«Σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες, οι νομισματικές και οικονομικές αρχές στερούνται των απαραίτητων εργαλείων για να ανταποκριθούν σε μία άλλη μείζονα οικονομική κρίση», υποστηρίζει ο Νουριέλ Ρουμπινί σε πρόσφατο άρθρο του, με τίτλο «Ο αυξανόμενος κίνδυνος μιας ύφεσης και κρίσης για το 2020». Ο Νουριέλ Ρουμπινί, με προϋπηρεσία στο Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του Κλίντον, την Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ και την αμερικανική κεντρική Τράπεζα, έγινε ακόμη πιο γνωστός όταν προέβλεψε την κρίση του 2008. Στο επίκεντρο της άποψής του τώρα βρίσκεται η νομισματική διαχείριση και οι κεντρικές τράπεζες, με τη νομισματική πολιτική τους ακόμη να μην έχει επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα. «Η Fed ξεκινάει με ένα βασικό επιτόκιο 2,25-2,55%, συγκρινόμενο με 5,25% το Σεπτέμβριο του 2007. Στην Ευρώπη και την Ιαπωνία οι κεντρικές τράπεζες κινούνται στην περιοχή των αρνητικών επιτοκίων και θα αντιμετωπίσουν όρια στο πόσο πέρα από το μηδέν μπορούν να πάνε»…
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ
Τούτων δοθέντων μόνο ανεξήγητη δεν ήταν η επιλογή της ιταλικής κυβέρνησης να ψηφίσει σε υπουργικό συμβούλιο την έκδοση ομολόγων, των mini-BOTs, με τα οποία, όπως δήλωσε, θα αποπληρώσει ληξιπρόθεσμα χρέη του δημοσίου προς τους ιδιώτες. Πρόκειται αναμφισβήτητα για ένα παράλληλο νόμισμα, που αμφισβητεί τον «κανόνα του ευρώ» κι ας υποστήριζε ο υπουργός Οικονομικών της Ιταλίας, Τζιοβάνι Τρία, σε συνέντευξή του στους Financial Times ότι η Ιταλία δε χρειάζεται άλλα νομισματικά εργαλεία κι ότι «μπορεί να πληρώσει όλα τα χρέη της χρησιμοποιώντας το νόμισμά της το ευρώ».
Γι’ αυτό και η στάση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ήταν απορριπτική, αντιτείνοντας ότι οι ιταλικές αρχές πρέπει να αποφασίσουν αν τα mini-BOTs είναι νόμισμα, οπότε παρανόμησαν, ή ομόλογα, οπότε θα αυξηθεί ισόποσα και το δημόσιο χρέος της Ιταλίας. Πρέπει όμως να πούμε ότι ποτέ άλλοτε στο παρελθόν η Φρανκφούρτη δεν ήταν τόσο αυστηρή. Στο απόγειο της κρίσης της Ιρλανδίας για παράδειγμα είχε επιτρέψει την έκδοση νομίσματος για να σωθούν οι τράπεζες. Για τον ίδιο …ιερό σκοπό πολύ πριν το ξέσπασμα της κρίσης η ΕΚΤ είχε εφαρμόσει τα πιο διαφορετικά προγράμματα δημιουργίας ρευστότητας με σκοπό επί της ουσίας και πάλι να ενισχύσει τις τράπεζες. Μπορεί επομένως νόμισμα με τη στενή έννοια του όρου να μην έχει κυκλοφορήσει ξανά στην ευρωζώνη, από ρευστότητα ωστόσο, αφιερωμένη εξαιρετικά στους μεγάλους ασθενείς, έχουμε πλημμυρίσει…
Γι’ αυτό και η στάση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ήταν απορριπτική, αντιτείνοντας ότι οι ιταλικές αρχές πρέπει να αποφασίσουν αν τα mini-BOTs είναι νόμισμα, οπότε παρανόμησαν, ή ομόλογα, οπότε θα αυξηθεί ισόποσα και το δημόσιο χρέος της Ιταλίας. Πρέπει όμως να πούμε ότι ποτέ άλλοτε στο παρελθόν η Φρανκφούρτη δεν ήταν τόσο αυστηρή. Στο απόγειο της κρίσης της Ιρλανδίας για παράδειγμα είχε επιτρέψει την έκδοση νομίσματος για να σωθούν οι τράπεζες. Για τον ίδιο …ιερό σκοπό πολύ πριν το ξέσπασμα της κρίσης η ΕΚΤ είχε εφαρμόσει τα πιο διαφορετικά προγράμματα δημιουργίας ρευστότητας με σκοπό επί της ουσίας και πάλι να ενισχύσει τις τράπεζες. Μπορεί επομένως νόμισμα με τη στενή έννοια του όρου να μην έχει κυκλοφορήσει ξανά στην ευρωζώνη, από ρευστότητα ωστόσο, αφιερωμένη εξαιρετικά στους μεγάλους ασθενείς, έχουμε πλημμυρίσει…
Η κυβέρνηση της Ιταλίας παίρνει τα (μη-συμβατικά) μέτρα της για την κρίση που έρχεται, επειδή ήδη βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού. Στο εσωτερικό της χώρας, το κοινωνικό ζήτημα βρίσκεται σε παροξυσμό. Με βάση στοιχεία της ιταλικής στατιστικής υπηρεσίας το 2018 η απόλυτη φτώχεια έπληξε το 7% των νοικοκυριών. Είναι ένα ποσοστό διπλάσιο από τα επίπεδα που βρισκόταν πριν την κρίση, ενώ είναι το υψηλότερο που έχει καταγραφτεί από το 2005 όταν ξεκίνησε να μετριέται αυτή η διάσταση της φτώχειας. Σημαντικότερη δε αιτία της απόλυτης φτώχειας είναι η ανεργία, με το 28% όσων αναζητούν εργασία να ζουν στη φτώχεια, όταν το ίδιο ποσοστό το 2017 ανερχόταν στο 26,7%.
Οι οικονομικές επιδόσεις της Ιταλίας δεν προοιωνίζουν τίποτε καλύτερο. Ενώ το προϊόν της κυμαίνεται σε επίπεδα 5% χαμηλότερα των επιπέδων που ήταν πριν την κρίση, τα δύο τελευταία τρίμηνα του 2018 μειώθηκε περαιτέρω. Εξέλιξη που ισοδυναμεί με ύφεση. Αρνητικά αναμένεται να κινηθεί το ΑΕΠ και το τρέχων τρίμηνο, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι η οικονομία θα μείνει στάσιμη αυτό το χρόνο και τον επόμενο προβλέπει ότι θα αυξηθεί ελαφρώς. Προφανώς, η ελπίδα μαζί με την αισιοδοξία των ευρωπαίων στατιστικών πεθαίνουν πάντα τελευταίες… Η ανεργία ωστόσο, που ήδη βρίσκεται στο 10,2%, δηλαδή σε επίπεδα σημαντικά υψηλότερα από εκείνα της περιόδου πριν την κρίση, αναμένει η Επιτροπή πώς θα αυξηθεί και φέτος και το 2020!
Η επιβεβαίωση των δυσμενών οικονομικών προβλέψεων για την ευρωπαϊκή και την ιταλική οικονομία θα δικαιώσει ωστόσο τις Βρυξέλλες που από το φθινόπωρο του 2018 έχουν ανοίξει μέτωπο με τη Ρώμη σχετικά με τις προβλέψεις για το δημοσιονομικό έλλειμμα. Μόνιμη επωδός της κριτικής των γκρίζων κουστουμιών των Βρυξελλών εναντίον του λάτρη των μελανοχιτώνων Σαλβίνι είναι πώς το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού υπερβαίνει τα επιτρεπτά όρια που θέτει το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο. Μια περαιτέρω μείωση του ΑΕΠ θα αυξήσει το έλλειμμα ως ποσοστό του. Γι’ αυτό το λόγο έχει κινηθεί η Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος εναντίον της Ρώμης, στο πλαίσιο της οποίας δεν αποκλείεται να επιβληθούν και οικονομικές κυρώσεις.
Και η Ρώμη ωστόσο από τη μεριά της προετοιμάζεται για μετωπική σύγκρουση με τους Ευρωπαίους. Μάρτυρας, η αποκάλυψη του Reuters για νομοσχέδιο που θα δίνει στη Βουή το δικαίωμα διορισμού της διοίκησης της κεντρικής τράπεζας.
Ωστόσο, τυχόν ικανοποίηση των απαιτήσεων των Βρυξελλών θα ισοδυναμεί με περικοπή των κοινωνικών δαπανών και θα σημάνει μια νέα, ραγδαία επιδείνωση του κοινωνικού ζητήματος στην Ιταλία. Είναι χαρακτηριστικό ότι για το 2020 η κυβέρνηση έχει προβλέψει ότι 3-4 δισ. ευρώ θα αφιερωθούν στη θέσπιση καθολικού βασικού εισοδήματος και για αυξήσεις σε συντάξεις. Η κυβέρνηση συμμαχίας στην οποία έχει πάρει το «πάνω χέρι» η ακροδεξιά Λίγκα του Σαλβίνι, πολύ περισσότερο μετά τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών όταν οι Πέντε Αστέρες είδαν το εκλογικό τους ποσοστό να μειώνεται στο μισό (από 33% σε 17%) κι η Λίγκα το δικό της να διπλασιάζεται από 17% σε 34%, έχει υποσχεθεί ένα γενναίο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων ύψους 17 δισ. ευρώ μόνο για φέτος, αλλά …δε φθάνει. Οι Βρυξέλλες ζητούν παραπάνω έσοδα και λιγότερες δαπάνες, αδιαφορώντας για το τεράστιο κοινωνικό κόστος που προκαλεί η πολιτική της.
Πηγή: Νέα Σελίδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου