Δημήτρης Καζάκης
Όταν η χώρα πνέει τα λοίσθια και ο λαός, τουλάχιστον στη μεγάλη του πλειοψηφία, υποφέρει και η ζωή του συνθλίβεται, τότε οφείλεις να είναι σοβαρός σ” αυτά που προτείνεις. Πολύ περισσότερο όταν αφορά σ” ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα, όπως αυτό του χρέους. Άλλωστε κανείς δεν μπορεί να κάνει κουβέντα για το τι μέλλει γενέσθαι, αν δεν ξεκινήσει από το τι θα κάνει με το χρέος. Αν δεν απαντήσει σ” αυτό δεν έχει κανένα νόημα να μιλήσει για οτιδήποτε άλλο.
Οι κυβερνώντες έχουν ξεκαθαρίσει ότι θεωρούν το χρέος της Ελλάδας βιώσιμο. Αρκεί να μπορεί να δανείζεται η χώρα από τις αγορές. Το ίδιο λένε και οι δανειστές. Σκέφτονται όπως όλοι οι τοκογλύφοι του κοινού ποινικού δικαίου. Από την στιγμή που η Ελλάδα μπορεί να ξαναδανειστεί για να συνεχίσει να τους πληρώνει, τότε το χρέος είναι βιώσιμο, είναι δηλαδή εξυπηρετήσιμο. Δεν τους ενδιαφέρει τίποτε άλλο.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να πούμε ότι μέχρι τη δεκαετία του ’90, ο δανειστής που αποφάσιζε να δανείσει κράτος γνωρίζοντας ότι για να εξυπηρετήσει το χρέος του θα πρέπει να δανειστεί εκ νέου, τότε αναλάμβανε πλήρως το ρίσκο μιας τέτοιας κίνησης. Αναλάμβανε, δηλαδή, το ρίσκο το κράτος οφειλέτης να μην μπορεί να βρει τα δανεικά που χρειάζεται κι έτσι να μην μπορεί να εξυπηρετήσει τα χρέη του. Σ” αυτή την περίπτωση, το κράτος προχωρούσε σε αθέτηση πληρωμών και ο δανειστής έχανε τουλάχιστον μέρος των απαιτήσεών του.
Αυτό ίσχυε για όλες τις επίσημες πτωχεύσεις κρατών έως και τη δεκαετία του ’90. Ουσιαστικά έως την επίσημη πτώχευση της Αργεντινής το 2001. Ο λόγος είναι απλός. Όπως στην περίπτωση ενός ιδιώτη, έτσι και στην περίπτωση ενός κράτους, δεν μπορώ να δανείσω ξέροντας ότι δεν μπορεί να πληρώσει παρά μόνο με νέο δανεισμό κι εγώ ως δανειστής να μην αναλαμβάνω καμιά ευθύνη για την περίπτωση που ο οφειλέτης δεν βρει να δανειστεί εκ νέου για να με πληρώσει. Από την στιγμή που ο οφειλέτης δανείζεται για να εξυπηρετήσει τα χρέη, βρίσκεται σε κατάσταση χρεοκοπίας, είτε βρίσκει δάνεια, είτε όχι.
Επομένως, ο δανειστής αναλαμβάνει μεγάλο ρίσκο όταν δανείζει κράτος, το οποίο ξέρει ότι δανείζεται για να εξυπηρετήσει τα χρέη του. Δανείζει ξέροντας πολύ καλά ότι το κράτος αν δεν βρει νέα δάνεια, θα αναγκαστεί να κυρήξει αθέτηση πληρωμών. Δεν μπορεί λοιπόν να αρνείται να επωμιστεί το κόστος αυτού του ρίσκου όταν το κράτος αδυνατεί πλέον να εξυπηρετήσει τα χρέη του. Γι” αυτό και οι δανειστές, επειδή το γνωρίζουν πολύ καλά αυτό, φροντίζουν να περιορίζουν δραστικά τα ρίσκα τους – ειδικά σε περιπτώσεις όπου το κράτος οφειλέτης δεν διαθέτει επαρκή μέσα για να τους πληρώσει – εξαγοράζοντας το κυβερνών πολιτικό σύστημα του κράτους που δανείζουν.Η Ελλάδα είναι χαρακτηριστική περίπτωση.
Τα ληστρικά δάνεια
Από την εποχή των λεγόμενων «δανείων της ανεξαρτησίας» της επανάστασης του 1821, οι δανειστές της χώρας φρόντιζαν να τροφοδοτούν την ασύδοτη φιλαργυρία των εγχώριων αρχόντων της πολιτικής για να κρατάνε σιδεροδέσμια τη χώρα και διαρκώς οφειλέτη τον λαό. Κι όταν ο κυβερνήτης Καποδίστριας έφτασε να αναλάβει τα καθήκοντά του, βρήκε το ταμείο άδειο, παρά τον ήδη υπέρογκο δανεισμό σε χρυσές λίρες. Έτσι ξεκίνησε να αποζητά την «δωροφορίαν» για το από τους μονάρχες των μεγάλων δυνάμεων.
Ο τσάρος και ο βασιλιάς της Γαλλίας ανταποκρίθηκαν. Ο δεύτερος μάλιστα έστειλε το 1828 το ποσό των 500 χιλιάδων φράγκων προκειμένου να υπάρξει δημόσιο ταμείο. Όταν στον Πόρο ο Καποδίστριας έλαβε το συγκεκριμένο ποσό, έγραψε στον Μητροπολίτη Ιγνάτιο (10 Ιουνίου 1828) τα εξής: «Οι γενναίοι μας Έλληνες χαίρονται. Μόνον ολίγοι τινές απατώνται και μεγάλως νομίζοντες ότι τα χρήματα ταύτα είναι δι” αυτούς και μέλλουσι να πάθωσιν ό,τι έπαθον και αι λίραι του δανείου. Ότι μεν κλέπτουσιν όπου υπάρχει διοίκησις, είναι αναμφίβολον. Αλλά δεν υπάρχει χώρα, όπου πλεισίον των κλεπτών να υπάρχουν χιλιάδες και χιλιάδες οικογενειών αγαίων, ανεστίων και καταπείνων, καθώς εν Ελλάδι. Στοχασθήτε, δεσπότη μου, ότι αι δυστυχείς αυταί οικογένειαι πάσχουν εξ αιτίας των κλεπτιστάτων αρχόντων, υπουργών τε και καπιτάνων και ενθαρρύνετέ με, αν δύνασθε, να είμαι συγκαταβατικός προς μίαν δράκαν ανθρωπαρίων μεταλλοθέων, επ” ουδέν των οποίων όμως ουδέ κατέστησα την βαρείαν χείρα της δικαιοσύνης, ουδέ καταστήσω, αρκούμενος να τους γνωρίσω καλώς και να τους παραδώσω, ει χρεία, εις τα αράς του λαού.»
Τι έχει αλλάξει από τότε; Σχεδόν τίποτε. Οι ίδιοι κλέφτες άρχοντες, υπουργοί και καπιτάνοι, δηλαδή αξιωματούχοι και εφοπλιστές, συνεχίζουν να κυβερνάνε τον τόπο και να τον οδηγούν από την μια χρεοκοπία στην άλλη χωρίς να παύει το χρέος να συνιστά βάρος ασήκωτο για την Ελλάδα και τον λαό της. Από τότε μέχρι σήμερα.
Αξίζει τον κόπο να σημειώσουμε ότι το 1976 το τότε υπουργείο παιδείας της ματαπολίτευσης του «εθνάρχου» Καραμανλή, έδωσε εντολή στον Οργανισμό Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων και εξέδωσε μια συλλογή κειμένων του Ι. Καποδίστρια με αφορμή τα 200 χρόνια από τη γέννησή του. Το βιβλιαράκι αυτό κυκλοφόρησε δωρεάν στα σχολεία, σε εκπαιδευτικούς και μαθητές. Στη σελίδα 49 της έκδοσης αυτής περιλαμβάνεται και το απόσπασμα της επιστολής, που παραθέσαμε κι εμείς. Με μια όμως σημαίνουσα διαφορά. Η αποστροφή όπου ο Καποδίστριας γράφει «εξ αιτίας των κλεπτιστάτων αρχόντων, υπουργών τε και καπιτάνων», έχει εξαλειφθεί και στη θέση της έχει μπει απλά το «εξ αιτίας των κλεπτών».
Η τότε κυβέρνηση αναγνώρισε – όπως ήταν φυσικό – τον εαυτόν της και τα συμφέροντα που προασπιζόταν και φρόντισε να λογοκρίνει τον Καποδίστρια. Οι εκπαιδευτικοί και κυρίως οι μαθητές, δεν έπρεπε να μάθουν σε ποιους αναφερόταν ο δυστυχής Καποδίστριας και διαπιστώσουν ότι οι ίδιοι εξακολουθούν να κυβερνούν αυτόν τον τόπο μέχρι σήμερα.
Το μοιραίο λάθος του Καποδίστρια ήταν το γεγονός ότι όντως δεν τους παρέδωσε στη δικαιοσύνη, ούτε στας «αράς του λαού». Πίστευε ότι θα έρθει σε συνεννόηση μαζί τους. Το αποτέλεσμα ήταν η δολοφονία του κυβερνήτη από αυτούς που χαρακτήριζε δικαίως ως «ανθρωπάρια μεταλλοθέους». Με τις πλάτες φυσικά των μεγάλων δυνάμεων, που δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να γλυτώσει η Ελλάδα από τα δεσμά του χρέους και κατά συνέπεια του καθεστώτος της υποτέλειας που ήθελαν να της επιβάλλουν.
Ο Καποδίστριας δεν είχε εμπιστοσύνη στον λαό, σ” αυτούς που χαρακτηρίζει άγαιους, ανέστιους και καταπεινόντες, δηλαδή στα θύματα των κλεπτιστάτων αρχόντων, υπουργών τε και καπιτάνων. Τον αγαπούσε τον λαό, αλλά σαν «πατερούλης». Με τη νοοτροπία που του είχε κληροδοτήσει η μακρά του θητεία στην τσαρική αυλή. Κι ο λαός τον αγαπούσε, γιατί έβλεπε σ” αυτόν έναν έντιμο κυβερνήτη που ήθελε το καλό του.
Από την Αίγινα στο Μόναχο και τον Όθωνα
Ένα από τα πρώτα πράγματα που φρόντισε να κάνει ο Καποδίστριας ήταν να δημιουργήσει νομισματοκοπείο και να εκδόσει εθνικό νόμισμα. Την απόφαση αυτή πήρε με ψήφισμά της η Δ΄Εθνοσυνέλευση, η οποία συνήλθε στο Άργος από τις 11 Ιουλίου έως τις 6 Αυγούστου 1829. Η Εθνοσυνέλευση αυτή είχε για πρώτη φορά πληρεξουσίους που αναδείχθηκαν μετά από άμεση ψηφοφορία κατά περιοχές. Με σκοπό να ανακοπεί «η κυκλοφορία άλλων νομισμάτων, και μάλιστα της οθωμανικής επικρατείας, εντός της ελληνικής και το Εθνικήν Ταμείον βλάπτει και τα μερικά των πολιτών συναλλάγματα,» εκδίδει το Ζ ψήφισμα με βάση το οποίο ιδρυόταν εθνικό νομισματοκοπείο στην Αίγινα και ο Φοίνικας, ως εθνικό νόμισμα.
Η ίδρυση του νομισματοκοπείου και η εισαγωγή εθνικού νομίσματος ήταν κορυφαία πράξη εθνικής κυριαρχίας για την Ελλάδα και αφετηρία για την κατάκτηση της πραγματικής εθνικής ανεξαρτησίας. Πράγμα βέβαια που δεν μπορούσαν να ανεχθούν ούτε οι ξένοι δανειστές, ούτε οι μεγάλες δυνάμεις, ούτε βέβαια οι ντόπιοι κλεπτίστατοι άρχοντες, υπουργοί και καπιτάνοι.
Έτσι όταν δολοφονήθηκε ο Καποδίστριας οι μεγάλες δυνάμεις όρισαν σαν τοποτηρητή των συμφερόντων τους στην Ελλάδα, το θεσμό της μοναρχίας με πρώτο βασιλιά τον βαυαρό Όθωνα. Ένα από τα πρώτα λοιπόν που έκαναν οι βαυαροί ήταν να διαλύσουν το εθνικό νομισματοκοπείο στην Αίγινα και να καταργήσουν το εθνικό νόμισμα. Από τότε και μέχρι το 1949, το νόμισμα εσωτερικών συναλλαγών που οι βαυαροί ονόμασαν δραχμή θα εκδιδόταν στο εξωτερικό από τους δανειστές της Ελλάδας και θα εξαρτώταν από τον δανεισμό του κράτους. Η πρώτη δραχμή εκδόθηκε στο Μόναχο. Κι από τότε η Ελλάδα μεταβλήθηκε σε αποικία, ακόμη κι όταν της αναγνώριζαν τυπικά την εθνική της κυριαρχία.
Οι «επιλήψιμες δανειακές δοσοληψίες»
Η περίπτωση της Ελλάδας δεν είναι μοναδική. Από την αρχή, δηλαδή από το 1815, που ξεκίνησε ο εξωτερικός δανεισμός των κρατών από ιδιώτες κεφαλαιούχους, αναπτύχθηκε η πρακτική της πολιτικής εξαγοράς σε βαθμό που ξεπερνούσε κάθε φιλελεύθερης ανοχής. Η άνοδος νέων κρατών εκείνη την εποχή και μαζί τους νέων ολιγαρχιών που αντιμετώπιζαν τη χώρα τους ως φέουδο, έδωσε τη δυνατότητα στους κεφαλαιούχους των μεγάλων χρηματιστικών κέντρων και κυρίως του Λονδίνου, να εκμεταλλευθούν τις συνθήκες δίνοντας δάνεια. Κανονικά, αυτά τα δάνεια ήταν πολύ υψηλού ρίσκου, αλλά οι κεφαλαιούχοι απέβλεπαν σε πάρα πολύ υψηλές αποδόσεις με εγγύηση την βουλιμία των πολιτικών και οικονομικών ελίτ των χωρών που δάνειζαν. Όσο πιο αδίστακτοι και ασύδοτοι ήταν οι κυβερνώντες ενός κράτους, τόσο μεγαλύτερα και ληστρικά ήταν τα δάνεια, τόσο περισσότερες ήταν και οι εγγυήσεις για τους δανειστές ότι θα συνέχιζαν να απολαμβάνουν κέρδη, ακόμη κι αν η χώρα κατάρρεε.
Αυτό συνέβη για πρώτη φορά σε τόσο μεγάλη έκταση την δεκαετία του 1870 με δάνεια που οι κεφαλαιούχοι του Λονδίνου είχαν δώσει αφειδώς σε χώρες όπως η Παραγουάη, Ονδούρα, Σάντο Ντομίνκο, Κόστα Ρίκα, κοκ. Οι εξεγέρσεις που ακολούθησαν σ” αυτές τις χώρες έθεσαν σε κίνδυνο τις εγγυήσεις των κεφαλαιούχων δανειστών. Ειδικά όταν αποκεφαλίστηκαν δημοσία θέα κάποιοι από τους ξεπουλημένους στους ξένους δανειστές ντόπιοι πολιτικοί. Τότε οι κεφαλαιούχοι δανειστές κατέφυγαν στην κυβέρνηση της Βρετανίας, ζητώντας να πάρει μέτρα για να προστατεύσει τα συμφέροντά τους.
Ωστόσο, ήταν τόσο σκανδαλώδεις οι τακτικές πολιτικής εξαγοράς που ακολουθούσαν οι δανειστές ώστε έκαναν ακόμη και τη κυβέρνηση της αυτού μεγαλειότητος να νίψει τα χέρια της. Ο λόρδος Χάμοντ στις 26 Απριλίου του 1871 απάντησε τους κεφαλαιούχους του City ως εξής: «Η κυβέρνηση της Αυτής Μεγαλειότητος δεν παίρνει με κανένα τρόπο μέρος σε ιδιωτικές συναλλαγές δανείων με ξένα κράτη. Οι συμβάσεις αυτού του είδους αφορά αποκλειστικά και μόνο τη δύναμη που δανείζεται και τους κεφαλαιούχους που ασκούν τέτοιες κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, και οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν ιδιαίτερα ρίσκα με την ελπίδα μεγάλων ενδεχόμενων κερδών. Περαιτέρω, είναι περιττόν να επισημάνω τα ατελείωτα προβλήματα που θα προκύψουν σίγουρα αν η ενεργός παρέμβαση της Αγγλίας ασκηθεί για να επανορθώσει τις αδικίες των ομολογιούχων Ανεξάρτητα από το κόστος που αναγκαστικά θα προκύψει, ο κίνδυνος διεθνών επιπλοκών, βίαιων μέτρων, εάν υιοθετηθούν προς τα μικρά κράτη, για τα οποία ως επί το πλείστον είναι οι διαμαρτυρίες, θα υποβάλει τη χώρα αυτή σε τραγική ενοχοποίηση. Γι” αυτούς και άλλους προφανείς λόγους, η Κυβέρνηση της Αυτής Μεγαλειότητος έχει καθορίσει, ως θέμα σοφής πολιτικής, να απέχει από την ανάληψη, ως διεθνή θέματα, τις καταγγελίες Βρετανών υπηκόων εναντίον ξένων κρατών που αδυνατούν να εκπληρώσουν τις δεσμεύσεις τους όσον αφορά τις εν λόγω χρηματικές συναλλαγές, ή να παρέμβει, εκτός από τις καλές της υπηρεσίες, μεταξύ των ομολογιούχων και των κρατών από τα οποία μπορεί να έχουν αδικηθεί.»
Επειδή όμως οι φωνές διαμαρτυρίας συνεχίζονταν και ο όγκος των δανείων ήταν τέτοιος που έθετε σε κίνδυνο την τραπεζική και χρηματιστική αγορά του Λονδίνου, το βρετανικό κοινοβούλιο συστήνει το 1875 μια ειδική επιτροπή για την έρευνα πάνω στα δάνεια προς ξένα κράτη. Στην έκθεσή της αυτή η επιτροπή αναφέρει τα ευρήματα της έρευνάς της σχετικά με τους χρηματιστές και τους τραπεζίτες που διακίνησαν τα ομόλογα των κρατών οφειλετών: «Σχετικά με όλα αυτά τα δάνεια, αυτοί που τα πρότειναν στο κοινό φαίνεται να μην έλαβαν καθόλου υπόψη τις χρηματοδοτικές πηγές του δανειζόμενου Κράτους. Αν διερευνούσαν το ζήτημα θα ανακάλυπταν ότι αυτές οι πηγές ήταν τελείως ακατάλληλες για να αντιμετωπιστούν οι υποχρεώσεις που θα προέκυπταν… Προκειμένου να παρακινηθεί το κοινό να δανείσει χρήματα με δεδομένες τις παντελώς ανεπαρκείς εγγυήσεις, χρησιμοποιήθηκαν μέσα που από την φύση τους ήταν κατάφωρα παραπλανητικά.» Πρόκειται για δωροδοκίες προκειμένου να διαδοθούν παραπλανητικές φήμες στον τύπο, εξαγορά πολιτικής εύνοιας, απόκρυψη πληροφοριών, ψευδείς εγγυήσεις, κοκ. Ότι χρησιμοποιείται και σήμερα.
Η έκθεση κατέληγε στο συμπέρασμα ότι το βρετανικό κράτος δεν μπορεί να εμπλακεί σε τόσο επιλήψιμες δοσοληψίες, που έγιναν από κεφαλαιούχους σε συνεργασία με διεφθαρμένους πολιτικούς των κρατών για τα οποία αντλήθηκαν τα δάνεια, με σκοπό να αποκομίσουν όλοι τους μεγάλα κέρδη. Όποιος αναλαμβάνει μεγάλα ρίσκα για να αντλήσει μεγάλα κέρδη, οφείλει να μην διαμαρτύρεται όταν ο οφειλέτης τελικά δεν μπορεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Αυτό ήταν το πολιτικό δίδαγμα για το βρετανικό κοινοβούλιο της εποχής.
Η ευθύνη των δανειστών
Από τότε μέχρι σήμερα δεν έχουν αλλάξει παρά μόνο δυο θεμελιώδη πράγματα. Αφενός, οικονομική επιφάνεια των κεφαλαιούχων που τους επιτρέπει να εξαγοράζουν τους πάντες και σε όλες τις χώρες. Αφετέρου, η ξεδιάντροπη ταύτιση του κράτους με τα συμφέροντα των αγορών σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρείται αυτονόητο ότι κάθε χρέος, ακόμη και το πιο καταχρηστικό πρέπει να εξυπηρετείται. Κι αυτό ανεξάρτητα όχι μόνο της διαφαινόμενης διαπλοκής ανάμεσα στους κεφαλαιούχους και το πολιτικό σύστημα, αλλά και από το γεγονός ότι το κράτος οφείλει να εξασφαλίσει τους δανειστές ακόμη και από το υψηλό ρίσκο που αναλαμβάνουν όταν δανείζουν ένα κράτος που δεν διαθέτει τα αναγκαία χρηματοδοτικά μέσα για να πληρώσει. Κι αυτό υποδηλώνει η προσφυγή σε δάνεια για να πληρωθεί το χρέος.
Στα χρόνια πριν την πρόσφατη πτώχευση της χώρας και την υπαγωγή μας στο καθεστώς ελεγχόμενης χρεοκοπίας, η Ελλάδα έφτασε να δαπανά το 92% του ετήσιου νέου δανεισμού της για την εξυπηρέτηση των παλιότερων χρεών της. Οι αγορές όλα αυτά τα χρόνια την δάνειζαν, παρά το γεγονός ότι ήξεραν πολύ καλά ότι για να πληρώσει θα έπρεπε να ξαναδανειστεί. Ο λόγος που την δάνειζαν ήταν απλός. Τα δάνεια προς την Ελλάδα ήταν διπλάσιου ή και τριπλάσιου επιτοκίου, από τις περισσότερες άλλες χώρες της Ευρώπης. Χώρια τις υπόγειες δουλειές που γινόνταν με βάση την πώληση ομολόγων.
Οι δανειστές της Ελλάδας ήξεραν πολύ καλά ότι αναλάμβαναν ένα μεγάλο ρίσκο, αλλά το έκαναν με σκοπό να κερδοσκοπήσουν. Γιατί λοιπόν όταν η Ελλάδα αδυνατούσε πλέον να δανειστεί εκ νέου, θα έπρεπε το κράτος να εγγυηθεί τα δάνεια που έχει λάβει με το εισόδημα και την περιουσία του ελληνικού λαού; Γιατί δεν άφησε τους δανειστές να αναλάβουν τα ρίσκα τους; Για έναν βασικό λόγο. Διότι το πολιτικό σύστημα είναι απόλυτα εξαγορασμένο και γι” αυτό ούτε που θέλει να ακούσει κουβέντα για την καταγγελία του δημόσιου χρέους και τη μονομερή διαγραφή του.
Δημοσιεύτηκε στο Χωνί, 25/11/2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου