και περισσότερο μια ανοικτή αντίδραση. Παρακολουθούμε το τέλος της νεοφιλελεύθερης εποχής. Δεν έχει ακόμα πεθάνει, αλλά ακούμε τους επιθανάτιους ρόγχους της, όπως ακριβώς με το τέλος της σοσιαλδημοκρατικής εποχής κατά τη δεκαετία του 1970.
Ένα ισχυρό σημάδι της αποδυνάμωσης του νεοφιλελευθερισμού είναι η ενίσχυση των φωνών των διανοουμένων που τοποθετούνται εναντίον του. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 μέχρι τη δεκαετία του 1980, στον οικονομικό διάλογο κυριαρχούσαν οι μονεταριστές και οι οπαδοί της ελεύθερης αγοράς.
Όμως από την έναρξη της οικονομικής κρίσης, το κέντρο βάρους του διαλόγου των διανοουμένων μετατοπίστηκε ριζικά. Αυτό είναι εμφανές στις ΗΠΑ, όπου οικονομολόγοι όπως ο Τζόζεφ Στιγκλιτς, ο Πολ Κρούγκμαν, ο Ντάνι Ρόντρικ και ο Τζέφρι Σακς αποκτούν μεγάλη επιρροή. «Το Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα» του Τομά Πικετί διαβάστηκε μαζικά. Η δουλειά τού Πικετί, μαζί με αυτήν του Τόνι Άτκινσον και του Άνγκους Ντίτον, επέβαλε το ζήτημα της ανισότητας στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας. Στη Βρετανία, ο Χα-Τζουν Τσανγκ, που υπήρξε για καιρό απομονωμένος στον κλάδο των οικονομολόγων, έχει κερδίσει απήχηση πολύ μεγαλύτερη από όσους πιστεύουν ότι τα οικονομικά είναι απλώς ένας τομέας των μαθηματικών
O γάλλος οικονομολόγος Τομά Πικετί
Παράλληλα, κάποιοι από αυτούς που υπήρξαν στο παρελθόν ένθερμοι υποστηρικτές της νεοφιλελεύθερης τάσης, όπως ο Λάρι Σάμερς και ο Μάρτιν Γουλφ των Financial Times, είναι σήμερα εξαιρετικά κριτικοί. Φυσάει αέρας στα πανιά της κριτικής του νεοφιλελευθερισμού, ενώ οι νεοφιλελεύθεροι και οι μονεταριστές αποσύρονται. Στη Βρετανία, ο μιντιακός και πολιτικός κόσμος δεν αντιλαμβάνεται αυτή τη στροφή. Ελάχιστοι αναγνωρίζουν ότι βρισκόμαστε στο τέλος μιας εποχής. Πεπαλαιωμένες στάσεις και αποφάνσεις κυριαρχούν, είτε πρόκειται για το Today Programme του ΒΒC, τον φιλοδεξιό Τύπο ή την κοινοβουλευτική ομάδα του Εργατικού Κόμματος.
Βρετανία: Ελάχιστοι αναγνωρίζουν το τέλος εποχής
Μετά την παραίτηση του Εντ Μίλιμπαντ από την ηγεσία των Εργατικών, κανείς δεν διέβλεπε τον θρίαμβο του Τζέρεμι Κόρμπιν στις επόμενες εκλογές για την ηγεσία του κόμματος. Όλοι υπέθεταν ότι θα είναι κάτι από τα ίδια –μια επιλογή που να θυμίζει Μπλερ ή μια μέση λύση όπως ο Μίλιμπαντ– πάντως σίγουρα όχι κάποιος σαν τον Κόρμπιν. Όμως το πνεύμα των καιρών έχει αλλάξει.
Τα μέλη του κόμματος, και ιδιαίτερα οι νέοι που εντάχθηκαν σε αυτό σε πρωτόγνωρη κλίμακα, ήθελαν πλήρη ρήξη με τους Νέους Εργατικούς. Ένας από τους λόγους για τους οποίους η Αριστερά απέτυχε να ηγηθεί της απογοήτευσης της εργατικής τάξης είναι ότι τα περισσότερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα μετατράπηκαν, σε διαφορετικό βαθμό το καθένα, σε βραχίονες τους νεοφιλελευθερισμού και της υπερ-παγκοσμιοποίησης.
Οι πιο ακραίες εκδοχές αυτού του φαινομένου ήταν οι Νέοι Εργατικοί και οι Δημοκρατικοί –που κατά τις δεκαετίες 1990 και 2000 μετατράπηκαν σε φρουρά του νεοφιλελευθερισμού, προσωποποιημένη από τον Τόνι Μπλερ και τον Μπιλ Κλίντον– η μέση οδός και ο τρίτος δρόμος.
Αλλά όπως σημειώνει και ο Ντέιβιντ Μάρκαντ σε ένα άρθρο του στο New Statesman, ποιος είναι ο λόγος ύπαρξης ενός σοσιαλδημοκρατικού κόμματος αν δεν εκπροσωπεί τους μη προνομιούχους, τους μη έχοντες και αυτούς που έχουν χάσει; Οι Νέοι Εργατικοί εγκατέλειψαν αυτούς που τους είχαν ανάγκη, τους οποίους υποτίθεται ότι ιστορικά όφειλαν να εκπροσωπούν. Είναι περίεργο λοιπόν που μεγάλα τμήματα του πληθυσμού εγκατέλειψαν το κόμμα που τους εγκατέλειψε; O Μπλερ στη μετενσάρκωσή του σε εμμονικό με το χρήμα σύμβουλο μιας θλιβερής παρέας προέδρων και δικτατόρων είναι η απόλυτη απόδειξη της πτώσης των Νέων Εργατικών.
Ο επικεφαλής των Εργατικών στη Μεγάλη Βρετανία Τζέρεμι Κόρμπιν
Οι επίδοξοι διάδοχοι του–ο Μπέρνχαμ, η Κούπερ και η Κένταλ– αντιπροσώπευαν τη συνέχεια. Αλλά ηττήθηκαν από τον Κόρμπιν, ο οποίος εξασφάλισε 60% των ψήφων. Οι Νέοι Εργατικοί τελείωσαν, όπως ακριβώς και ο παπαγάλος των Μόντι Πάιθον. Ελάχιστοι αντιλήφθηκαν το νόημα αυτού που συνέβη. Ένας από τους βασικούς αρθρογράφους του Guardian καλωσόρισε την εκτίναξη του αριθμού νέων μελών στο κόμμα, αλλά στη συνέχεια –τι έκπληξη– επιχειρηματολογούσε υπέρ της υποστήριξης της Ιβέτ Κούπερ, δηλαδή υπέρ του πλήρως αντίθετου παράγοντα με αυτόν που προκάλεσε τον ενθουσιασμό του. Το Κοινοβουλευτικό Εργατικό Κόμμα (PLP) αρνήθηκε να αποδεχτεί το αποτέλεσμα και από το τότε προσπαθεί με κάθε μέσο να απομακρύνει τον Κόρμπιν.
Καθώς το Εργατικό Κόμμα άργησε πάρα πολύ να συμφιλιωθεί με την άνοδο του θατσερισμού και τη γένεση μιας νέας εποχής στα τέλη της δεκαετίας του 1970, τώρα δεν μπορεί να δεχτεί ότι το θατσερικό παράδειγμα, το οποίο εντέλει αφομοίωσε μέσα από τους Νέους Εργατικούς, έχει ολοκληρώσει την πορεία του.
Οι Εργατικοί, όπως και όλοι, είναι υποχρεωμένοι να σκεφτούν με καινούργιους τρόπους. Η αντιπάθεια της βάσης του κόμματος για τους Νέους Εργατικούς δηλώνει ότι ποτέ δεν τους αποδέχτηκε, ότι τοποθετείται στην αντίπερα όχθη από τον Μπλερ και ότι ενσαρκώνει μια αυθεντικότητα και μια εντιμότητα που ο Μπλερ ολοφάνερα δεν διέθετε.
Ο Κόρμπιν δεν αποτελεί ένα αποκύημα των νέων καιρών αλλά έναν αναχρονισμό του τέλους της δεκαετίας του 1970 και των αρχών της δεκαετίας του 1980. Αυτό ακριβώς το στοιχείο είναι η δύναμη και ταυτοχρόνως η αδυναμία του. Δεν έχει μολυνθεί από την κληρονομιά των Νέων Εργατικών διότι ποτέ δεν την αποδέχθηκε. Ούτε όμως φαίνεται να κατανοεί τη φύση της νέας εποχής. O κίνδυνος είναι ότι έχει πήλινα πόδια σε ένα πολύ ρευστό και απρόβλεπτο περιβάλλον, στο οποίο οι βεβαιότητες κάθε είδους εκλίπουν. Σε αυτό το περιβάλλον, οι Εργατικοί έχουν βρεθεί διχασμένοι και επικίνδυνα αποδυναμωμένοι.
Το Εργατικό Κόμμα μπορεί να είναι “στην ενταντική”, ωστόσο η κατάσταση των Συντηρητικών δεν είναι και πολύ καλύτερη.
Ο Ντέιβιντ Κάμερον ευθύνεται για μια τεράστια και επιπόλαιη λανθασμένη κρίση αναφορικά με το Brexit. Αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπό τις πιο ντροπιαστικές συνθήκες. Το Συντηρητικό Κόμμα είναι υπερβολικά διχασμένο. Δεν γνωρίζει ποια κατεύθυνση να ακολουθήσει μετά το Brexit. Οι οπαδοί του Brexit παρουσίασαν μια αισιόδοξη εικόνα της απομάκρυνσης από την παρακμάζουσα ευρωπαϊκή αγορά και του εναγκαλισμού των αναπτυσσόμενων αγορών του κόσμου, αν και μετά βίας ανέφεραν τα ονόματα των χωρών που είχαν στο νου τους. Φαίνεται πως η νέα πρωθυπουργός έχει μάλλον μια αναχρονιστική εχθρότητα απέναντι στην Κίνα και μια προθυμία να ακυρώσει την καλή δουλειά που έκανε ο Τζόρτζ Όσμπορν. Εάν η κυβέρνηση γυρίσει την πλάτη στην Κίνα, με διαφορά την ταχύτερα αναπτυσσόμενη αγορά στον κόσμο, πού θα στραφεί;
H νέα πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Τερέσα Μέι
Το Brexit άφησε τη χώρα κατακερματισμένη και βαθιά διχασμένη, με υπαρκτή την πιθανότητα η Σκωτία να επιλέξει να ανεξαρτητοποιηθεί. Εν τω μεταξύ, οι Συντηρητικοί φαίνεται πως δεν έχουν κατανοήσει ότι η εποχή του νεοφιλελευθερισμού πνέει τα λοίσθια.
Από τη Μεγάλη Βρετανία στην Αμερική του Τραμπ
Όσο δραματικά και αν είναι τα γεγονότα στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορούν να συγκριθούν με όσα συμβαίνουν στις ΗΠΑ. Σχεδόν από το πουθενά, ο Ντόναλντ Τραμπ κατάφερε να πάρει το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών, προκαλώντας το σάστισμα σχεδόν όλων των αναλυτών αλλά και του ίδιου του κόμματός του.
Το μήνυμά του είναι χωρίς περιστροφές η αντι-παγκοσμιοποίηση. Πιστεύει ότι τα συμφέροντα της εργατικής τάξης έχουν θυσιαστεί προς όφελος των μεγάλων επιχειρήσεων που ενθαρρύνονται να επενδύσουν σε όλο τον κόσμο, στερώντας έτσι δουλειές από τους αμερικανούς εργαζόμενους.
Επιπρόσθετα, υποστηρίζει ότι η μεγάλη κλίμακα της μετανάστευσης έχει αποδυναμώσει τη διαπραγματευτική δύναμη των αμερικανών εργαζομένων και συνέβαλε στη μείωση των μισθών τους.
Ο Τραμπ προτείνει να υποχρεώνονται οι αμερικανικές εταιρίες να επενδύουν τα αποθέματά τους σε χρήμα στις ΗΠΑ. Πιστεύει πως η Βορειοαμερικανική Συμφωνία Ελευθέρων Συναλλαγών (Nafta) είχε ως συνέπεια τη μεταφορά θέσεων εργασίας από τις ΗΠΑ στο Μεξικό. Με παρόμοια επιχειρήματα αντιτίθεται στην TPP και την TTIP. Κατηγορεί επίσης την Κίνα ότι κλέβει δουλειές από τις ΗΠΑ και απειλεί να επιβάλει δασμό 45% στις κινεζικές εισαγωγές.
Απέναντι στην παγκοσμιοποίηση ο Τραμπ αντιπαραθέτει τον οικονομικό εθνικισμό: “Πρώτα η Αμερική”. Η απεύθυνσή του αφορά πρωτίστως τη λευκή εργατική τάξη που μέχρι την άφιξη του Τραμπ (και του Μπέρνι Σάντερς) στην πολιτική σκηνή είχε αγνοηθεί και υποαντιπροσωπευόταν από τη δεκαετία του 1980 και εξής.
Δεδομένου ότι οι μισθοί τους μειώνονται τα τελευταία 40 χρόνια είναι αξιοσημείωτο πώς η πολιτική τάξη παραμέλησε τα συμφέροντά τους. Ολοένα και περισσότερο, αυτή η ομάδα ψήφιζε υπέρ των Ρεπουμπλικάνων, ωστόσο οι τελευταίοι έχουν αιχμαλωτιστεί εδώ και καιρό από την τάξη των πολύ πλούσιων και την Wall Street που είναι υπέρ της παγκοσμιοποίησης, με τα συμφέροντα τους να βρίσκονται σε ευθεία αντίθεση με εκείνα της λευκής εργατικής τάξης. Με τον ερχομό του Τραμπ βρήκαν επιτέλους έναν αντιπρόσωπο: Εκείνοι κέρδισαν για τον Τραμπ το ρεπουμπλικανικό χρίσμα για την προεδρική υποψηφιότητα.O Ντόναλντ Τραμπ, υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ με τους Ρεπουμπλικανούς
Το επιχείρημα του οικονομικού εθνικισμού χρησιμοποιήθηκε με σθένος και από τον Μπέρνι Σάντερς, που έδωσε μάχη με την Χίλαρι Κλίντον για το χρίσμα των Δημοκρατικών. Θα το είχε κερδίσει πιθανότατα εάν δεν υπήρχαν οι 700 “υπερ-εκλέκτορες”, όπως τους αποκαλούν, οι οποίοι επελέγησαν από τη μηχανή των Δημοκρατικών και υποστήριξαν την Κλίντον. Όπως και με τους Ρεπουμπλικάνους, οι Δημοκρατικοί υποστήριξαν για πολύ καιρό μια νεοφιλελεύθερη στρατηγική υπέρ της παγκοσμιοποίησης, παρά τις ανησυχίες που είχαν τα συνδικάτα στη βάση του κόμματος. Τόσο οι Ρεπουμπλικάνοι, όσο και οι Δημοκρατικοί βρίσκονται τώρα σε μια κατάσταση βαθιάς πόλωσης ανάμεσα στους υποστηρικτές και τους επικριτές της παγκοσμιοποίησης. Πρόκειται για μια εντελώς νέα εξέλιξη, μια εξέλιξη που έχουμε να δούμε από την περίοδο της μετατόπισης προς τον νεοφιλελευθερισμό υπό τον Ρήγκαν, σχεδόν 40 χρόνια πριν.
Ένα άλλο βασικό στοιχείο της εθνικιστικής απεύθυνσης του Τραμπ —“Να ξανακάνουμε την Αμερική σπουδαία”— είναι οι θέσεις του για την εξωτερική πολιτική. Σύμφωνα με τον Τραμπ, η επιδίωξη της Αμερικής να διαδραματίζει τον ρόλο της μεγάλης δύναμης κατασπατάλησε τους πόρους του έθνους. Ο Τραμπ υποστηρίζει ότι το σύστημα συμμαχιών της χώρας είναι άδικο, καθώς η Αμερική επωμίζεται το μεγαλύτερο κόστος, ενώ οι σύμμαχοί της συνεισφέρουν πάρα πολύ λίγα.
Επικαλείται την Ιαπωνία, την Νότιο Κορέα αλλά και τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ ως βασικά παραδείγματα. Επιδιώκει να επαναφέρει την ισορροπία σε αυτές τις σχέσεις και, στην περίπτωση που αυτό δεν επιτευχθεί, να εξέλθει από αυτές.
Υποστηρίζει ότι η Αμερική, ως μια χώρα σε παρακμή, δεν μπορεί πλέον να φέρει αυτού του είδους το οικονομικό βάρος. Η Αμερική, αντί να επιχειρεί να διορθώσει τον κόσμο, θα πρέπει να κατευθύνει τα χρήματα αυτά σε επενδύσεις στο εσωτερικό της χώρας, ισχυρίζεται ο Τραμπ, παραπέμποντας στη ρημαγμένη κατάσταση των υποδομών της χώρας.
Η τοποθέτηση του Τραμπ αντιπροσωπεύει μια σημαντική κριτική της θέσης της Αμερικής ως παγκόσμιου ηγεμόνα. Τα επιχειρήματά του σηματοδοτούν μια ριζική ρήξη με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία υπέρ της παγκοσμιοποίησης που κυριάρχησε από τις αρχές του 1980 αλλά και με το δόγμα που ακολουθήθηκε στην εξωτερική πολιτική κατά το μεγαλύτερο μέρος της μεταπολεμικής περιόδου.
Αυτά τα επιχειρήματα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη. Δεν πρέπει να απορριφθούν ελαφρά τη καρδία, απλώς και μόνο λόγω του υποκειμένου της εκφοράς τους. Ο Τραμπ ωστόσο δεν είναι ένας άνθρωπος της Αριστεράς, αλλά ένας λαϊκιστής της Δεξιάς. Έχει εξαπολύσει μια ρατσιστική και ξενοφοβική επίθεση εναντίον των μουσουλμάνων και των Μεξικανών. Ο Τραμπ απευθύνεται στη λευκή εργατική τάξη που αισθάνεται ότι οι μεγάλες εταιρίες την εξαπάτησαν και ότι η μετανάστευση των ισπανόφωνων την υπονομεύει, ενώ πολύ συχνά είναι πικρόχολη προς τους Αφρο-αμερικανούς τους οποίους εδώ και πολλά χρόνια κάποιοι θεωρούν κατώτερους τους.
Μια Αμερική υπό τον Τραμπ θα σηματοδοτήσει την κάθοδο προς τον αυταρχισμό, έναν αυταρχισμό που θα χαρακτηρίζεται από την κατάχρηση, την αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων, τις διακρίσεις, τον ρατσισμό, την αυθαιρεσία και τη βία. Η Αμερική θα μετατραπεί σε μια βαθιά πολωμένη και διχασμένη κοινωνία.
Εάν πραγματοποιηθεί η απειλή ότι θα επιβάλει δασμό 45% στις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων, αυτό θα προκαλέσει σχεδόν σίγουρα αντίποινα από την Κίνα και θα προαναγγείλει την έναρξη μιας νέας εποχής δασμολογικού προστατευτισμού.
Ο Τραμπ μπορεί να χάσει τις προεδρικές εκλογές όπως ακριβώς ο Σάντερς έχασε το στοίχημα για το χρίσμα των Δημοκρατικών. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι δυνάμεις που αντιτίθενται στην υπερ-παγκοσμιοποίηση —την απεριόριστη μετανάστευση, την TPP και την TTIP, την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίου και πολλών άλλων— έχουν χάσει τη μάχη και θα οδηγηθούν σε παρακμή.
Σε λιγότερο από 12 μήνες, ο Τραμπ και ο Σάντερς μεταμόρφωσαν τη φύση και τους όρους της αντιπαράθεσης. Μακριά από το να υποχωρούν, τα επιχειρήματα των επικριτών της υπερ-παγκοσμιοποίησης κερδίζουν σταθερά έδαφος.
Περίπου τα δύο τρίτα των Αμερικανών συμφωνούν ότι “πρέπει να μην σκεφτόμαστε τόσο πολύ με γνώμονα το τι συμβαίνει διεθνώς και να επικεντρωθούμε περισσότερο στα δικά μας εθνικά προβλήματα”. Αλλά πάνω από όλα, αυτό που θα συνεχίσει να πυροδοτεί την αντιπαράθεση με τους υποστηρικτές της υπερ-παγκοσμιοποίησης είναι η ανισότητα.
Για τον συγγραφέα
Ο Martin Jacques είναι δημοσιογράφος, ακαδημαϊκός και συγγραφέας. Από το 1977 έως το 1991 υπήρξε επικεφαλής του περιoδικού του βρετανικού Κομμουνιστικού Κόμματος Marxism Today. Εργάστηκε ως αρθρογράφος στις εφημερίδες Times και Sunday Times, ενώ υπήρξε αναπληρωτής αρχισυντάκτης της εφημερίδας The Independent. Σήμερα εργάζεται ως αρθρογράφος στον Guardian και τον New Statesman. Είναι επίσης visiting fellow στο London School of Economics Asia Research Centre, ενώ έχει εκδόσει ένα σημαντικό βιβλίο για την οικονομική άνοδο της Κίνας με τίτλο When China Rules the World: The End of the Western World and the Birth of the New Global Order.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Guardian στις 21 Αυγούστου 2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου