του Θέμη Τζήμα
Το 2025 μπαίνει για την Ε.Ε. μέσα σε κλίμα γενικευμένης αναστάτωσης ή ακόμα καλύτερα αγωνίας, για την όξυνση της οποίας η ίδια έχει ήδη κάνει και εξακολουθεί να κάνει ό,τι μπορεί. Η οικονομική κρίση στη «βιομηχανική της καρδιά», στη Γερμανία, εξακολουθεί να εντείνεται. Η οικονομία της τελευταίας, για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά βρίσκεται σε μηδενικούς ρυθμούς μεγέθυνσης και στην πραγματικότητα για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της σε ύφεση. Στην πραγματικότητα, από το 2019, η γερμανική οικονομία έχει μείνει στάσιμη, ενώ η οικονομία της Ευρωζώνης έχει μεγεθυνθεί κατά 5% και των ΗΠΑ κατά 11%.
Δεν πρόκειται για τίποτα θηριώδη μεγέθη ούτε στις δύο τελευταίες περιπτώσεις (αντιθέτως, μιλούμε για μάλλον απογοητευτικές καταστάσεις) αλλά στη γερμανική περίπτωση έχουμε ένα καταφανώς κρισιακό φαινόμενο, το οποίο εν πολλοίς (αλλά όχι μόνο) τροφοδοτείται από την ακρίβεια και την ενεργειακή κρίση, που τις μέρες αυτές επιδεινώνεται ακόμα περισσότερο. Δεν είναι όμως μόνο αυτά τα προβλήματα της γερμανικής οικονομίας. Αν η παλαιότερη, εταιρική, οικονομική σχέση με τη Ρωσία αποδείχθηκε εν μέσω πολέμου το ένα κομβικό σημείο ευαλωτότητας της γερμανικής οικονομίας, το άλλο είναι η εταιρική της σχέση με την Κίνα. Όχι μόνο λόγω της οικονομικής επιβράδυνσης στην Κίνα αλλά επιπλέον επειδή η Κίνα παράγει πλέον σχεδόν ό,τι και η Γερμανία και μάλιστα πολύ καλύτερα σε αρκετούς τομείς. Ακόμα δε, και η απειλή μόνο δασμών από πλευράς των ΗΠΑ είναι ικανή να εκτροχιάσει έτι περαιτέρω τη γερμανική οικονομία.
Η πολιτική κρίση στη Γερμανία είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η Γερμανία πληρώνει τις επιλογές της σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής. Οι γερμανικές κυβερνήσεις της απόλυτης αμερικανοκρατίας, ήδη από την περίοδο του 2014 και ακόμα σαφέστερα από το 2022 είναι εκείνες που έστρωσαν το δρόμο για την τωρινή κρίση, μέσα από την εξαπάτηση της Ρωσίας. Το ίδιο έπραξαν φτωχοποιώντας την περιφέρεια της Ε.Ε. την περίοδο των μνημονίων, θεωρώντας ότι έχοντας την Κίνα ως εξαγωγικό προορισμό δε χρειαζόταν να ανησυχούν υπερβολικά για την καταναλωτική δυνατότητα μέσα στην Ευρωζώνη.
Η άνοδος του AfD αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας απόπειρας «εξέγερσης» των γερμανικών ελίτ απέναντι σε κάποιες από τις παραπάνω επιλογές. Πρόκειται για το άνοιγμα ενός χάσματος μέσα στο σύστημα εξουσίας, που αφορά και τμήματα του γερμανικού λαού. Για ένα ενδοσυστημικό, στρατηγικό χάσμα. Δεν χρησιμοποιούμε αυτούς τους όρους ηθικώς αλλά περιγραφικώς. Ασχέτως του τι θα πράξει αν ποτέ κυβερνήσει τη Γερμανία μόνο του ή σε κάποιον κυβερνητικό συνασπισμό, αυτό που διακηρύσσει και επομένως σηματοδοτεί στα μυαλά των Γερμανών ψηφοφόρων το AfD, είναι η αναστροφή της τάσης ενοποίησης της Ε.Ε., η επιστροφή σε έναν από όλες τις απόψεις ισχυρότερο εθνοκρατισμό και μια σχετική εξισορρόπηση των σχέσεων της Γερμανίας μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, χωρίς να αμφισβητεί πλήρως τον κυρίαρχο ρόλο (δηλαδή πατρωνία) των ΗΠΑ στη Γερμανία. Με άλλα λόγια πρόκειται όχι για μια λαοκεντρική δύναμη ανατροπής αλλά για μια δύναμη που θεμελιακώς δομείται γύρω από μέχρι σήμερα (μάλλον) μειοψηφικές δυνάμεις του γερμανικού συστήματος εξουσίας. Η αναφορά στο AfD δε σηματοδοτεί κάποια πρόβλεψη περί εκλογικής του επιτυχίας. Έχει να κάνει με τις ευρύτερες μετατοπίσεις στο εκλογικό σώμα τόσο της Γερμανίας, όσο και ευρύτερα των σταθερά δύσθυμων ή και ευρισκομένων σε κρίση, ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Η παρέμβαση του Ίλον Μασκ (δηλαδή του Τραμπ) ενόψει των γερμανικών εκλογών σε ένα πρώτο, διακρατικό επίπεδο αποδεικνύει ότι όταν επιλέγεις να γίνεσαι ο υποτακτικός των ΗΠΑ, όσο ισχυρός οικονομικώς και αν είσαι ως κράτος, θα πιείς ολόκληρο το πικρό ποτήρι της χειραγώγησης από τις τελευταίες, όποιος και αν στο προσφέρει από τον Λευκό Οίκο. Σε ένα δεύτερο επίπεδο είναι χαρακτηριστική των στοχεύσεων του «τραμπισμού», που επανέρχεται πιο ώριμος και πιο έτοιμος (αλλά όχι πλήρως έτοιμος) από ό,τι ήταν το 2016: η Ευρώπη είναι πολύ χρήσιμη για τις ΗΠΑ ως μια ζώνη δολαρίου (προκειμένου να ενισχυθεί περισσότεροη θέση του), ως μια πολύ ισχυρή καταναλωτική οικονομία (για ένα διάστημα ακόμα τουλάχιστον και μέχρι να καταβληθεί από το δημογραφικό της πρόβλημα) ως τροφοδότης στρατιωτικών δαπανών προς όφελος κυρίως των ΗΠΑ και ως πεδίο διαπραγμάτευσης προκειμένου η Ρωσία να δελεαστεί μακριά από την Κίνα.
Η επιτυχία αυτού του σχεδίου δε συμπεριλαμβάνει την Ε.Ε. και σε κάθε περίπτωση όχι μια βαθύτερησύνδεση της Ε.Ε., η οποία είναι ανεπιθύμητη από τους ίδιους τους λαούς της Ε.Ε. και επιπλέον πολύ «βαριά» ως οικονομικό φορτίο για τη Γερμανία και τη Γαλλία. Ο Τραμπ ως πρόεδρος δεν μπορεί από μόνος του να προσφέρει αυτό το σχέδιο με πειστικότητα αλλά ο «τραμπισμός» ως ρεύμα μπορεί να έχει μεγαλύτερη διάρκεια και επομένως αξιοπιστία. Εξ ου και η επιστράτευση του Ίλον Μασκ.
Φυσικά είναι πολύ αμφίβολο το κατά πόσο μπορεί ο Τραμπ να επιτύχει ως πρόεδρος σε οποιοδήποτε σχέδιό του. Η επιδίωξη όμως υπάρχει και ο πυρήνας της Ε.Ε. είναι το καλύτερο μέρος για να ξεκινήσει να το υλοποιεί.
Η Γερμανία δεν είναι η μόνη περίπτωση κρίσης φυσικά εντός της Ε.Ε. και της Ε.Ε.. Η Γαλλία, το άλλο μέρος του πρώην γαλλογερμανικού άξονα, βρίσκεται σε μια βαθιά πολιτική κρίση, η οποία στρώνει τον δρόμο για τη Λεπέν. Επιπλέον βρίσκεται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, το χρέος της ολοένα ανεβαίνει και αυτήν τη στιγμή δεν διαθέτει καμία αξιόπιστη κυβερνητική λύση με δεδομένο τον τρόπο που πολιτεύεται ο Εμμάνουελ Μακρόν. Το γεγονός μάλιστα ότι δεν έχει τη δυνατότητα εκλογών μπροστά της (πλην της περίπτωσης μιας τυχόν παραίτησης Μακρόν) σημαίνει ότι δεν μπορεί να προσδοκά λύτρωση. Με τον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ στο 0,9% για το 2025 κατά την τράπεζα της Γαλλίας, δηλαδή με ύφεση για τους πολλούς, η Γαλλία βιώνει τη μακρόχρονη υποχώρηση της ισχύος της με εντεινόμενη οξύτητα.
Οι ελίτ της Ε.Ε. και των περισσοτέρων κρατών- μελών της, δείχνουν στην πραγματικότητα, απελπισμένα εξαρτημένες από την ατζέντα των Δημοκρατικών του Μπάιντεν. Παρότι ο πόλεμος στην Ουκρανία οδηγεί στον κανιβαλισμό των οικονομιών της Ε.Ε. από τις ΗΠΑ, είναι η συνέχιση αυτού του πολέμου που δίνει προστιθέμενη πολιτική αξία στις ελίτ της μέσα στην Ουάσιγκτον και επομένως προστασία. Ο δε αντιρωσισμός, αποτελεί υποθήκη ενόψει της υπόσχεσης για μια κοντινή νέο- αποικιοκρατία μέσα από την προσδοκώμενη διάλυση και λεηλασία της Ρωσίας, με τους άλλους στόχους να είναι η λεηλασία της δυτικής Ασίας και αργότερα της Κίνας. Η αδυναμία της Ε.Ε. την ωθεί σε παροξυσμικές αποικιοκρατικές φαντασιώσεις, μέσα από και σε συγχρονισμό με τις ΗΠΑ μέχρι σήμερα.
Το πρόβλημα της Ε.Ε. είναι τριπλό: πρώτον ότι οι φαντασιώσεις της ήταν πολύ δύσκολο να υλοποιηθούν ακόμα και με τις ΗΠΑ του Μπάιντεν. Δεύτερον, ότι οι δυνάμεις της Ε.Ε. (οι οικονομικές και οι πολιτικές, με κυριότερη η διάθεση των λαών της να εμπλακούν σε τέτοιες ιστορίες) αποδείχθηκαν περιορισμένες. Τρίτον, ότι τόσο ο Τραμπ όσο και ο τραμπισμός πρεσβεύουν την πολιτική της απορρόφησης του πειράματος της Ε.Ε., από τις ισχυρότερες παγκόσμιες δυνάμεις. Αυτήν τη στιγμή που γράφονται οι συγκεκριμένες γραμμές, ο χρόνος της Ε.Ε., υπόρρητα δείχνει να τελειώνει.
Καλείται να πάρει στρατηγικές αποφάσεις αλλά έχει αποφασίσει εδώ και πολύ καιρό να μην επεξεργάζεται δική της στρατηγική. Δεν είναι η περιφέρειά της που την απειλεί, ούτε τίποτα «περίεργοι» αριστεροί. Είναι οι πυρήνες των συστημάτων εξουσίας των κρατών-μελών της που δείχνουν να ετοιμάζονται να αποσκιρτήσουν προς άλλες συστημικές επιλογές. Δεν υποστηρίζουμε ότι μετά βεβαιότητας αυτό θα συμβεί αλλά ότι το σενάριο φαντάζει ολοένα πιθανότερο.
Εξέχοντα, Επικαιρότητα, Πολιτική Αναλύσεις, Απόψεις, Γαλλία, Γερμανία, Ευρωπαϊκή Ένωση, ΗΠΑ, Θέμης Τζήμας, Κίνα, Οικονομική κρίση, Πολιτική, Τραμπισμός
από το «https://kosmodromio.gr/»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου