Φωτο από την ιστορική δίκη των έντεκα φοιτητών: O μελανιασμένος Μάκης Μπαλαούρας, με εμφανή τα σημάδια του ξυλοδαρμού, o Κυριάκος Σταμέλος, o Βασίλης Χριστόπουλος, o Σάκης Παπαθεοδώρου, o Μάνος Τζανεττής (όρθιος), o Δημήτρης Αρχοντής κ.ά.
Ο αποχαιρετισμός του Ilan Solomon στο φίλο του Κυριάκο Σταμέλο , μια από τις εμβληματικές μορφές της λεγόμενης «γενιάς του Πολυτεχνείου», που πέθανε σήμερα απο βαρύ εγκεφαλικό, σε ηλικία 65 ετών.
Ο Κυριάκος ήταν μέλος της συντονιστικής επιτροπής της κατάληψης του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973, ήταν εκείνος που μαζί με τον Κώστα Λαλιώτη και τον Στέφανο Τζουμάκα ανέλαβε τις μάταιες διαπραγματεύσεις των εγκλείστων με τους στρατιωτικούς.
Στη συνέχεια συνελήφθη, φυλακίστηκε και υπέστη σκληρά βασανιστήρια.
Η Δίκη των έντεκα.
Ήταν 17 του Φλεβάρη του 1973.
Η κατηγορία ήταν… «τεντυμποϊσμός».
Ποινή τους, η υποχρεωτική στράτευση.
Τις μέρες του Πολυτεχνείου, πήρανε απολυτήριο.
Ο Σταμέλος πρόλαβε, γύρισε κι ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις με τους στρατηγούς της χούντας για την ασφαλή έξοδο των φοιτητών από το Πολυτεχνείο, μαζί με τον Κώστα Λαλιώτη.
Οι υπόλοιποι ήταν καθ’ οδόν για την Αθήνα.
Δικηγόρος ήταν ο Τάκης Παππάς.
Στη δίκη είχε καταθέσει σαν μάρτυρας υπεράσπισης ο αείμνηστος καθηγητής της φιλοσοφίας Δημ. Νιάνιας.
Όταν τον γνώρισα ήταν ένα 15χρονο παιδί, μαθητής του 2ου Γυμνάσιου της Χέυδεν, συχνά συνοφρυωμένος και με το βλέμμα σκοτεινό.
Όταν γελούσε όμως έτριζαν τα τσιμέντα.
Η οικογένεια του, αριστεροί με διωγμούς και εξορίες, είχαν λουφάξει κάτω από το βάρος της Χούντας.
Συμφοιτητές πια στο Πολυτεχνείο, ο Κυριάκος ήταν ο πιο τακτικός επισκέπτης της κατσαρόλας της μάνας μου.
Ήταν η εποχή που τον είδα να μεταμορφώνεται καθημερινά.
Διάβαζε με μανία τα «απαγορευμένα» βιβλία του πατέρα μου, που ο δικός του είχε κάψει φοβισμένος μη χάσει το τυπογραφείο και δει τα Μακρονήσια ξανά, τους δικούς μας «Παρθενώνες».
Λένιν, Μαρξ, Ένγκελς κλπ.
Άρχισε να μου μιλάει με τα δικά τους λόγια.
Τον ανακαλούσα συχνά στην φιλική τάξη, μέχρι που τον γνώρισα ξανά, αυτή τη φορά έναν ψηλό, δυναμικό εικοσάχρονο φυσικό ηγέτη με σηκωμένη τη γροθιά και βροντερή τη φωνή, στην πρώτη αντιδικτατορική διαδήλωση, στις εσωτερικές σκάλες της Σχολής των Μηχανολόγων.
Ήταν η μέρα των πρώτων «δοτών» φοιτητικών εκλογών, προοίμιο της «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος και της επερχόμενης ακόμα σκληρότερης χούντας του Ιωαννίδη.
Με τα καρφιά της Ασφάλειας να βουίζουν γύρω μας και τα διορισμένα Διοικητικά Συμβούλια των φοιτητών στις Σχολές να μας ειρωνεύονται για τις αυταπάτες μας.
«14 Φεβρουαρίου του 1973, στην πρώτη κατάληψη του Πολυτεχνείου κατά του νόμου για τις στρατεύσεις, που είχε δημοσιευθεί την προηγούμενη.
Εισβολή της αστυνομίας από τις πλαϊνές πόρτες, συνωστισμός στην έξοδο της Πατησίων, ανάμεσα σε διαδρόμους μπάτσων που χτυπούσαν με ότι είχαν.
Στα σκαλιά της πρυτανείας ένας μπάτσος βγάζει τη σιδερόβεργα από μια τριανταφυλλιά και ορμάει.
Ο Τζανεττής έπιασε τη σιδερόβεργα για να αποφύγει το χτύπημα και ο μπάτσος τον έπιασε από τα μαλλιά και τον έσυρε στην κλούβα.
Έτσι μάζεψαν τους 11 κατά την έξοδο, ενώ οι υπόλοιποι έβρισκαν κάτω από την πόρτα το ραβασάκι για τη στράτευση.
Έπρεπε να παρουσιαστούν «εντός τριών ημερών» στην Τρίπολη ή την Καλαμάτα.
Εκεί έφτασαν σε λίγες μέρες και οι 11 αφού πρώτα πέρασαν από δίκη» θυμάται ο Νίκος Δ.
Μετά από την ανάληψη της Κυβέρνησης από τον Μαρκεζίνη, δόθηκε η «αμνηστεία» κι επέστρεψαν οι φοιτητές του Πολυτεχνείου.
«Τους υποδεχτήκαμε στο μεγάλο αμφιθέατρο των Χημικών Μηχανικών, Τετάρτη πρωί της 14 Νοεμβρίου ήταν. Μετά άρχισαν τα επεισόδια. Οι της »Πανσπουδαστικής» και του »Ρήγα» βγήκαμε έξω … » (Λ.Χρ).
…
Με το άσπρο φανελάκι του, σαν σημαία παράδοσης και υποταγής, πήδηξε τα κάγκελα μαζί με τον Κώστα για να διαπραγματευτεί την έξοδο των παιδιών, λίγο πριν ο Γουνελάς ρίξει το τανκ πάνω στην πύλη της Πατησίων.
Ο Κυριάκος, ήρεμος στα σκαλιά της Αρχιτεκτονικής, περίμενε μέχρι να τελειώσει η εκκένωση.
Ήξερε πως γι αυτόν δεν υπήρχε οδός διαφυγής.
Στο τέλος, ο χοντρός του Σπουδαστικού της Ασφάλειας του λέει: «Πάμε Κυριάκο».
Φαντάρος πια, στην πρώτη μου άδεια, τον συναντώ μετά τον «κύκλο με την κιμωλία», το ξύλο και τη φάλαγγα, είκοσι μέρες όρθιος μ’ ένα μπουγέλο να τον ξυπνά στα κάτεργα του ΕΑΤ-ΕΣΑ.
Εκεί, στην πλατεία Βικτωρίας, μου ζήτησε την «άδεια».
Παραξενεύτηκα κι ας το περίμενα.
Του την έδωσα.
Μακάρι να μη του την είχα δώσει.
Η Βάσω, η πρώην μικρή αγαπημένη μου με τα φωτεινά πράσινα μάτια, του άρεσε πολύ, το ήξερα χρόνια πριν.
Αυτός όμως έλπιζε πως θα του φωτίσει την ήδη σκιασμένη του ζωή.
Παντρεύτηκαν.
Και χώρισαν αφού πρώτα παίδεψαν ο ένας τον άλλο πολύ.
Τελειόφοιτος ήταν θυμάμαι, όταν πήγε το καθιερωμένο ταξίδι της Σχολής στη Μόσχα.
Οι Κνίτες συνάδελφοι, «πρώτοι στα μαθήματα, πρώτοι στον αγώνα», πήραν σβάρνα τα κολχόζ και τα σοβχόζ κι όλες τις τιμημένες φάμπρικες της Σοβιετικής Εργατιάς.
Ο Σταμέλος κι ο κουμπάρος του, εξαφανισμένοι για δέκα μέρες στα παζάρια και τα μπορντέλα της Μόσχας, φτάνουν την τελευταία στιγμή, επιδεικτικά πανευτυχείς, στο Μοσχοβίτικο αεροδρόμιο, φορτωμένοι με ένα μεγάλο φουσκωτό, τίγκα στις γούνες και τα χρυσάφια από τη μαύρη αγορά για τις αγαπημένες τους, υπό τα αηδιασμένα βλέμματα των δογματικών αλλά και των αναθεωρητών συμφοιτητών τους.
Quelle decadence!
Η απαρέσκεια των συντρόφων, έγινε αποστροφή.
Τέτοιες επιλογές δεν είχαν σχέση με την αριστερή ηθική.
Αίσχος!
Τότε ήταν που αποφάσισε την στροφή.
Απέναντι σε όσους είχαν ήδη αρχίσει να καταλαμβάνουν τις νέες θέσεις τους στις κομματικές νομεκλατούρες των πολιτικών χώρων τους, αυτός θα έκανε πολλά λεφτά σαν καλός μηχανικός που ήταν, για να αποδείξει την ανωτερότητά του.
Και έκανε.
Και έχασε.
Τζογάρησε την ζωή του.
Κι απέτυχε.
Και έγραψε.
Κι ας μην τον καταλάβαινα συχνά.
Εγώ, ειμ’ αυτός που δεν είδε το φως,
νέος σαν ήταν, στα μάτια γλαυκός,
με διάπυρη πέννα τα στράβωσ’ αυτός,
που κυβερνάει.
Η σχέση του με την ποίηση ήταν απολύτως οργανική, απολύτως βιωματική.
Όπως όλοι οι πλάνητες του κόσμου, έτσι κι αυτός σάρκασε λυσσαλέα τη ζωή, από έρωτα και πάθος.
Βωμολόχα έξαρση, πολυσπερμική γλώσσα, εναλλαγή του έρωτα και της απελπισίας, της ζωής και του θανάτου, ανακάτεμα ιδιολέκτων διαφόρων λογιών και διαφόρων χρονικών στιγμών, έμπνευση γλωσσοπλαστική, «ανίερο» μπέρδεμα του λαϊκού με το λόγιο.
«Ο λόγος του δριμύς, δραστικός, ζωηρός, ακουμπά το είναι του απαιτητικού αναγνώστη. Δεν είναι μια γλώσσα πλαστική αυτή, δεν είναι μια γλώσσα που ξενίζει. Λέξεις κοινές, τολμηρές, αθυρόστομες, αντιποιητικές, αργκό καμιά φορά ή αρχαιοελληνικές: π.χ ταίς λέξεσι, αιέν, αριστεύειν, νταλικάδες, παπάτζα, μουνί, σακαφλιά, νινί, στιχαράκια, κοιλάρα, μαλάκω, τσατσάρα, μαλάκας, σφαλνάς, ερημοσπίτης, γουστάρω, λέξω, μπερκέτι, γαμώ, ξεύρουνε, ζωντανούδια, κονομήσω, πλιάτσικο, ευγαμημένη, γλυφομούνι, πουτανίτσα, λατρεμενάκια, αρχίδι, μερακλαντάν, γαμηθείτε, πεταμενάκης και άλλες. Ποικιλία γλωσσικού ύφους και ήθους», έγραψαν για την ποίησή του.
«Aν την ματιά σου μπορώ ν’ αντέξω, είμαι θεός».
Ο Σταμέλος παίζει με τις έννοιες, τις λέξεις, τις εμπειρίες του, παρουσιάζεται φιλοσοφικός και φιλοσοφημένος.
Κάνει ποίηση τη χασούρα του, τις ζημιές του.
«… γιατί με πίκραναν (κάποιοι φίλοι),/μ’ εξουσιάζουν,/ποτέ δεν μπόρεσαν να με φωνάζουν/Κυριάκο μεγάλε» και «Άλλοι τους έλεγαν «υπαλληλάκος,/θα μείνει για πάντα μωρέ ο Κυριάκος,/έτσι που είναι ψηλός, ένα ράκος,/τι άλλο να κάνει;»
«Η αιρετική στάση του Σταμέλου όπως εξελίχθηκε στα μετά το 1973 χρόνια και την συμμετοχή του στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, μοιάζει να έχει την απόλυτη αναλογία της και στα ποιητικά του, προς τα οποία στράφηκε αργότερα.
Όχι τόσο διανοητικά αιρετική, ως επιβεβαίωση δηλαδή κάποιας προϋπάρχουσας θεωρίας, αλλά κυρίως οργανικά αιρετική, καθώς ψάχνει την συναισθηματική έκφρασή της στην ποιητική ρήξη και ανατροπή», γράφει ο Αλέξης Ζήρας.
Τα σπέρματα της αποκλίνουσας αλλά μάχιμης θέσης από την μονοκρατορία του ελεύθερου και ανομοιοκατάληκτου στίχου, έπεσαν στα φιλόξενα βραδινά που οργάνωνε την εποχή εκείνη η Ελένη Βακαλό και ο σκηνογράφος και ζωγράφος άντρας της στο σπίτι τους.
Άλλωστε, για να φανεί περισσότερο η σχέση της μαθητείας με το ζεύγος Βακαλό, ο Σταμέλος, ανάμεσα στα έργα του, μνημονεύει και τη μετάφρασή του της Οπτικής Σύνταξης (1988) του γιου τους, Εμμανουήλ Βακαλό, αρχιτέκτονα και καθηγητή στην Αμερική.
«Δεν είμαι βρε λούμπεν, ούτε κι αλήτης, /ούτε κι απόκληρος ερημοσπίτης, είμ’ ο γαμιάς της και θέλω παιδί της /να είμαι και ‘γω.»
«Ξέρω να τρω’, να γαμώ, να κρεμώ, να δένω καλά τη θηλιά στο λαιμό, γύρ’ απ’ τον τάφο μου ‘λαφροπατώ, δεν είναι και λίγο». [Ο Δήμιος, εκδ. Γαβριηλίδης 2016]
«Μα εγώ τους γράφω στην κάσα μου όλους, και τους αθώους και τους εμπόρους, έτσι τους θέλω τους αχθοφόρους// στην εορτή». «Ακούστε με, φίλοι μου αγαπημένοι,/ κι εσείς νταλικάδες στη νύχτα χαμένοι, υπάρχει κάτι που μας περιμένει, // να το γευτούμε ή να χαθούμε».
Στο επανιδείν φιλαράκι.
Η επιθυμία του οικογενειακού και φιλικού του περιβάλλοντος είναι να ταφεί δίπλα στον πατέρα, τη μάνα και την αδελφή του στην Ερέτρια όπου έζησε τα πιο ξένοιαστα χρόνια της ζωής του.
πηγή:enallaktikos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου