της Μαρίας Παπανικολάου
Αν θέλει να μελετήσει κανείς το ιστορικό παρελθόν της πόλης μας, υπάρχουν αρκετές αξιόλογες μελέτες και βιβλία τοπικής ιστορίας. Όμως για να νιώσει τον παλμό της, την καθημερινή ζωή των ανθρώπων της, για να κατανοήσει και να ερμηνεύσει τις πράξεις τους, οι τοπικές εφημερίδες, κυρίως, αλλά και οι πανελλήνιες, αυτές που φυλάσσονται στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Καβάλας και αυτές που διατίθενται σε ψηφιακή μορφή από την Εθνική Βιβλιοθήκη και τη Βιβλιοθήκη της Βουλής είναι, κατά την άποψή μου, η πλέον κατάλληλη πηγή. Για λόγους προσωπικού ενδιαφέροντος ασχολήθηκα τελευταία με τη μελέτη της περιόδου από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 ως τις αρχές της δεκαετίας του 1930, δηλ. με την εποχή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, που είναι παράλληλα και εποχή της τοπικής καπνικής κρίσης και των μεγάλων καπνεργατικών αγώνων. Από τα εντυπωσιακά στοιχεία αυτής της περιόδου είναι, σε τοπικό επίπεδο, το αγωνιστικό πνεύμα των χιλιάδων καπνεργατών της Καβάλας, το πάθος τους να εξασφαλίσουν συνθήκες ζωής καλύτερες για τους ίδιους και για τα παιδιά τους. Ο αγώνας δεν έφερνε πάντα το ποθητό αποτέλεσμα, αποτελούσε όμως γι’ αυτούς «ιερό» καθήκον, ακόμη κι αν ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένος σε αποτυχία.
Έκφραση αυτής της αγωνιστικότητας είναι και η εξέγερση του Ιουλίου 1933. Τα γεγονότα είναι σε γενικές γραμμές γνωστά: Στις 20 Ιουλίου η καπνεμπορική επιχείρηση Μπενβενίστε ανακοίνωσε ξαφνικά την απόλυση όλων των ανδρών καπνεργατών! Έχοντας αποφασίσει να εισαγάγει το σύστημα της «τόγκας», της απλουστευμένης επεξεργασίας των καπνών, θα απασχολούσε μόνο γυναίκες, γιατί αμείβονταν με χαμηλότερο ημερομίσθιο. Αμέσως οι καπνεργάτες κατέλαβαν τις αποθήκες, οι δυνάμεις καταστολής απέκλεισαν τα εργοστάσια, ο απεργιακός αναβρασμός εξαπλώθηκε σ’ όλους τους κλάδους και η πόλη έγινε πεδίο καθημερινών διαδηλώσεων και βίαιων συγκρούσεων. Όλη η Καβάλα τάχθηκε με το μέρος των καπνεργατών και οι Αρχές υποχρεώθηκαν να αναζητήσουν συμβιβαστικές λύσεις. Τα γεγονότα του 1933 δεν ήταν βέβαια κεραυνός εν αιθρία. Από το 1926 που άρχισε η καπνική κρίση οι καπνεργάτες της Καβάλας βρίσκονταν σε διαρκείς κινητοποιήσεις και η στρατοκρατούμενη πόλη βάφτηκε αρκετές φορές με αίμα. Με την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 η κατάσταση επιδεινώθηκε και η καπνική οικονομία της περιοχής δέχθηκε ισχυρό πλήγμα στους τομείς της παραγωγής, της επεξεργασίας και του εμπορίου. Και μαζί μ’ αυτήν και η εθνική οικονομία στο σύνολό της, αφού μετά το 1922 ο καπνός έφτασε να καλύπτει περίπου το 70% των ελληνικών εξαγωγών.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 οι καπνεργάτες δεν αγωνίζονταν πλέον για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και την αύξηση του ημερομισθίου. Εκλιπαρούσαν για μερικά μεροκάματα, αγωνιούσαν για τα επιδόματα ανεργίας και στηρίζονταν στα λαϊκά συσσίτια. Κάποιοι για να προσληφθούν σε καπνομάγαζα κατέφευγαν στη βία ή επιστράτευαν αθέμιτα και ταπεινωτικά μέσα. Άλλοι μετανάστευαν για αναζήτηση καλύτερης τύχης και άλλοι προτιμούσαν να πάρουν ως αποζημίωση το 1/3 του όλου ποσού που είχαν καταβάλει στο Ταμείο Απασχολήσεως Καπνεργατών (ΤΑΚ) και να «εξέλθουν» του επαγγέλματος. Με δυο λόγια, κύριο μέλημά τους ήταν πια η επιβίωση. Οι αστικές εφημερίδες επισημαίνουν συνεχώς τους κινδύνους που εγκυμονεί η λαϊκή απόγνωση και η αγανάκτηση. Δυο μήνες πριν τα γεγονότα, ο τοπικός «Κήρυξ» προειδοποιεί: «Όταν ένα μέγιστον τμήμα του λαού υποφέρει αφάνταστα, υπάρχει κίνδυνος να ανατραπεί το καθεστώς από τους πεινώντας και τους γυμνούς και από μυριάδας ασθενών και πασχόντων αι οποίαι δεν έχουν ούτε μίαν γωνίαν σε ένα νοσοκομείον να κλίνουν το κεφάλι των». Ακόμη και οι συντηρητικοί καπνεργάτες (που πρώτοι εξασφάλιζαν εργασία μόλις άνοιγαν τα καπνομάγαζα) απειλούν «ότι παρ’ όλον το νομοταγές και τα πατριωτικά των αισθήματα, η απόγνωσις θα τους ωθήση εις παρακινδυνευμένας ακρότητας και ωρισμένας εκνόμους ενεργείας, εις ας δεν προέβησαν μέχρι τούδε ούτε οι κομμουνισταί».
Η Κατίνα Χατζηκωνσταντίνου, 16χρονη κοπελίτσα τότε, θυμάται: «Τη μέρα που βγήκα από το Ορφανοτροφείο, η Καβάλα ήταν στα μαύρα φορεμένη. Οι καπνεργάτες είχαν κλειστεί επί μία εβδομάδα στα καπνομάγαζά τους, βγάλανε μαύρες σημαίες από τα παράθυρα και συνεχώς φωνάζανε “ψωμί, νερό δουλειά – ψωμί, νερό, δουλειά”. Άκουσα και έφριξα. Δάκρυσα και πόνεσε η ψυχή μου… Ακόμη ηχούνε στ’ αυτιά μου οι φωνές από τη Σμύρνη, όταν της βάλανε φωτιά, και οι φωνές των εργατών που ήταν μια βδομάδα κλεισμένοι στα καπνεργοστάσια» [Κατίνα Λαχουβάρη – Χατζηκωνσταντίνου, Δύσκολα Χρόνια. Από τη Σμύρνη στην Καβάλα - Στο Ορφανοτροφείο - Πόλεμος και Κατοχή, έκδ. Συλλόγου Μικρασιατών Ν. Καβάλας «Μνήμη Μικράς Ασίας», Καβάλα 2012, σελ. 21 και 42]
Για τους καπνεργάτες της Καβάλας η μέρα που βγήκαν από τις καπναποθήκες (27η Ιουλίου) ήταν μια μέρα νίκης και δικαίωσης του αγώνα τους. Το κλίμα περιγράφει ο Γιώργος Πέγιος: «Οι μεγάλες πόρτες (των καπναποθηκών) άνοιξαν και όλη εκείνη η ανθρώπινη μάζα ξεχυνόταν στους δρόμους. Το τι επακολούθησε κατά την έξοδο εκείνη είναι πολύ δύσκολο να το περιγράψω με λόγια. Δε θα ξεχάσω όμως όσο ζω ποτέ τις εικόνες εκείνες της χαράς και του ενθουσιασμού για την περήφανη νίκη μας.
Άνδρες και γυναίκες, χλωμοί από την πείνα και την ταλαιπωρία, με φωνές βραχνές από την εξαήμερη συνεχή ένταση, αλλά και περήφανοι, γιατί κανείς όλες αυτές τις μέρες δε σκέφτηκε να λυγίσει ούτε που λιποψύχισε. Όλοι με το κεφάλι ψηλά έπεφταν στις αγκαλιές των δικών τους, που ξενυχτούσαν από έξω. Μωρομάνες που άφησαν αβύζαχτα μωρά, άνδρες που εγκατέλειψαν στην τύχη τις οικογένειές τους έσμιγαν και φιλιόντουσαν. Το κέρδισμα της μάχης που έδωσαν για δουλειά και ψωμί, τους έκανε να ξεχάσουν για λίγο το μαρτύριο που πέρασαν όλες εκείνες τις εφιαλτικές μέρες». [Γιώργος Πέγιος, Από την ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος της Καβάλας (1922-1953), έκδ. ΟΑΕΔ, Αθήνα 1984, σελ. 79-80] Μια σπίθα λοιπόν αρκούσε για να πυροδοτήσει την «εξέγερση».
Τον αγώνα των έγκλειστων στηρίζουν καθημερινά οι γυναίκες και τα παιδιά τους. Συγκεντρώνονται γύρω από τις καπναποθήκες για να τους προστατεύσουν (προσπαθώντας και να περάσουν μέσα λίγο ψωμί και νερό) ή διαδηλώνουν στους κεντρικούς δρόμους της Καβάλας και στις συνοικίες. Οι συλλήψεις ανέρχονται σε εκατοντάδες, δεκάδες προσάγονται στο αυτόφωρο και καταδικάζονται σε φυλάκιση 7-25 ημερών, οι τραυματισμοί άοπλων είναι καθημερινό φαινόμενο και η απροκάλυπτη αστυνομική και στρατιωτική βία εναντίον των γυναικόπαιδων καταγγέλλεται απ’ όλο τον Τύπο.
Η υποστήριξη είναι ανεπιφύλακτη και από τον Τύπο, τοπικό και πανελλήνιο. Οι εφημερίδες στο σύνολό τους θεωρούν υπεύθυνο τον «κακό δαίμονα και εχθρό της πόλεως», τον «απερίγραπτο» Νομάρχη Γεώργιο Ράντη. Είχε έρθει στην Καβάλα (πριν δύο εβδομάδες) αποφασισμένος να βάλει τάξη «εις την αναρχικήν πόλιν» και από την πρώτη στιγμή της κρίσης είχε ζητήσει την εκκένωση των αποθηκών με κάθε μέσο, ακόμη και με δολοφονίες εργατών! Με τις αλλοπρόσαλλες θέσεις του άφησε «ένα απλό πρόβλημα» να πάρει διατάσεις εξέγερσης, «ηπείλησε να εξανάψει πυρκαϊάν άσβεστον και να θάψη υπό ερείπια την πόλιν ολόκληρον» («Ταχυδρόμος», 26 Ιουλ.). Για το «Νέο Ριζοσπάστη» βέβαια, οι καπνεργάτες δεν αγωνίζονται μόνο για την αποτροπή των απολύσεων και το «μπάσιμο» των ανδρών στην τόγκα, ούτε μόνο ενάντια στο «φρικτό φάσμα της πείνας και της ανεργίας, που απειλεί να σπείρει μια απέραντη τραγωδία σε όλη την Καβάλλα». Ο αγώνας τους έχει ευρύτερους πολιτικούς στόχους: «Μαζύ με τα παραπάνω αιτήματά τους οι ηρωικοί και δοκιμασμένοι καπνεργάτες της Καβάλλας, διαδηλώνουν ακόμη την ατράνταχτη θέλησή τους να υπερασπίσουν το Κόμμα τους, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδος. Γιατί ξέρουν πολύ καλά ότι το χτύπημα του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι χτύπημα της εργατιάς, του μεροκαμάτου τους, του ψωμιού τους».
Πηγη:http://www.kavalapress.gr/i-exegersi-ton-kapnergaton-tis-kavalas-ioulios-1933-i-andres-stin-togka-ena-arthro-tis-marias-papanikolaou/#
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου