Πρόθυμος, όπως του χρεώνουν, να βρει έναν εσωτερικό εχθρό για πολιτικούς - προεκλογικούς λόγους αλλά και για να αποτάξει από πάνω του τις ευθύνες για τις οργισμένες διαδηλώσεις που συγκλονίζουν τις ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ στοχοποίησε το κίνημα των Antifa. Ανακοίνωσε ότι θα χαρακτηρίσει τους συμμετέχοντες σε αυτό ως «εγχώριους τρομοκράτες» και θα αντιμετωπιστούν αναλόγως παρά το γεγονός ότι οι νομικοί εμπειρογνώμονες τονίζουν ότι μία τέτοια κίνηση θα ήταν πρώτον αντισυνταγματική και δεύτερον, ακόμη και αν ήταν νόμιμη θα ήταν ανεφάρμοστη.
Ο βασικός λόγος είναι ότι οι Antifa - σύντομος όρος για τους αντιφασίστες - δεν είναι μία συγκεκριμένη οργάνωση, όπως αρέσκεται να αναφέρει ο Τραμπ, είτε από άγνοια, είτε τεχνιέντως. Είναι ένα κίνημα, στο οποίο μετέχουν άνθρωποι οι οποίοι ασπάζονται την αντίθεση προς κάθε φασιστική έκφραση αλλά πολιτικά, ενώ στην πλειοψηφία τους ανήκουν στην αριστερά του πολιτικού φάσματος, μπορεί να αυτοπροσδιορίζονται ως αναρχικοί, σοσιαλιστές, αντικαπιταλιστές ή κομμουνιστές. Αυτό που τονίζουν, οι ειδικοί είναι ότι ο Τραμπ τα βάζει με ένα αποκεντρωμένο κίνημα και εν τέλη με όλους τους ανθρώπους που ιδεολογικά στέκονται απέναντι στον φασισμό και ενδεχομένως συμμετέχουν σε συγκεκριμένες κινητοποιήσεις που τους εκφράζουν.
Antifa και ιστορία
Μια αναδρομή στην ιστορία των Antifa μπορεί να φωτίσει κάποιες πλευρές του κινήματος αλλά και να αποκρυσταλλώσει την πραγματικότητα στις ΗΠΑ, όπου ο όρος άρχισε επισήμως να χρησιμοποιείται πολύ πρόσφατα. Οι απαρχές του αντιφασισμού ανιχνεύονται στην Ιταλία ως απάντηση στην άνοδο του φασισμού τη δεκαετία του 1920. Σύντομα ακολούθησε η Γερμανία, όπου το 1924 ιδρύθηκαν αρκετές αντιφασιστικές ενώσεις - σημαντικότερη η Αντιφασιστική Δράση με τη συμμετοχή σοσιαλδημοκρατών και κομμουνιστών - οι οποίες έπειτα ανέπτυξαν έντονη αντιναζιστική δράση. Σχεδόν παράλληλα το αντιφασιστικό κίνημα άρχισε να αναπτύσσεται παντού στην Ευρώπη, λιγότερο ή περισσότερο, αντιτασσόμενο πάντα σε φασιστικές, ναζιστικές και ρατσιστικές εκφράσεις, όπως για παράδειγμα οι διωγμοί των Εβραίων που κλιμακώθηκαν με το Ολοκαύτωμα.
Ο όρος Antifa θεωρείται πως χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1946 και προήλθε από μια γερμανική φράση που σήμαινε την αντίθεση στο ναζισμό. Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι αντιφασιστικές ομάδες άρχισαν να αυξάνονται στην Ευρώπη, ως απάντηση στον νεοναζισμό πια αλλά σε αυτή την ιστορική περίοδο συμμετείχαν σε αυτές περισσότερο φοιτητές παρά εργάτες, όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Επίσης δεν είχαν σχέση με επίσημα κόμματα και οι συμμετέχοντες ήταν περισσότερο αναρχικοί, ελευθεριακές ομάδες και αυτόνομοι. Μάλιστα αρκετά συχνά τα επίσημα κόμματα «έκλειναν» την πόρτα στους αντιφασίστες καθώς θεωρούσαν επίφοβη την ρευστή δομή και ιδεολογία τους.
Στις ΗΠΑ ομάδες με παρόμοια ιδεολογία άρχισαν να εμφανίζονται στα τέλη της δεκαετίας του 1980 αλλά χαρακτηρίζονταν αντιρατσιστικές καθώς οι Αμερικανοί δεν ήταν εξοικειωμένοι με τους όρους φασισμός - αντιφασισμός. O Αμερικανός ιστορικός Μαρκ Μπράι, συγγραφεάς του βιβλίου «Antifa: Το εγχειρίδιο του αντιφασίστα», υποστηρίζει ότι το σύγχρονο αμερικανικό αντιφασιστικό κίνημα ξεκίνησε με την ομάδα «Αντιρατιστική Δράση», που ιδρύθηκε την δεκαετία του 1980 και τα μέλη της βρέθηκαν απέναντι στους νεοναζί σκίνχεντ.
Μία από τις πρώτες ομάδες που χρησιμοποίησαν τον όρο Antifa ήταν η Rose City Antifa, η οποία οργανώθηκε το 2007 στο Πόρτλαντ. Πάντως σύμφωνα με τον Μαρκ Μπράι το κίνημα στις αρχές τις δεκαετίας του 2000 παρέμεινε σχετικά αδρανές κάτι που αλλαξε με την άνοδο του Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία. Πράγματι από το 2016 εμφανίζεται με μεγαλύτερη υπόσταση και δράση, αντιπαλεύοντας την άνοδο της ακροδεξιάς με την αντίστοιχη εμφάνιση της Alt-Right.
Το κίνημα των Antifa, έκανε ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία του στα γεγονότα του Σάρλοτσβιλ, με αντιδιαδηλώσεις απέναντι σε εθνικιστές, ακροδεξιούς και υπέρμαχους της λευκής φυλής που ζητούσαν να μην ξηλωθεί από το κεντρικό πάρκο της πόλης το άγαλμα ενός στρατηγού υπέρμαχου της δουλείας. Κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων ένας ακροδεξιός έπεσε με το αυτοκίνητο του πάνω σε πλήθος αντιφασιστών διαδηλωτών σκοτώνοντας μία 32χρονη γυναίκα, την Χέδερ Χέιερ. Κατόπιν, οι αντιφασίστες είχαν ισχυρή παρουσία στις διαδηλώσεις του κινήματος «Black Lives Matter» που γιγαντώθηκαν με αφορμή τις δολοφονίες μαύρων πολιτών από λευκούς αστυνομικούς και πλέον στις διαδηλώσεις με την ίδια αφορμή, μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόυντ.
Οργάνωση και ιδεολογία
Ο τρόπος οργάνωσης των ομάδων Antifa και σε πολλές περιπτώσεις η απουσία του είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του κινήματος. Δεν υπάρχει ηγεσία ή ιεραρχία, ούτε συγκεκριμένη κεντρική πλατφόρμα και ο καθένας μπορεί να δημιουργήσει μία αντιφασιστική ομάδα. Οι ομάδες συνδέονται χαλαρά μεταξύ τους ή δρουν μόνες, ενώ στις αντιφασιστικές κινητοποιήσεις συμμετέχουν ομάδες ή οργανώσεις ή και πολιτικά κόμματα κατά περίπτωση όταν κρίνουν ότι στηρίζουν το κεντρικό μήνυμα. Είναι αδύνατον με κάποιο τρόπο να εκτιμηθεί ο αριθμός των Antifa. Είναι περισσότερο ένα ακτιβιστικό κίνημα με τους συμμετέχοντες να μοιράζονται την κεντρική φιλοσοφία που είναι η εναντίωση στον φασισμό αλλά και τις διάφορες μορφές αυταρχισμού.
Το αντιφασιστικό κίνημα αντιτίθεται σε κάθε μορφή ρατσισμού - σεξισμού, την ομοφοβία, την ξενοφοβία, την αστυνομική βία, την κάθε είδους καταπάτηση δικαιωμάτων, ενώ έχει και περιβαλλοντικά και αντικαπιταλιστικά αντανακλαστικά (στις ΗΠΑ είχε μεγάλη συμμετοχή στο κίνημα Occupy). Σύμφωνα με τον Μαρκ Μπράι, τα μέλη του αντιφασιστικού κινήματος στις ΗΠΑ προέρχονται από ένα ευρύ φάσμα αριστερών συνδικαλιστικών και εργατικών οργανώσεων αλλά και από το αναρχικό κίνημα με το οποίο έχουν αλληλεπικαλυπτόμενη ιδεολογία (αντικαπιταλιστική/αντισυστημική), ανάλογη τακτική ενώ από το τελευταίο πολλοί Antifa δανείζονται και εξωτερικά στοιχεία, όπως το ντύσιμο στα μαύρα («μαύρο μπλοκ»). Η οργάνωση των κινητοποιήσεων τους διευκολύνεται από ένα ευρύ δίκτυο στα social media, ενώ αυτή την περίοδο έχουν ευρύ φάσμα δράσης απέναντι στους νεοναζί, τους ρατσιστές και τους υπέρμαχους της λευκής φυλής που συγκροτούν τον πυρήνα της Alt-Right.
Κεφάλαιο βία και κριτική
Η κριτική που ασκείται στους Antifa χωρίζεται κυρίως σε δυο κατηγορίες. Πιο mainstream οργανώσεις, αναλυτές και κόμματα τους χρεώνουν ότι εξαιτίας της απουσίας οργάνωσης δρουν αποσταθεροποιητικά απέναντι στις πιο συνεκτικές κινήσεις, ενώ ορισμένες δράσεις τους λειτουργούν τελικά προς όφελος των ακροδεξιών ομάδων. Από το σύστημα συχνά κατηγορούνται ως υποκινητές βίας ή όπως συμβαίνει τώρα με τον Τραμπ ως «τρομοκράτες», ενώ τους χρεώνονται ως αντιδημοκρατικές, ενέργειες όπως αντιδιαδηλώσεις εναντίον ακροδεξιών.
Στην πραγματικότητα η χρήση βίας από τους Antifa είναι κατά πολύ σπανιότερη και εγγενώς διαφορετική από αυτή των ακροδεξιών και προέρχεται συνήθως από υπομάδες - οι περισσότεροι Antifa δηλώνουν ενάντια στη βία. Παρόλα αυτά οι περιστασιακές βίαιες ενέργειες - συνήθως καταστροφές - λαμβάνουν πολύ μεγαλύτερης προβολής, όπως συμβαίνει και με την βία που σχετίζεται με την αριστερά. Σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου του Μέριλαντ, μεταξύ του 2010 και του 2016, το 53% των επιθέσεων που πραγματοποιήθηκαν στις ΗΠΑ ήταν από θρησκευτικούς εξτρεμιστές, το 35% από δεξιούς εξτρεμιστές και το 12% από ακροαριστερούς και υπέρμαχους του περιβάλλοντος.
Σύμφωνα με τα όσα δηλώνει η καθηγήτρια ιστορίας του New York University, Ρουθ Μπεν-Τζάιατ, που ειδικεύεται στη μελέτη του φασισμού, στους New York Times συχνά με βάση τις μεθόδους των Antifa επιχειρούνται ψευδείς συμψηφισμοί, όπως έγινε με την δολοφονία της διαδηλώτριας στο Σάρλοτσβιλ από τον υπερεθνικιστή. «Το να πετάξεις ένα μιλκσέικ δεν ισοδυναμεί με τη δολοφονία κάποιου, αλλά επειδή αυτοί που βρίσκονται στην εξουσία είναι σύμμαχοι με τη δεξιά, οποιαδήποτε πρόκληση, οποιαδήποτε διαφωνία ενάντια στην ακροδεξιά βία, οπισθοκροτεί». Η μαχητικότητα από τα αριστερά «μπορεί να αποτελέσει τη δικαιολογία για τους κατέχοντες την εξουσία και τους συμμάχους τους στα δεξιά για να την καταρρίψουν. Η αριστερά και οι Antifa έχουν εξ’ αυτού βρεθεί ιστορικά σε αδύνατες καταστάσεις».
Από την πλευρά του ο Μαρκ Μπρέι λέει στους New York Times, ότι το επιχείρημα των Antifa είναι πως ο μαχητικός αντιφασισμός είναι εγγενώς αυτοάμυνα, λόγω της ιστορικά τεκμηριωμένης βίας των φασιστών, ειδικά απέναντι στους περιθωριοποιημένους ανθρώπους. Ο ίδιος αναφέρει ότι οι Antifa συμμετέχουν σε ειρηνικές μορφές οργάνωσης της κοινοτητας αλλά πιστεύουν ότι αν επιτρέπεται στις ρατσιστικές και φασιστικές ομάδες να οργανώνονται ελεύθερα αυτό «οδηγεί αναπόφευκτά σε βία κατά των περιθωριοποιημένων κοινοτήτων».
Το «κυνήγι» του Τραμπ
Ο Τραμπ κατηγορεί τους Antifa για «εγχώρια τρομοκρατία». Την περασμένη Κυριακή ο Γενικός Εισαγγελέας των ΗΠΑ, Γουίλιαμ Μπαρ, ανακοίνωσε ότι ανέθεσε σε 56 διαφορετικές αντιτρομοκρατικές μονάδες του FBI να εντοπίσουν, να συλλάβουν και να απαγγείλλουν κατηγορίες σε διαδηλωτές του αντιφασιστικού κινήματος. «Η βία που υποκινήθηκε από τους Antifa και άλλες παρόμοιες ομάδες σε σχέση με τις ταραχές είναι “εγχώρια τρομοκρατία” και θα αντιμετοπιστεί αναλόγως», πρόσθεσε χωρίς να παρουσιάσει αποδεκτικά στοιχεία για τους ισχυρισμούς του.
«Το να κατηγορείς τους αναρχικούς και τους Antifa, χωρίς κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο, είναι ένας τρόπος να κάνεις αυτό που συμβαίνει να φαίνεται περιθωριακό, ενώ πρόκειται για λαϊκή εξέγερση. Αυτή είναι μια εποχή μαζικής οργής μέσα σε ένα άδικο σύστημα», ήταν η απάντηση του Σκοτ Κρόου, εκπροσώπου του αναρχικού κινήματος στο Όστιν του Τέξας.
Σύμφωνα με νομικούς και πολιτικούς αναλυτές, η δήλωση του Τραμπ ότι θα ανακηρύξει τους Antifa «τρομοκρατική οργάνωση» είναι πέρα από αμφίβολης νομιμότητας και ανεφάρμοστη. Νομικοί εμπειρογνώμονες αναφέρουν ότι το άλμα από τη δίωξη ορισμένων αντιφασιστών για φερόμενη υποκίνηση βίας στην ανακήρυξη ενός κινήματος ως «τρομοκρατική οργανώση» είναι παράλογο. Επιπλέον, κάτι τέτοιο θα απαιτούσε συντονισμό εξαιρετικά πολλών ομοσπονδιακών υπηρεσιών κάτι που ο Τραμπ στερείται της νομικής εξουσίας να κάνει, όπως τονίζουν.
Εκτός αυτού οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι ο ορισμός μιας εγχώριας ομάδας ως «τρομοκρατικής», όπως συμβαίνει με τις ξένες οργανώσεις θα ήταν «εγγενώς αντισυνταγματική». «Οποιαδήποτε απόπειρα τέτοιου προσδιορισμού θα εγείρει σημαντικές ανησυχίας για την Πρώτη Τροπολογία (του Συντάγματος)», δηλώνει, σύμφωνα με τον Al Jazeera, η Μέρι ΜακΚορντ, πρώην ανώτερη αξιωματούχος του υπουργείου Δικαιοσύνης που έχει υπηρετήσει και στην διοίκηση Τραμπ. «Δεν υπάρχει καμία τρέχουσα νομική αρχή για τον χαρακτηρισμό εγχώριων οργανώσεων ως τρομοκρατικών οργανώσεων», σημειώνει. «Η τρομοκρατία είναι εκ φύσεως πολιτική ετικέτα, που εύκολα κακοποιείται και γίνεται κακή χρήση της», λέει από την πλευρά της η Διευθύντρια του Προγράμματος Εθνικής Ασφάλειας, Ίνα Σάαμσι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου