Του Σταύρου Χριστακόπουλου
Η τριήμερη επίσκεψη Πέρες στην Αθήνα χαιρετίστηκε γενικώς ως μια ακόμη απόδειξη σύσφιξης της συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Ισραήλ. Από πολλούς η νέα σχέση μεταξύ των δύο χωρών χαρακτηρίζεται ως «στρατηγικής σημασίας» και δεν είναι λίγοι όσοι θεωρούν ότι στην πραγματικότητα έχουμε μπροστά μας μια συμμαχία η οποία, μεταξύ άλλων, μπορεί να θωρακίσει την Ελλάδα από την επιθετικότητα της Άγκυρας.
Αυτή την εντύπωση ενίσχυσε εμμέσως και ο πρόεδρος του Ισραήλ, ο οποίος, σε συνέντευξή του στο «Βήμα», απαντώντας σε ερώτημα του Άγγελου Αθανασόπουλου για την προοπτική ενεργειακής συνεργασίας των δύο χωρών, τη συνέδεσε τεχνηέντως με κοινά ζητήματα ασφάλειας τονίζοντας τη βεβαιότητα (ή μήπως… ελπίδα;) ότι και άλλες χώρες (δηλαδή η… Τουρκία) θα συμπεριφερθούν σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου.
Βεβαίως το κυρίως «πιάτο» των επαφών του Σίμον Πέρες, από όσα τουλάχιστον έγιναν γνωστά, αφορούσε μπίζνες: αγροτικές και ενεργειακές κατά βάση, με κερασάκι στην τούρτα το ισραηλινό ενδιαφέρον για το ελληνικό ξεπούλημα εθνικής περιουσίας και ειδικότερα για τη Δημόσια Επιχείρηση Αερίου (ΔΕΠΑ), η οποία βγαίνει οσονούπω «στο σφυρί».
Απομονωμένη χώρα
Πολλοί λοιπόν είναι αυτοί που μιλούν για τη σημασία της ελληνοϊσραηλινής συνεργασίας και η αλήθεια είναι ότι, σε μια τόσο ταραγμένη περίοδο, στην πιο ανασφαλή περιοχή του κόσμου, όπου οι ανακατατάξεις τα επόμενα χρόνια ίσως είναι κατακλυσμιαίες, η Ελλάδα έχει να εμφανίσει τα τελευταία ως μόνη κίνησή της τη συνεργασία με το Ισραήλ. Απίστευτο για μια χώρα η οποία έχει κάθε λόγο να αισθάνεται ανασφαλής:
● Αποκομμένη από τον βαλκανικό της περίγυρο, με διαρκώς απομειούμενο πολιτικό και οικονομικό ρόλο στην άμεση γειτονιά της.
● Χρεοκοπημένη και «μαύρο πρόβατο» στα μάτια των πλούσιων Ευρωπαίων, βλέπει τη σημασία της να μειώνεται συνεχώς, όσο περισσότερο η κρίση του ευρώ επιτείνεται.
● Υποχρεωμένη από τις αποικιοκρατικές δανειακές συμβάσεις με την τρόικα να μην μπορεί να συνάψει ούτε καν δάνειο με χώρες εκτός ευρωζώνης, ΕΚΤ και ΔΝΤ.
● Με την Τουρκία όχι μόνο να μην εγκαταλείπει επ’ ουδενί λόγω, αλλά και να αναβαθμίζει τις βλέψεις της στο Αιγαίο και τη Θράκη, με τελευταία εξέλιξη τις περιπλοκές που προκαλεί η Άγκυρα στη Ρόδο.
● Με την Κύπρο αποδυναμωμένη – ως θύμα, μεταξύ άλλων, της ελληνικής χρεοκοπίας – να απειλείται ευθέως από την ίδια αποικιοκρατική αντιμετώπιση που η ευρωζώνη και οι λοιποί δανειστές δείχνουν προς την Ελλάδα.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, με τη διεθνή θέση της χώρας σε τραγική κατάσταση, με τους Βορειοευρωπαίους ακατανόητα εχθρικούς, παραμένει πάντα εξαιρετικά πιθανό – αν όχι… αναπόφευκτο – το ενδεχόμενο μιας νέας χρεοκοπίας, προς την οποία σπρώχνουν ταυτοχρόνως, αν όχι… συντονισμένα, η Γερμανία και το ΔΝΤ, η οποία ενδέχεται να εξελιχθεί σε πλήρη πτώχευση και ανεξέλεγκτη κατάρρευση.
Η «συμμαχική» τετράδα
Με αυτά τα δεδομένα και αυτές τις προοπτικές στο τραπέζι, είναι δυνατόν μια περαιτέρω ελληνοϊσραηλινή προσέγγιση, στην οποία διακριτικά αλλά σαφώς μας «έσπρωξαν» οι ΗΠΑ επί πρωθυπουργίας Γ. Παπανδρέου, να αποτελέσει «δίχτυ ασφαλείας» ή, έστω, να απομειώσει κάποιους από τους πολλαπλούς θανάσιμους κινδύνους που διατρέχουμε ως χώρα;
Μια Από τις διαθέσιμες απαντήσεις διατυπώνει στο «Βήμα» ο Γ. Μαλούχος, σε άρθρο του με τίτλο «Νέοι δρόμοι». Σημειώνει στην κατάληξη του κειμένου του:
«Η Ελλάδα, η Κύπρος, το Ισραήλ και οι ΗΠΑ, έχουν πάρα πολλά που μπορούν να κάνουν μαζί, σε μία εποχή που τα συμφέροντά τους συγκλίνουν όσο ποτέ μέχρι σήμερα. Οι δυνατότητες ρόλου και ανάπτυξης που γεννά η στενή συνεργασία των χωρών αυτών, ειδικά αυτή την ώρα, είναι τεράστιες. Και η Ελλάδα πρέπει να βάλει όλες της τις δυνάμεις για να τις αξιοποιήσει. Η σημασία της χώρας μας, ειδικά μπροστά σε τέτοιων διαστάσεων μεταβολές όπως εκείνες που έρχονται με τη Συρία και, ίσως, και με το Ιράν, αλλά και με τη γενικότερη ρευστότητα, είναι πάρα πολύ μεγάλη.
Η Δύση χρειάζεται την Ελλάδα και η Ελλάδα τη Δύση – κάτι που κάθε άλλο παρά συμβαίνει με τη σχέση της Ελλάδας με τη Γερμανία. Γι’ αυτό και έχει έρθει η ώρα για μια ριζικά νέα στρατηγική στην εξωτερική πολιτική και τους προσανατολισμούς της χώρας, που πρέπει και μπορεί να αξιοποιήσει την πολύ μεγάλη γεωπολιτική σημασία της, αντί να σέρνεται στην καταστροφή από τις εμμονές και τις εθνικές ηγεμονικές στοχεύσεις του Βερολίνου. Η Ελλάδα έχει μπροστά της νέους δρόμους που πρέπει και μπορεί να τους διαβεί αλλάζοντας τη μοίρα της. Αρκεί να το τολμήσει».
Η προσέγγιση αυτή μάλλον δεν χρειάζεται επεξηγήσεις. Είναι δε βέβαιο ότι εκφράζει πολλούς στην Ελλάδα, οι οποίοι βλέπουν αυτή την τετράδα χωρών (Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ και ΗΠΑ) ως έναν «άξονα» που μπορεί να λειτουργήσει ακόμη και ως αντίβαρο ύστερα από μια ελληνική αποδέσμευση / απαγκίστρωση από το πλαίσιο του ευρώ.
«Δεν μπορούμε»
Φαίνεται όμως ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά ούτε τόσο εύκολα. Κάτι τέτοιο πιστοποίησε προ ημερών (29 Ιουλίου), με συνέντευξή του στην «Καθημερινή», ο Ντέιβιντ Χάρις, διευθυντής της Αμερικανικής Εβραϊκής Επιτροπής.
Ερωτώμενος από τον Αθανάσιο Έλλις αν «μπορεί η μία χώρα να βασιστεί στην άλλη», απάντησε αφοπλιστικά:
«Όχι. Καμία από τις δύο χώρες δεν είναι σε θέση να “σώσει” την άλλη, υπό την έννοια ότι το Ισραήλ από μόνο του δεν μπορεί να σώσει την Ελλάδα από τις οικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει και, από την άλλη, η Ελλάδα δεν μπορεί να σώσει το Ισραήλ από την απειλή του Ιράν, της Χεζμπολάχ και της Χαμάς. Αλλά, χωρίς να φθάνουμε μέχρι εκεί, είναι σαφές ότι τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας και του Ισραήλ εξυπηρετούνται από την ενδυνάμωση των μεταξύ τους σχέσεων».
Η επόμενη ερώτηση του δημοσιογράφου είναι: «Από την αμερικανική οπτική, πώς βλέπετε την τετραμερή συνεργασία ΗΠΑ – Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ και τι σημαίνει για την περιοχή;». ιδού η απάντηση:
«Με σύννεφα πάνω από την Αίγυπτο, ταραχές στη Συρία, τη Χαμάς στη Γάζα, και τη Χεζμπολάχ να επιχειρεί να επιβληθεί στον Λίβανο, η λογική της τετραμερούς συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ και ΗΠΑ είναι ακόμη πιο πειστική. Ως Αμερικανός θα πρόσθετα ότι αυτή η περιοχή είναι ζωτικής σημασίας για τις ΗΠΑ, και με μείζονες ανακαλύψεις κοιτασμάτων αερίου στα χωρικά ύδατα του Ισραήλ και της Κύπρου, ίσως κάποια μέρα και της Ελλάδας, η σημασία αυτής της συνεργασίας για την περιοχή και τον κόσμο θα αυξάνεται ακόμη περισσότερο».
Διαβάζοντας ολόκληρη τη συνέντευξη, παρατηρούμε εύκολα πως ο Αμερικανοεβραίος παράγων αποφεύγει διακριτικά να εντάξει στα ανοιχτά και επείγοντα ζητήματα της Ελλάδας την τουρκική απειλή. Στον δε τομέα της οικονομίας περισσότερο φαίνεται να αντιμετωπίζει τη χώρα μας ως πεδίο οικονομικών ευκαιριών για ισχυρούς φίλους του.
Υπερβολικές προσδοκίες;
Προφανώς μια συζήτηση για τις συμμαχίες που έχει κατεπείγουσα ανάγκη η Ελλάδα δεν είναι τόσο εύκολη ούτε μπορεί να αντιμετωπιστεί με «ευκολίες» και «ελαφρότητες». Είναι όμως σημαντικό να σημειώσουμε πως σε κάθε περίπτωση οφείλουμε να μην ξεχνάμε ότι μια ισότιμη – ή απλώς… αξιοπρεπής – συμμαχία είναι πολύ δύσκολο να δομηθεί όταν ο ένας εκ των δύο εταίρων, στην περίπτωσή μας η Ελλάδα, βρίσκεται πεσμένη στο καναβάτσο.
Συνεπώς είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει να παρακολουθούμε στενά όχι μόνο την εξέλιξη της συνεργασίας των δύο χωρών, αλλά και τους όρους της υλοποίησής της. Όσο για τις υπερβολικές προσδοκίες, πολλές φορές διαψεύστηκαν οικτρά και το αποτέλεσμα σημαντικών στρατηγικών επιλογών υπήρξε το ακριβώς αντίθετο από το επιθυμητό. Προσοχή λοιπόν…
Η τριήμερη επίσκεψη Πέρες στην Αθήνα χαιρετίστηκε γενικώς ως μια ακόμη απόδειξη σύσφιξης της συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Ισραήλ. Από πολλούς η νέα σχέση μεταξύ των δύο χωρών χαρακτηρίζεται ως «στρατηγικής σημασίας» και δεν είναι λίγοι όσοι θεωρούν ότι στην πραγματικότητα έχουμε μπροστά μας μια συμμαχία η οποία, μεταξύ άλλων, μπορεί να θωρακίσει την Ελλάδα από την επιθετικότητα της Άγκυρας.
Αυτή την εντύπωση ενίσχυσε εμμέσως και ο πρόεδρος του Ισραήλ, ο οποίος, σε συνέντευξή του στο «Βήμα», απαντώντας σε ερώτημα του Άγγελου Αθανασόπουλου για την προοπτική ενεργειακής συνεργασίας των δύο χωρών, τη συνέδεσε τεχνηέντως με κοινά ζητήματα ασφάλειας τονίζοντας τη βεβαιότητα (ή μήπως… ελπίδα;) ότι και άλλες χώρες (δηλαδή η… Τουρκία) θα συμπεριφερθούν σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου.
Βεβαίως το κυρίως «πιάτο» των επαφών του Σίμον Πέρες, από όσα τουλάχιστον έγιναν γνωστά, αφορούσε μπίζνες: αγροτικές και ενεργειακές κατά βάση, με κερασάκι στην τούρτα το ισραηλινό ενδιαφέρον για το ελληνικό ξεπούλημα εθνικής περιουσίας και ειδικότερα για τη Δημόσια Επιχείρηση Αερίου (ΔΕΠΑ), η οποία βγαίνει οσονούπω «στο σφυρί».
Απομονωμένη χώρα
Πολλοί λοιπόν είναι αυτοί που μιλούν για τη σημασία της ελληνοϊσραηλινής συνεργασίας και η αλήθεια είναι ότι, σε μια τόσο ταραγμένη περίοδο, στην πιο ανασφαλή περιοχή του κόσμου, όπου οι ανακατατάξεις τα επόμενα χρόνια ίσως είναι κατακλυσμιαίες, η Ελλάδα έχει να εμφανίσει τα τελευταία ως μόνη κίνησή της τη συνεργασία με το Ισραήλ. Απίστευτο για μια χώρα η οποία έχει κάθε λόγο να αισθάνεται ανασφαλής:
● Αποκομμένη από τον βαλκανικό της περίγυρο, με διαρκώς απομειούμενο πολιτικό και οικονομικό ρόλο στην άμεση γειτονιά της.
● Χρεοκοπημένη και «μαύρο πρόβατο» στα μάτια των πλούσιων Ευρωπαίων, βλέπει τη σημασία της να μειώνεται συνεχώς, όσο περισσότερο η κρίση του ευρώ επιτείνεται.
● Υποχρεωμένη από τις αποικιοκρατικές δανειακές συμβάσεις με την τρόικα να μην μπορεί να συνάψει ούτε καν δάνειο με χώρες εκτός ευρωζώνης, ΕΚΤ και ΔΝΤ.
● Με την Τουρκία όχι μόνο να μην εγκαταλείπει επ’ ουδενί λόγω, αλλά και να αναβαθμίζει τις βλέψεις της στο Αιγαίο και τη Θράκη, με τελευταία εξέλιξη τις περιπλοκές που προκαλεί η Άγκυρα στη Ρόδο.
● Με την Κύπρο αποδυναμωμένη – ως θύμα, μεταξύ άλλων, της ελληνικής χρεοκοπίας – να απειλείται ευθέως από την ίδια αποικιοκρατική αντιμετώπιση που η ευρωζώνη και οι λοιποί δανειστές δείχνουν προς την Ελλάδα.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, με τη διεθνή θέση της χώρας σε τραγική κατάσταση, με τους Βορειοευρωπαίους ακατανόητα εχθρικούς, παραμένει πάντα εξαιρετικά πιθανό – αν όχι… αναπόφευκτο – το ενδεχόμενο μιας νέας χρεοκοπίας, προς την οποία σπρώχνουν ταυτοχρόνως, αν όχι… συντονισμένα, η Γερμανία και το ΔΝΤ, η οποία ενδέχεται να εξελιχθεί σε πλήρη πτώχευση και ανεξέλεγκτη κατάρρευση.
Η «συμμαχική» τετράδα
Με αυτά τα δεδομένα και αυτές τις προοπτικές στο τραπέζι, είναι δυνατόν μια περαιτέρω ελληνοϊσραηλινή προσέγγιση, στην οποία διακριτικά αλλά σαφώς μας «έσπρωξαν» οι ΗΠΑ επί πρωθυπουργίας Γ. Παπανδρέου, να αποτελέσει «δίχτυ ασφαλείας» ή, έστω, να απομειώσει κάποιους από τους πολλαπλούς θανάσιμους κινδύνους που διατρέχουμε ως χώρα;
Μια Από τις διαθέσιμες απαντήσεις διατυπώνει στο «Βήμα» ο Γ. Μαλούχος, σε άρθρο του με τίτλο «Νέοι δρόμοι». Σημειώνει στην κατάληξη του κειμένου του:
«Η Ελλάδα, η Κύπρος, το Ισραήλ και οι ΗΠΑ, έχουν πάρα πολλά που μπορούν να κάνουν μαζί, σε μία εποχή που τα συμφέροντά τους συγκλίνουν όσο ποτέ μέχρι σήμερα. Οι δυνατότητες ρόλου και ανάπτυξης που γεννά η στενή συνεργασία των χωρών αυτών, ειδικά αυτή την ώρα, είναι τεράστιες. Και η Ελλάδα πρέπει να βάλει όλες της τις δυνάμεις για να τις αξιοποιήσει. Η σημασία της χώρας μας, ειδικά μπροστά σε τέτοιων διαστάσεων μεταβολές όπως εκείνες που έρχονται με τη Συρία και, ίσως, και με το Ιράν, αλλά και με τη γενικότερη ρευστότητα, είναι πάρα πολύ μεγάλη.
Η Δύση χρειάζεται την Ελλάδα και η Ελλάδα τη Δύση – κάτι που κάθε άλλο παρά συμβαίνει με τη σχέση της Ελλάδας με τη Γερμανία. Γι’ αυτό και έχει έρθει η ώρα για μια ριζικά νέα στρατηγική στην εξωτερική πολιτική και τους προσανατολισμούς της χώρας, που πρέπει και μπορεί να αξιοποιήσει την πολύ μεγάλη γεωπολιτική σημασία της, αντί να σέρνεται στην καταστροφή από τις εμμονές και τις εθνικές ηγεμονικές στοχεύσεις του Βερολίνου. Η Ελλάδα έχει μπροστά της νέους δρόμους που πρέπει και μπορεί να τους διαβεί αλλάζοντας τη μοίρα της. Αρκεί να το τολμήσει».
Η προσέγγιση αυτή μάλλον δεν χρειάζεται επεξηγήσεις. Είναι δε βέβαιο ότι εκφράζει πολλούς στην Ελλάδα, οι οποίοι βλέπουν αυτή την τετράδα χωρών (Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ και ΗΠΑ) ως έναν «άξονα» που μπορεί να λειτουργήσει ακόμη και ως αντίβαρο ύστερα από μια ελληνική αποδέσμευση / απαγκίστρωση από το πλαίσιο του ευρώ.
«Δεν μπορούμε»
Φαίνεται όμως ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά ούτε τόσο εύκολα. Κάτι τέτοιο πιστοποίησε προ ημερών (29 Ιουλίου), με συνέντευξή του στην «Καθημερινή», ο Ντέιβιντ Χάρις, διευθυντής της Αμερικανικής Εβραϊκής Επιτροπής.
Ερωτώμενος από τον Αθανάσιο Έλλις αν «μπορεί η μία χώρα να βασιστεί στην άλλη», απάντησε αφοπλιστικά:
«Όχι. Καμία από τις δύο χώρες δεν είναι σε θέση να “σώσει” την άλλη, υπό την έννοια ότι το Ισραήλ από μόνο του δεν μπορεί να σώσει την Ελλάδα από τις οικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει και, από την άλλη, η Ελλάδα δεν μπορεί να σώσει το Ισραήλ από την απειλή του Ιράν, της Χεζμπολάχ και της Χαμάς. Αλλά, χωρίς να φθάνουμε μέχρι εκεί, είναι σαφές ότι τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας και του Ισραήλ εξυπηρετούνται από την ενδυνάμωση των μεταξύ τους σχέσεων».
Η επόμενη ερώτηση του δημοσιογράφου είναι: «Από την αμερικανική οπτική, πώς βλέπετε την τετραμερή συνεργασία ΗΠΑ – Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ και τι σημαίνει για την περιοχή;». ιδού η απάντηση:
«Με σύννεφα πάνω από την Αίγυπτο, ταραχές στη Συρία, τη Χαμάς στη Γάζα, και τη Χεζμπολάχ να επιχειρεί να επιβληθεί στον Λίβανο, η λογική της τετραμερούς συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ και ΗΠΑ είναι ακόμη πιο πειστική. Ως Αμερικανός θα πρόσθετα ότι αυτή η περιοχή είναι ζωτικής σημασίας για τις ΗΠΑ, και με μείζονες ανακαλύψεις κοιτασμάτων αερίου στα χωρικά ύδατα του Ισραήλ και της Κύπρου, ίσως κάποια μέρα και της Ελλάδας, η σημασία αυτής της συνεργασίας για την περιοχή και τον κόσμο θα αυξάνεται ακόμη περισσότερο».
Διαβάζοντας ολόκληρη τη συνέντευξη, παρατηρούμε εύκολα πως ο Αμερικανοεβραίος παράγων αποφεύγει διακριτικά να εντάξει στα ανοιχτά και επείγοντα ζητήματα της Ελλάδας την τουρκική απειλή. Στον δε τομέα της οικονομίας περισσότερο φαίνεται να αντιμετωπίζει τη χώρα μας ως πεδίο οικονομικών ευκαιριών για ισχυρούς φίλους του.
Υπερβολικές προσδοκίες;
Προφανώς μια συζήτηση για τις συμμαχίες που έχει κατεπείγουσα ανάγκη η Ελλάδα δεν είναι τόσο εύκολη ούτε μπορεί να αντιμετωπιστεί με «ευκολίες» και «ελαφρότητες». Είναι όμως σημαντικό να σημειώσουμε πως σε κάθε περίπτωση οφείλουμε να μην ξεχνάμε ότι μια ισότιμη – ή απλώς… αξιοπρεπής – συμμαχία είναι πολύ δύσκολο να δομηθεί όταν ο ένας εκ των δύο εταίρων, στην περίπτωσή μας η Ελλάδα, βρίσκεται πεσμένη στο καναβάτσο.
Συνεπώς είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει να παρακολουθούμε στενά όχι μόνο την εξέλιξη της συνεργασίας των δύο χωρών, αλλά και τους όρους της υλοποίησής της. Όσο για τις υπερβολικές προσδοκίες, πολλές φορές διαψεύστηκαν οικτρά και το αποτέλεσμα σημαντικών στρατηγικών επιλογών υπήρξε το ακριβώς αντίθετο από το επιθυμητό. Προσοχή λοιπόν…
http://seisaxthia.wordpress.com