Με πλησίασε μια γυναίκα λίγο πριν τα σκαλάκια της εξόδου του μετρό. Τελευταία, διάφοροι άνθρωποι ζητάνε χρήματα όχι καθισμένοι όπως παλιά στην άκρη κάποιου πεζοδρομίου, αλλά κατεβαίνοντας στα εκδοτήρια των σταθμών του μετρό. Στέκονται δίπλα σου καθώς εσύ βάζεις τα κέρματα στο μηχάνημα. Έτσι, γρήγορα σκέφτεσαι ότι αυτό το εξωπραγματικό για την τσέπη σου 1,40, θα έπιανε περισσότερο τόπο αν αντί για εισιτήριο, γινόταν κουλούρι, καφές, τσιγάρο ή οτιδήποτε άλλο χρειάζεται ή θέλει αυτός ο άνθρωπος. Η γυναίκα λοιπόν με πλησίασε, άρχισα να σκέφτομαι αν και πόσα ψιλά έχω, αν και πόσα θέλω να δώσω. Η γυναίκα όμως μόλις έφτασε μπροστά μου ζήτησε απλά αν έχω ένα εισιτήριο για να πάει σπίτι της. Τα ρούχα της έμοιαζαν με κουρέλια, το πρόσωπό της ήταν σε άσχημη κατάσταση και οι λέξεις της αν και κανονικά τοποθετημένες αντηχούσαν μόνο τη γενικευμένη απόγνωση. Θέλω ένα εισιτήριο να πάω στο Περιστέρι, σπίτι μου.
Βγαίνοντας απ’ το μετρό πέτυχα ένα φίλο που είχα να δω καιρό. Στο τέταρτο που κουβεντιάσαμε, μου ανέλυσε τα σχέδια του για τη χρονιά που έρχεται. Τις χρονιές τις υπολογίζουμε ακόμη, όπως όταν πηγαίναμε σχολείο, από Σεπτέμβριο. Το περίπλοκο και με απειράριθμα αν σχέδιό του, μπορεί να συνοψιστεί στη λέξη επιβίωση. Ακούγονταν ποσά της τάξης των 200 και 300 ευρώ. Ακούγονταν φράσεις του στιλ μπορώ να ζήσω με τόσα. Μου αρκεί μια σαλάτα, δεν θα πολυβγαίνω και τέτοια. Δεν είχε απελπισία ο λόγος του φίλου, μόνο σκληρό ρεαλισμό και ίσως μια ελαφριά αίσθηση παραίτησης. Παραίτησης όχι απ’ τη ζωή, όσο απ’ τον άνισο και ανυπόφορο αγώνα με τα τέρατα της εποχής της λιτότητας και των ατελείωτων μέτρων. Θα ζήσουμε ναι, αλλά κουραστήκαμε πια να κυνηγάμε, να τρέχουμε σ’ ένα στάδιο χωρίς γραμμή τερματισμού, να τρέχουμε σ’ ένα αγώνα που είναι ταυτόχρονα σπριντ και μαραθώνιος και μετ’ εμποδίων. Κάπου θες απλά να σταθείς, να πιεις ένα δροσερό ποτήρι νερό και να ηρεμήσεις για πέντε λεπτά. Φέτος ο φίλος επέλεξε να είναι το δικό του πεντάλεπτο.
Λίγα λεπτά αργότερα σταματώντας με το αυτοκίνητο σε ένα φανάρι, βλέπω μια άλλη γυναίκα. Μοιάζει με την πρώτη του μετρό. Ρούχα βρώμικα, μαλλιά μπλεγμένα, πρόσωπο που φωνάζει όλα τα πιθανά είδη της απόγνωσης. Από τα πέντε μέτρα απόσταση μας μιλάει: «Πεινάω. Μήπως μπορείτε να μου δώσετε κάτι να φάω». Κοιτάζω το φανάρι, αλλά το κορίτσι ανοίγει την τσάντα της και δίνει ότι ψιλό είχε. Ας πούμε ότι ήταν δυομιση ευρώ. Τα δίνω στη γυναίκα, έκπληκτη κοιτάζει τη χούφτα της, μονολογεί «αυτά είναι πολλά λεφτά», ανάβει το φανάρι, συνεχίζει να κοιτάει τη χούφτα της, φεύγουμε.
Λέμε και ξαναλέμε για τη φτώχεια. Λέμε ότι δε μας φοβίζει. Μιλάμε για αλληλεγγύη, για κεράσματα, οι γονείς βοηθάνε, τα παιδιά βοηθάνε, οι φίλοι αλληλοβοηθιούνται. Μιλάμε για εγχειρήματα, συλλογικές κουζίνες και ένα σωρό ωραίες ιδέες.
Αλλά η φτώχεια μας κυκλώνει, δεν είναι εύκολος αντίπαλος, γονατίζει ανθρώπους, γονατίζει περαστικούς και φίλους, τους κλέβει χρόνια, τους αποκλείει απ’ την ίδια τους τη φαντασία και τη δημιουργικότητα. Η φτώχεια δεν είναι παλιά ελληνική ταινία, δεν έχει μόνο αυτοσαρκασμό και πλάκα και ωραίες ατάκες. Έχει κόσμο που παλεύει να ζήσει με 200 ευρώ και αυτό θα είναι το αισιόδοξο σενάριο. Έχει κόσμο που λέει πεινάω και θέλω να πάω σπίτι μου και κόσμο που ψάχνει το σπίτι του και δεν το βρίσκει πουθενά.
Μας βομβαρδίζουν με success stories και ανταγωνιστικότητα και τη θέση της χώρας που σταθεροποιείται στην Ευρώπη. Μιλάνε τη γλώσσα των αρπακτικών σε prime time, παρέχουν προκαταβολικά ασυλία στους ακριβούς εαυτούς τους, κουνάνε το δάκτυλο, μεταρρυθμίζουν χαλαρά, ασκούνται στον κυνισμό επαναλαμβάνοντας μονότονα «11.000 απολύσεις». Εμείς που δεν ζούμε στην τηλεόραση ή στο εικονικό κόσμο των υπουργικών γραφείων, κάθε μέρα, κάθε ώρα, περπατάμε μετρώντας τους πεσμένους, τους βουβούς επιβάτες των μέσων μεταφοράς, τους ανθρώπους που κουράστηκαν, τους ανθρώπους που δεν αντέχουν άλλο. Μετράμε τους ανθρώπους που δεν ανήκουν πια σ’ αυτή την εποχή.
Πηγή: Κοίταζε τη χούφτα της - RAMNOUSIA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου