«Αν μπορούσα, θα έκανα κωλοτούμπες από τη χαρά μου!» |
Οι αριθμοί είναι εξωφρενικοί: γνωρίζαμε ήδη πως στα τέλη του 2008 οι Τζορτζ Μπους (George Bush) και Χένρι Πόλσον (Henry Paulson) «έριξαν στο τραπέζι» 540 δις ευρώ προκειμένου να διασώσουν τις αμερικανικές τράπεζες. Πρόκειται περί κολοσσιαίου ποσού. Αλλά ένας Αμερικανός δικαστής δικαίωσε πρόσφατα τους δημοσιογράφους του «Μπλούμπεργκ» που ζητούσαν από την κεντρική τους τράπεζα διαφάνεια όσον αφορά τη βοήθεια που έδωσε η ίδια στο τραπεζικό τους σύστημα. Μετά λοιπόν την κοινοποίηση 20,000 σελίδων διαφόρων εγγράφων, το «Μπλούμπεργκ» αποκάλυψε πως η αμερικανική κεντρική τράπεζα (FED) δάνεισε μυστικά στις παραπαίουσες τράπεζες άλλα... 1,200 δις, με το απίστευτα χαμηλό επιτόκιο του... 0.01 %.
Ταυτόχρονα σε πολλά κράτη οι λαοί υφίστανται σχέδια λιτότητας από κυβερνήσεις που οι χρηματαγορές δέχονται να τις δανείσουν μερικά μόνο δις, με επιτόκια της τάξης του 6%, του 7% ή και του 9%! Ασφυκτιώντας υπό το βάρος τέτοιων επιτοκίων, οι κυβερνήσεις «αναγκαστικά» «παγώνουν» τις συντάξεις, τα οικογενειακά επιδόματα και τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων και περικόπτουν τις δημόσιες επενδύσεις, αυξάνοντας την ανεργία και προετοιμάζοντας την επικείμενη καταβύθισή μας σε μια πολύ σοβαρή ύφεση.
Αλλά πόσο φυσιολογικό είναι εν μέσω κρίσεως να μπορούν οι ιδιωτικές τράπεζες -που συνήθως δανείζονται από τις κεντρικές τράπεζες με επιτόκια της τάξης του 1%- να επωφελούνται από προνομιακά επιτόκια 100 φορές μικρότερα, ενώ τα κράτη υποχρεώνονται να πληρώνουν επιτόκια... 600 ως 800 φορές μεγαλύτερα;
«Η διακυβέρνηση από το οργανωμένο χρήμα είναι εξίσου επικίνδυνη με τη διακυβέρνηση από το οργανωμένο έγκλημα» έλεγε ο Ρούσβελτ (Roosevelt): είχε δίκιο. Βιώνουμε σήμερα μια κρίση του απορυθμισμένου καπιταλισμού που μπορεί να αποβεί μοιραία για τον ίδιο τον πολιτισμό μας. Όπως έγραψαν οι Εντγκάρ Μορέν (Edgar Morin) και Στεφάν Εσέλ (Stéphane Hessel) στο «δρόμο της ελπίδας», οι κοινωνίες μας καλούνται να επιλέξουν: μετασχηματισμός ή θάνατος!
Θα περιμένουμε να είναι πολύ αργά πριν ανοίξουμε τα μάτια μας; Θα περιμένουμε να είναι πολύ αργά για να συνειδητοποιήσουμε τη σοβαρότητα της κρίσης και να επιλέξουμε το μετασχηματισμό πριν αποδιαρθρωθούν οι κοινωνίες μας; Δεν είναι εδώ ο χώρος να αναπτύξουμε τις δέκα ή δεκαπέντε συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις που θα καθιστούσαν δυνατό αυτό το μετασχηματισμό. Σκοπός μας είναι απλά να δείξουμε πως έχουν λάθος όσοι, σαν τον Πολ Κρούγκμαν (Paul Krugman), μας εξηγούν πως η Ευρώπη έχει παγιδευτεί σε μια «πορεία θανάτου». Πώς να δώσουμε ανάσες στα δημόσια οικονομικά μας; Πώς να δράσουμε χωρίς αλλαγή στις συνθήκες, που θα χρειαστεί μήνες σκληρής δουλειάς και θα καταστεί αδύνατη αν η Ευρώπη γίνεται ολοένα και πλέον αντιπαθής στους λαούς της;
Η 'Ανγκελα Μέρκελ (Angela Merkel) έχει δίκιο όταν λέει πως δεν πρέπει να επιτραπεί στις κυβερνήσεις να συνεχίσουν να λειτουργούν όπως ως σήμερα. Αλλά τα χρήματα που δανείζονται σήμερα τα κράτη μας, αφορούν ως επί το πλείστον την εξυπηρέτηση παλιών χρεών τους. Το 2012, η Γαλλία θα χρειαστεί να δανεισθεί 400 δις: 100 δις για να καλυφθεί το έλλειμμα του τρέχοντος προϋπολογισμού (που θα μπορούσε να μηδενιστεί, αν καταργούσαμε τις φορολογικές ελαφρύνσεις που επιβλήθηκαν εδώ και δέκα χρόνια) και άλλα 300 δις για την εξυπηρέτηση παλαιών χρεογράφων που λήγουν και που αδυνατούμε να τα εξοφλήσουμε χωρίς να προχωρήσουμε σε νέο δανεισμό, λίγες ώρες πριν τη λήξη τους.
Το να εξαναγκάζονται οι κυβερνήσεις να καταβάλλουν υπέρογκα επιτόκια για δάνεια που πραγματοποίησαν εδώ και πέντε ή δέκα χρόνια, δε συνεισφέρει στην υπευθυνότητα των κυβερνήσεών μας, αλλά στην ασφυξία της οικονομίας μας, προς όφελος αποκλειστικά ολίγων ιδιωτικών τραπεζών: υπό το πρόσχημα της «επισφάλειας» αυτών των δανείων, τα χορηγούν με αυξημένα επιτόκια. Γνωρίζοντας ασφαλώς πως καθόλου δε διακινδυνεύουν, μιας που το «ευρωπαϊκό ταμείο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας» (EFSF) υπάρχει ακριβώς για να εγγυάται το αξιόχρεο των δανειοληπτών κρατών.
Ας τελειώνουμε με τα δύο μέτρα-δύο σταθμά: εμπνεόμενοι από ό,τι έπραξε η αμερικανική κεντρική τράπεζα για να διασώσει το χρηματοπιστωτικό της σύστημα, ζητάμε την αναχρηματοδότηση των παλαιών χρεών των κρατών, με επιτόκια της τάξης του 0%.
Για να το κατορθώσουμε αυτό, δε χρειάζεται αλλαγή των συνθηκών: πράγματι, η «ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα» (ΕΚΤ) δεν επιτρέπεται να δανείζει τα κράτη-μέλη, αλλά επιτρέπεται να δανείζει απεριόριστα κρατικούς οργανισμούς (άρθρο 21.3 του καταστατικού του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών) και διεθνείς οργανισμούς (άρθρο 23 του ιδίου καταστατικού). Μπορεί άρα να δανείσει με 0.01% την «ευρωπαϊκή τράπεζα επενδύσεων» (EIB) ή τα ταμεία παρακαταθηκών και δανείων που στη συνέχεια θα δανείζουν με 0.02% τα κράτη, προκειμένου αυτά να εξυπηρετήσουν τα παλαιά τους χρέη.
Τίποτα δεν εμποδίζει να τεθεί σε λειτουργία ο μηχανισμός αυτός από τον Ιανουάριο! Δεν το υπογραμμίζουμε όσο θα έπρεπε: ο τρέχων προϋπολογισμός της Ιταλίας παρουσιάζει πρωτογενές πλεόνασμα. Θα σταθεροποιούσε άρα την κατάσταση αν η Ιταλία δεν υποχρεωνόταν να καταβάλει όλο και υψηλότερα επιτόκια! Ιδού το δίλημμα ενώπιον του οποίου βρισκόμαστε: να αφήσουμε την Ιταλία να βυθιστεί στην ύφεση και την οικονομική κρίση ή να αποδεχθούμε να μπει ένα τέρμα στα κέρδη των ιδιωτικών τραπεζών; Για όσους τάσσονται υπέρ του δημοσίου συμφέροντος, η απάντηση είναι προφανής.
Σύμφωνα με τις συνθήκες, ρόλος της ΕΚΤ είναι η σταθεροποίηση των τιμών. Πώς μπορούμε να παραμένουμε αδρανείς, όταν οι τιμές των ομολόγων των κρατών-μελών διπλασιάζονται ή τριπλασιάζονται μέσα σε λίγους μήνες; Η ΕΚΤ άρα έχει εντολή να ελέγχει και τη σταθερότητα των οικονομιών μας! Πώς μπορεί να παραμένει απαθής όταν το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους απειλεί να μας ρίξει σε μια ύφεση «χειρότερη από εκείνη της δεκαετίας του 1930», σύμφωνα με τον πρόεδρο της «τράπεζας της Αγγλίας»;
Σύμφωνα με το γράμμα των ισχυουσών συνθηκών, τίποτα δεν εμποδίζει την ΕΚΤ να παρέμβει δυναμικά για να μειωθούν τα επιτόκια δανεισμού των κρατών. Όχι απλά τίποτα δεν την εμποδίζει, αλλά όλα την ωθούν να το πράξει. Αν η ΕΚΤ θέλει να τιμήσει την αποστολή της, θα πρέπει να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να μειώσει το κόστος της εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, που είναι γενικά παραδεκτό πως αποτελεί το θύλακα της πλέον ανησυχητικής αύξησης τιμών!
Μετά την πτώση του τείχους το 1989, οι Χέλμουτ Κολ (Helmut Kohl), Φρανσουά Μιτεράν (François Mitterrand) και οι άλλοι ηγέτες των ευρωπαϊκών κρατών, χρειάστηκαν έναν μόνο μήνα για να αποφασίσουν τη θέσπιση του κοινού νομίσματος. Τέσσερα χρόνια μετά το ξεκίνημα της κρίσης, τι περιμένουν οι ηγέτες μας για να δώσουν ανάσες στα δημόσια οικονομικά μας; Η πρότασή μας είναι άμεσα υλοποιήσιμη, τόσο για την αποπληρωμή παλαιότερων χρεών όσο και για επενδύσεις σε τομείς θεμελιώδεις για το μέλλον, όπως για ένα ευρωπαϊκό σχέδιο ενέργειας.
Έχουν δίκιο όσοι προτείνουν τη διαπραγμάτευση μιας νέας ευρωπαϊκής συνθήκης: όσα κράτη το επιθυμούν, χρειάζεται να οικοδομήσουν μια πολιτική Ευρώπη, ικανή να παρεμβαίνει στην παγκοσμιοποίηση. Μια Ευρώπη πραγματικά δημοκρατική, όπως το ζητούσαν ήδη από το 1994 οι Βόλφγκανγκ Σόιμπλε (Wolfgang Schäuble) και Καρλ Λάμερς (Karl Lamers) ή από το 2000 ο Γιόσκα Φίσερ (Joschka Fischer) en 2000. Χρειάζεται μια συνθήκη κοινωνικής σύγκλισης και οικονομικής διακυβέρνησης.
Όλα αυτά είναι απαραίτητα. Αλλά καμία καινούργια συνθήκη δε θα είναι δυνατή αν η ήπειρός μας παρασύρεται σε ένα «σπιράλ θανάτου» κι οι πολίτες οδηγούνται να σιχαίνονται ό,τι προέρχεται από τις Βρυξέλλες.
Είναι επείγον να σταλεί στους λαούς ένα ξεκάθαρο μήνυμα: η Ευρώπη δε βρίσκεται στα χέρια των χρηματοπιστωτικών λόμπι, αλλά στην υπηρεσία των πολιτών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου