Στις 21 Μαΐου 1894 o 22χρονος Εμίλ Ανρύ οδηγήθηκε στην γκιλοτίνα, τα τελευταία του λόγια ήταν: “Κουράγιο σύντροφοι! Vive l’anarchie!” Ο Ανρύ ήταν ο τρίτος σε μια σειρά από Γάλλους αναρχικούς που εκτελέστηκαν μετά την εφαρμογή της “προπαγάνδας μέσα από τη δράση”, μετά τον Ραβασόλ το 1892 και τον Ωγκύστ Βαγιάν νωρίτερα το 1894. Θα ακολουθείτο από τον Σάντο Καζέριο, έναν ιταλογεννημένο αναρχικό που θα δολοφονούσε τον Πρόεδρο Σαντί Καρνό στις 24 Ιουνίου 1894. Όλοι υποκινούνταν από το ίδιο ιδανικό, και όλοι έδρασαν σαν, όπως ο Ραβασόλ δήλωσε: “Το μόνο που χρειάζεται…είναι μια σπρωξιά…και η επανάσταση θα λάβει χώρα.” Το ιστορικό του Ανρύ, ωστόσο, διέφερε από εκείνο των άλλων.
O Καζέριο είχε ζήσει σε διάφορες Ευρωπαϊκές πόλεις ψάχνοντας για δουλειά. Ο Ραβασόλ είχε ζήσει όλη του τη ζωή σε απόλυτη φτώχεια, ήταν αυτοδίδακτος, και είχε εμπλακεί στην παρανομία προτού προβεί σε πολιτικές επιθέσεις, χτυπώντας τα σπίτια ενός δικαστή και ενός δικηγόρου οι οποίοι είχαν εμπλακεί σε διώξεις αναρχικών συντρόφων. Ο Ωγκύστ Βαγιάν, που είχε επίσης υποφέρει από τη φτώχεια και είχε τσαλαβουτήξει στην παρανομία, έκανε μια αποτυχημένη προσπάθεια να μετεγκατασταθεί στην Αργεντινή. Είχε βρει το δρόμο του προς τον αναρχισμό στα νιάτα του και επιμελήθηκε ένα αναρχικό περιοδικό. Αηδιασμένος από το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα της Τρίτης Δημοκρατίας, είχε τοποθετήσει μια βόμβα στη Βουλή των Αντιπροσώπων η οποία εξεράγει, χωρίς να προκληθεί θάνατος. Παρά την απουσία θανάτων, ο Βαγιάν καταδικάστηκε σε θάνατο και, παρά τη δημόσια κατακραυγή εναντίον της εκτέλεσης ενός ανθρώπου που δεν είχε σκοτώσει κανέναν, οδηγήθηκε στην γκιλοτίνα στις 5 Φεβρουαρίου 1894.
Ο Ανρύ προερχόταν από επαναστατική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν ένας εξόριστος Κομμουνάρος, και ο αδελφός του, ο Φορτουνέ, ήταν ένα πρόσωπο κλειδί στους αναρχικούς κύκλους ο οποίος αργότερα ίδρυσε μια αναρχική κοινότητα στη Γαλλική ύπαιθρο. Δεκτός στη διάσημη Εκόλ Πολυτεκνίκ, ο Εμίλ αποβλήθηκε και βρήκε δουλειά σε ένα υφασματοπωλείο. Όπως και τόσοι πολλοί από τους συντρόφους του, είχε εξοργιστεί με την εκτέλεση του Βαγιάν.
Για να εκδικηθεί το θάνατο, ο Εμίλ Ανρύ αναζήτησε ένα διαφορετικό είδος στόχου. Στις 12 Φεβρουαρίου 1894 μια βόμβα εξερράγη στο Καφέ Tερμινούς στο Γκαρ Σαιντ — Λαζάρ, σκοτώνοντας έναν και τραυματίζοντας 20. Δεν ήταν το πολιτικό σύστημα ή το σύστημα δικαιοσύνης στο οποίο επιτέθηκε ο Ανρύ· ήταν η ίδια η αστική τάξη, όπως είπε αργότερα, “δεν υπάρχουν αθώοι αστοί.” Και η πρόθεσή του σε αυτό το χτύπημα ήταν να σκοτώσει δεκάδες, όχι μόνον έναν.
Ήδη στις 8 Νοεμβρίου 1892 είχε τοποθετήσει μία ωρολογιακή βόμβα στα γραφεία της Καρμώ Μάινινγκ Κόμπανι, η οποία εξεράγει, όταν τη μετακίνησε η αστυνομία, σκοτώνοντας πέντε αξιωματικούς στο Κομισαριάτο στην οδό ντε Βονς-Ανφάν. Πράγματι, μετά τη σύλληψή του για τη βομβιστική επίθεση στο Τερμινούς, ο Ανρύ ανέλαβε την ευθύνη για μια σειρά από άλλες βομβιστικές επιθέσεις στο Παρίσι, και στο διαμέρισμά του βρέθηκε υλικό για πολλούς περισσότερους εκρηκτικούς μηχανισμούς.
Στη δίκη του τον Απρίλιο 1894 δεν έκανε τίποτα για να κρύψει την ενοχή του, αντίθετα χρησιμοποίησε τη δίκη του σαν βήμα προπαγάνδας: η απολογία του δημοσιεύτηκε αργότερα “Γιατί Χτύπησα το Πλήθος.” Προειδοποίησε ότι “η αστική τάξη πρέπει να καταλάβει πως κείνοι που έχουν υποφέρει έχουν κουραστεί πια απ’ τα βάσανά τους· δείχνουν τα δόντια τους και, όπως βάναυσα έχουν μεταχειριστεί, ανταποδίδουν όλο και πιο βάναυσα…. Εμείς που σπέρνουμε το θάνατο ξέρουμε πώς να τον λαμβάνουμε … (Ο αναρχισμός) είναι σε βίαιη αντίδραση εναντίον της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Θα καταλήξει σκοτώνοντάς σας. “
http://www.kar.org.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου