Σε παλαιότερο κείμενο – αναφερόμενος στα αδιέξοδα αντιπροσωπευτικά πολιτικά συστήματα – είχα υποστηρίξει ότι οι πολίτες με την παθητικότητά τους και την έλλειψη αμφισβήτησης επέτρεψαν τη δημιουργία μιας κοινής ψευδαίσθησης. Αυτή η ψευδαίσθηση αφορά στην ύπαρξη, κατά καιρούς, μιας σχεδόν μυθικής φιγούρας πολιτικού προσώπου. Ενός ανθρώπου εξαιρετικά ευφυούς, εξόχως καταρτισμένου, ορθολογικού και αδιαμφισβήτητης ηθικής. Ενός ακέραιου σοφού, με υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά. Μια πίστη δηλαδή ότι υπήρξαν, υπάρχουν ή μπορεί να προκύψουν ηγέτες με ιδιότητες πολιτικού υπερόντος. Αυτή η συλλογική ψευδαίσθηση των ανθρώπων μέσα στα χρόνια της κρίσης φαίνεται, και δικαίως, να κλονίζεται. Τον εξαιρετικά ικανό στα όρια του υπεράνθρωπου αντικαθιστά (σταδιακά και ανάλογα με την περίπτωση), ο ανίκανος, ο διεφθαρμένος, ο καιροσκόπος κ.ο.κ.
Όμως τι συμβαίνει με τους διανοούμενους; Ή τουλάχιστον με αυτούς που – ανεξάρτητα από το πώς θα τους ονομάσει κανείς – επηρεάζουν καθοριστικά με τις απόψεις, τις στάσεις τους και το Λόγο τους τμήματα της κοινής γνώμης; Θεωρώ ότι κατά τρόπο ανάλογο η εποχή αυτή χαρακτηρίζεται από μια γενικευμένη τάση αντιδιανοουμενισμού ο οποίος σήμερα υιοθετείται πιο εύκολα και από περισσότερους σε σχέση με το παρελθόν. Οι δύο αυτές τάσεις “αποκαθήλωσης” (των πολιτικών και των διανοουμένων) δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι σηματοδοτούν και κάτι το θετικό για την κοινωνία των πολιτών. Μάλλον θα μπορούσαν να σηματοδοτήσουν κάτι το εξαιρετικά θετικό, αλλά υπό προϋποθέσεις οι οποίες όμως δεν φαίνεται να υπάρχουν, τουλάχιστον ακόμη.
Διαχρονικά θεωρείται ότι ο διανοούμενος πρέπει να έχει καλλιεργήσει την “κριτική σκέψη” του πολύ περισσότερο από τους άλλους, κι έτσι, χάρη σε μια θαυμαστή σύζευξη αρετής και γνώσης, να κρατά τις κατάλληλες αποστάσεις και να κρίνει με θάρρος την όποια εξουσία. Εξουσία που συχνά τον χαϊδεύει (στο νου και στο πορτοφόλι) προκειμένου αυτός να την εξυμνεί αποκοιμίζοντας ή και κατευθύνοντας τις συνειδήσεις των πολλών. Των πολλών οι οποίοι δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν αυτά τα μεγάλα και τα τρανά που ο θαυμαστός του εγκέφαλος έχει καταλάβει και που πολύ συχνά τους αφορούν άμεσα.
Η αλήθεια όμως είναι ότι όταν μιλάμε για ανθρώπους, τα πάθη, οι αδυναμίες, αλλά και οι όροι και τα όρια αντίληψης δεν ορίζονται ασφαλώς από κάποιες εγκεφαλικές ιδιαιτερότητες που διακρίνουν τους ανώτερους από τους κατώτερους. Εάν δεν λάβουμε υπόψη μας τις απολύτως απαραίτητες και πρακτικές προϋποθέσεις για πνευματική εξέλιξη (τροφή, υγειές περιβάλλον και δυνατότητα πρόσβασης στη γνώση), είναι πολύ πιο πειστική η άποψη ότι μάλλον ο αυτοπεριορισμός, το πράττειν, η μελέτη και η επιμονή αποτελούν τους όρους αλλά και τα όρια στην κατανόηση και στην αντίληψη των πραγμάτων αλλά και στην αξιακή υποδομή του καθενός. Ο τέλειος διανοούμενος είναι ένα πρόσωπο που υφίσταται μόνο στη θεωρία ή στην φαντασία κάποιων, εφόσον στην πραγματικότητα δεν μπορεί να υπάρξει ένας άνθρωπος στον οποίο να συνυπάρχουν όλα τα προαπαιτούμενα ποιοτικά χαρακτηριστικά, αλλά και να έχουν συντρέξει όλες οι προϋποθέσεις.
Από την άλλη φυσικά η στάση των ίδιων των διανοουμένων απέναντι στην εξουσία, αριστερών και μη, αλλά κυρίως των αριστερών, θυμίζει το ρητό “το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται”. Αξίζει κανείς να αναφερθεί στους τεμενάδες των Νεοελλήνων διανοουμένων μετά τον εμφύλιο προς το πολιτικό καθεστώς μεταξύ του 1949-1974. Αξίζει επίσης να αναφερθεί στις οργισμένες απολογίες των Ελλήνων αριστερών διανοουμένων υπέρ των κομμουνιστικών καθεστώτων της Αν. Ευρώπης έως και το 1989. Στις εκσυγχρονιστικές και σοσιάλ-νεοφιλελεύθερες φανφάρες της δεκαετίας του 1990 από διάφορους μεταλλαγμένους αριστερούς διανοούμενους υπέρ του κοσμοπολιτισμού και του πολυπολιτισμού, υπέρ της Ευρώπης (και των πλούσιων ευρωπαϊκών προγραμμάτων της φυσικά). Όπως αξίζει κανείς να αναφερθεί και σε εκείνη την ακόρεστη εμμονή των διανοουμένων κατά της λαϊκότητας, της απλότητας και κατά της ρυπαρής βαλκανίτιδας. Παράλληλα πολλοί από αυτούς έχοντας τον ελιτισμό ως δεύτερη φύση τους, όταν καταλάβουν “κάτι”, αναζητούν σχεδόν άμεσα εκείνο το στενό, κλειστό και αυτοερωτικό περιβάλλον που εξυπηρετεί κατά βάση μια ναρκισσιστική ψευδαίσθηση πεφωτισμένης ανωτερότητας και ιδιαιτερότητας. Μια ανωτερότητα η οποία σε έναν υποθετικό, μελλοντικό, ώριμο καιρό θα αποφασίσει να φωτίσει τα πλήθη. Αυτό το “κάτι”, στις περισσότερες περιπτώσεις μπορεί να γίνει αποδεκτό, να αναιρεθεί ή να αμφισβητηθεί, αποκλειστικά και μόνον από τους “ανώτερους” και στενά μυημένους στο ίδιο αυτό το “κάτι”. Έτσι δημιουργείται ένα ακόμη αγαθό ιδιοκτησία των ολίγων και όχι ένα κοινό αγαθό των πολλών.
Αυτές οι στάσεις αναπόφευκτα οδηγούν τόσο σε κατηγορίες όσο και σε αλληλοκατηγορίες. Οι κλίκες αυτών που ξεπουλιόνται στην εξουσία απέναντι σε εκείνες που δεν ξεπουλιόνται. Οι ανοιχτοί στην κοινωνία διανοούμενοι απέναντι στους κλειστούς κλπ. Όμως πολλοί από αυτούς ως άνθρωποι που ζουν μέσα στην ίδια με εμάς – προβληματική δομικά – πολιτική πραγματικότητα και ως ιδεαλιστές μάλλον πιστεύουν αυτό που πίστευε και ο Πλάτωνας (ο πρώτος μεταφυσικός ιδεαλιστής), ότι δηλαδή είναι δυνατόν είτε να γίνει ο βασιλιάς φιλόσοφος είτε ο φιλόσοφος σύμβουλος του βασιλιά (είτε, το πιο απίθανο και ανομολόγητο, να γίνει ο ίδιος ο φιλόσοφος βασιλιάς). ‘Έτσι ως άνθρωποι, κάποιες φορές έστω, ελπίζουν ειλικρινά και πιστεύουν (συχνά με θρησκευτική ευλάβεια) ότι ο επόμενος που θα έρθει στην εξουσία (πάντα ως παντοδύναμος βασιλέας της επίσης “τέλειας” πλατωνικής πολιτείας) θα είναι λίγο περισσότερο φιλόσοφος από ό,τι ο προηγούμενος, ενώ ως επαγγελματίες γνωρίζουν ότι δίχως κλίκα και διασυνδέσεις σε χώρους έξω από αυτόν της άυλης σκέψης, θα έκλειναν το προσωπικό τους φιλοσοφικό μαγαζί. Έτσι ο δόλος, το συμφέρον ή η αφέλεια είναι στοιχεία ασφαλώς σημαντικά, αλλά συχνά συγκεχυμένα και δυσδιάκριτα. Οι συνολικές τους ευθύνες ωστόσο είναι μεγάλες και δεδομένες, καθώς σε πολλές περιπτώσεις γίνονται φορείς και αναμεταδότες προτύπων συμπεριφοράς και στάσεων ζωής που τελικά παρεμποδίζουν την πολιτική απελευθέρωση των ανθρώπων και έτσι δεν ωφελούν το σύνολο της κοινωνίας, αλλά τους ολίγους.
Κατά πάσα πιθανότητα η σχέση τόσο των πολιτικών όσο και των διανοουμένων με την εξουσία καθορίζεται από το κοινωνικό πλαίσιο αλλά κυρίως από το ολιγαρχικό πολιτικό σύστημα μέσα στο όποιο αυτοί δρουν και αρθρώνουν Λόγο. Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε πως στις μέρες μας η όποια επίδραση του Λόγου στη διαμόρφωση της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας μοιάζει να χάνει όλο και περισσότερες μάχες στον ανοιχτό πόλεμο που του έχει ανοίξει η Εικόνα. Νομίζω ότι είναι λανθασμένο να πιστεύουμε πως μια γενική απαξίωση των διανοουμένων θα συμβάλει στην ανάδειξη μιας δημόσιας σφαίρας και κάποιου είδους έλλογου διαλόγου που θα μπορούσε να υπερβεί τις ανυπέρβλητες υπαρξιακές αντιθέσεις και διαφορές μεταξύ των ανθρώπων και να οδηγήσει στο δρόμο προς τη δημοκρατία. Ίσως οι βαθύτερες θέσεις των ανθρώπων να πηγάζουν από το άλογο στοιχείο τους το οποίο είναι πέραν της εμβέλειας του Λόγου ή μάλλον -ειδικά σήμερα- να είναι πιο κοντά στην επίδραση της εικόνας παρά του Λόγου. Ανεξάρτητα από την παραπάνω υπόθεση, βασική προϋπόθεση για να γίνει αυτός ο αντιδιανοουμενισμός κάτι το δημιουργικό είναι ο μετασχηματισμός του πλαισίου δράσης των διανοουμένων, δηλαδή του αντιπροσωπευτικού πολιτικού συστήματος που τους τρέφει και τρέφεται από αυτούς. Διαφορετικά αυτή η τάση δεν θα είναι παρά μια στείρα αντίδραση απολιτίκ αγανάκτησης.
Δυστυχώς δεν μπορεί κανείς να είναι αισιόδοξος προς αυτή την κατεύθυνση καθώς δύο πράγματα συντελούνται παράλληλα και με γρήγορους ρυθμούς. Πρώτον η εποχή της ανοχής του διαφωτισμού (που κατάπιαν και διάδωσαν με ευχαρίστηση πολλοί αριστεροί, σοσιαλιστές, φιλελεύθεροι και γενικά ευρωπαϊστές) προς οποιαδήποτε ιδέα και προς οτιδήποτε, μοιάζει να τελειώνει βίαια. Επομένως ο χρόνος των ανοχών και των αντοχών είναι περιορισμένος, ενώ συνυπάρχει παράδοξα με μια κατάσταση γενικευμένης αδιαφορίας και απάθειας. Και δεύτερον η εποχή της εικόνας και της τεχνολογίας προβάλλει ως διανοούμενους (και μοιάζει να το κάνει όλο και περισσότερο) μεταμοντέρνες φιγούρες ανθρώπων που λειτουργούν ως εργαλεία και που δεν έχουν καμία διάθεση ή δεν είναι σε θέση να αρθρώσουν Λόγο ουσίας, πόσο μάλλον να παραμείνουν συνεπείς σε ό,τι λένε. Φαίνεται πως η μαζική παραγωγή επικοινωνίας χωρίς ουσιώδες περιεχόμενο (με ευκολοχώνευτα και ευχάριστα στοιχεία εντυπωσιασμού που υποτιμούν το Λόγο) είναι μια τάση της οποίας η μαζικότητά θα χαρακτηρίσει τον 21ο αιώνα. Το ψηφιακό θέαμα και ο εντυπωσιασμός, η διασπορά φόβου και απειλών και η επικοινωνιακή διαχείριση κρίσεων φαίνεται να αποτελούν τα βασικά συνθετικά στοιχεία μιας Εικόνας που πιθανότατα θα σηματοδοτήσει το τέλος της μέχρι τώρα “κανονικότητας”.
Έτσι αύριο μπορεί να γίνει αδύνατη αυτή που σήμερα είναι δύσκολη, δηλαδή η διάκριση του διανοούμενου – που ως τέτοιος είναι ταγμένος να αφυπνίζει και να ασχολείται σοβαρά τόσο με το σήμερα όσο και με το διαχρονικό ζήτημα του βίου και της ζωής των ανθρώπων – από τον ψευτο-διανοούμενο (τον μοδάτο, τον εφετζή, τον φαινομενικά εναλλακτικό και πρωτοπόρο, τον χίπστερ, κλπ) ή τον τεχνοκράτη-πανεπιστημιακό (που κρατά εκείνη την “επιστημονική” ουδετερότητα και “πολιτική ορθότητα” που ωφελεί μόνο τον ίδιο). Φιγούρες ανθρώπων οι οποίες μένουν στην επιφάνεια, ενώ περιστρέφονται εργαλειακά και δίχως νόημα γύρω από την παραγωγή της εικόνας που θα διασπείρει τις εντυπώσεις ή τον φόβο (ανάλογα με την περίπτωση) που εξυπηρετούν το αφεντικό τους. Από το διαδίκτυο και από τα ΜΜΕ μπορούμε να αντλήσουμε πολλά τέτοια παραδείγματα προσώπων – από όλο το πολιτικό φάσμα – που μοιάζουν φιλικά, τρέντυ και προσιτά, ενώ ταυτόχρονα απειλούν και εκφοβίζουν καθημερινά υπενθυμίζοντας συνεχώς το μότο της εποχής. Ότι δηλαδή τα πράγματα σήμερα είναι πολύ σύνθετα και τεχνικά για να τα καταλάβει το κοινό τους και πως για την επίλυση των προβλημάτων του, αυτό θα πρέπει να γίνει πιο πειθήνιο και να παραχωρήσει περισσότερο χώρο. Τη μια στους τεχνοκράτες που μόνο εκείνοι γνωρίζουν την καλύτερη λύση και την άλλη στους “δημοκράτες” του κοινοβουλευτισμού που θα φέρουν κι άλλη ανάπτυξη και πρόοδο και θα “σώσουν” την κοινωνία απ’ τον εκφασισμό. Άλλωστε η κοινωνία του επαναστατικού θεάματος είναι εδώ για να κατευνάσει τα πλήθη με αριστερές ενέσεις ελπίδας και κουλτουριάρικη ευεξία. Εάν σήμερα στην Ελλάδα παράγουν “διανόηση” σχεδόν αποκλειστικά πιασάρικες σελίδες τύπου Lifo, “πολιτική αφύπνιση” οργιλοί μητροπολίτες και “όραμα” ο κανένας, οι διανοούμενοι έχουν ευθύνες απέναντι στην κοινωνία και τον ιστορικό τους ρόλο.
Μάλλον δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τις τελευταίες τέσσερεις δεκαετίες δεν έχουν προκύψει μεγάλοι οικουμενικοί στοχαστές. Ο κίνδυνος επομένως δεν είναι πλέον να κατηγορούνται κατά καιρούς κάποιοι διανοούμενοι για τις ναρκισσιστικές τους ψευδαισθήσεις, τον ιδεαλισμό ή για το ξεπούλημά τους στην όποια, ανά περίπτωση, εξουσία, αλλά να πάψουν συνολικά να υπάρχουν ως τέτοιοι, με την έννοια της δυνατότητάς τους να ασκούν κάποια επιρροή στην κοινή γνώμη. Αυτή ασφαλώς θα ήταν μια ευτυχής έκβαση εάν μιλούσαμε για μια κοινωνία πολιτών οι οποίοι σταδιακά αμφισβητούν τους κάθε λογής ειδικούς και τους καθιστούν περιττούς. Που, δημιουργώντας αυτόνομα πολιτικά σώματα, αναζητούν συλλογικά το νόημα και την αλήθεια της πολιτείας τους. Πολίτες που ξεπερνούν τις ιδεολογικές τους αγκυλώσεις και λειτουργώντας εξισωτικά και με οριζόντιο τρόπο επιθυμούν και αγωνίζονται, ώστε να έχουν τον θεσμικό έλεγχο και την τελευταία λέξη σε όλες τις πολιτικές αποφάσεις που τους αφορούν.
Όμως σήμερα το βασικό ζήτημα είναι η κυριαρχία της εικόνας και η λατρεία τους εμπορεύματος και της τεχνολογίας που ίσως ακόμη να μην είναι καθολική, ωστόσο μεταδίδεται ραγδαία και μαζικά παντού. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για πολιτικά δικαιώματα και πολιτική απελευθέρωση. Ως απαθής ιδιώτης που υπάρχει για να καταναλώνει εαυτόν και προϊόντα, νοιάζεται κυρίως να μην αποκοπεί (χρονικά και οικονομικά) από το συνεχές ρεύμα της μαζικής κουλτούρας. Έτσι, απέναντι στους εναπομείναντες διανοούμενους, δείχνει προτιμότερη μια αυστηρή και επιλεκτική στάση από τη μια, αλλά και μια προσπάθεια να στηριχθεί και να περισωθεί ό,τι μπορεί να περισωθεί από την άλλη. Άλλωστε όλοι γνωρίζουμε ότι αυτοί (οι διανοούμενοι) όποτε και ό,τι κι αν πουν, πάντα θα “τ ’ακούσουν” από κάποιους και αυτό είναι λογικό και αναμενόμενο στα πλαίσια της έκθεσής τους στην κριτική σκέψη των άλλων αλλά και στα πλαίσια των επιδιώξεων των αντιπάλων τους. Αυτό που όμως θα ήταν συνολικά αρνητικό για τη κοινωνία, είναι -εκτός των άλλων- και λόγω της απαξίωσής τους να υποταχτούν πλήρως στη “δικτατορία” της εικόνας και να μεταλλαχθούν στις φιγούρες που αναφέρθηκαν παραπάνω. Ή πάλι απέχοντας από το δημόσιο διάλογο να δώσουν ολοκληρωτικά τη θέση τους σε μοδάτους, τεχνοκράτες, διαχειριστές και σωτήρες ή ακόμη να αυτολογοκρίνονται άνθρωποι που όντως έχουν κάτι να πουν και να αντισταθούν στην επέλαση του μεταμοντερνισμού, συμβάλλοντας στην αναζήτηση των αξιών, του μέτρου και του νοήματος.
Share the post
Ο Γιώργος Κουτσαντώνης γεννήθηκε το 1973 στην Αθήνα. Μετά από επτά χρόνια σπουδών σε μια σχολή ιατρικής της Ιταλίας, εγκαταλείπει την ιατρική και ακολουθεί τη σπουδή της μετάφρασης. Σήμερα ασκεί, ως ελεύθερος επαγγελματίας, το επάγγελμα του μεταφραστή και διερμηνέα. Η ζωγραφική και η συγγραφή παραμένουν δύο μεγάλα πάθη του μαζί με τη συστηματική μελέτη της πολιτικής φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας.
http://www.respublica.gr/2016/11/column/creative-anti-intellectualism/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου